Το 2022 έληξε με έναν διπλωματικό σεισμό – που με τη σειρά του ολοκληρώνει έναν μεγαλύτερο χρονικό κύκλο δέκα ετών: η επανασυμφιλίωση της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν με τη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ αποδεικνύεται ότι προχωρά, χάρη στη ρωσική διαμεσολάβηση, με ρυθμούς ταχύτερους του αρχικώς αναμενόμενου.
Ήδη, από τον Αύγουστο, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έκανε γνωστό, μετά και από συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ότι η “αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό δεν αποτελεί πλέον στόχο του, ενώ στα μέσα Δεκεμβρίου περιέγραψε έναν οδικό χάρτη επαφών ο οποίος θα ξεκινούσε από το επίπεδο των αρχηγών των μυστικών υπηρεσιών των εμπλεκόμενων χωρών, θα αναβαθμιζόταν πολιτικά στο επίπεδο των υπουργών Άμυνας και κατόπιν των υπουργών Εξωτερικών, με ευκταία κατάληξη μια συνάντηση κορυφής των ηγετών.
Οι αρχηγοί των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας και της Συρίας είχαν κάνει την προεργασία τους πολύ διακριτικά. Και την περασμένη Τετάρτη συνόδευσαν στη Μόσχα τους υπουργούς Άμυνας των χωρών τους για την πρώτη πολιτική επαφή των δύο πλευρών μετά το ξέσπασμα της λεγόμενης “Αραβικής Άνοιξης” το 2011 και τη διακοπή των τουρκοσυριακών διπλωματικών σχέσεων το επόμενο έτος.
Το ότι εν μέσω της ουκρανικής περιπέτειας ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού είχε το περιθώριο να φιλοξενήσει μια τέτοια συνάντηση δείχνει πόση σημασία εξακολουθεί να αποδίδει η Μόσχα στο συριακό μέτωπο (όπου εμπλέκεται στρατιωτικά από το 2015), αλλά και πόση σημασία αποδίδουν στον ρόλο της οι συνομιλητές της στην περιοχή.
Όμως, μία ημέρα μετά, αποκαλύφθηκε ότι οι εξελίξεις τρέχουν όντως πολύ γρήγορα, καθώς ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε συνέντευξη Τύπου για το τέλος του έτους, έκανε γνωστό ότι προετοιμάζεται, μετά από πρόκληση του Ρώσου ομολόγου του Σεργκέι Λαβρόφ, αντίστοιχη τριμερής συνάντηση σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών τη δεύτερη εβδομάδα του Ιανουαρίου, σε τρίτη χώρα.
Και σαν να μην έφθαναν οι αποκαλύψεις της Πέμπτης, την Παρασκευή ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ γνωστοποίησε ότι κατά τις επαφές στη Μόσχα εξετάσθηκε ο συντονισμός επί του εδάφους των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας, της Τουρκίας και της Συρίας, σε επέκταση των κοινών περιπολιών που πραγματοποιούν οι δύο πρώτες πλευρές από το 2020.
Την ίδια ημέρα, η (φιλοκυβερνητική) συριακή εφημερίδα”Αλ Ουατάν” υποστήριζε σε δημοσίευμά της ότι εξέλιπε το κυριότερο εμπόδιο στην τουρκο-συριακή επανασυμφιλίωση, καθώς η Τουρκία αναγνωρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και δεσμεύεται να αποσύρει τα στρατεύματά της από τα εδάφη του συριακού Βορρά, τα οποία κατέχει συνεπεία των τεσσάρων εισβολών που έχει επιχειρήσει μετά το 2016.
Μπορεί βεβαίως να θεωρήσει κανείς ότι η συριακή πλευρά προβάλλει προκαταβολικά στους συνομιλητές της τη δική της “κόκκινη γραμμή”, εμφανίζοντας ως επιτευχθείσα μία συναίνεση η οποία δεν είναι βέβαιο ότι έχει ακόμη προκύψει – ή ότι πρόκειται να τηρηθεί. Άλλωστε, η Δαμασκός ενδιαφέρεται να στείλει μήνυμα και προς τη ρωσική πλευρά ότι δεν επείγεται να κάνει προεκλογικά δώρα στον Ερντογάν χωρίς εγγυήσεις αποκατάστασης της συριακής εδαφικής ακεραιότητας.
Αλλά η πορεία προς τις τουρκικές εκλογές του Ιουνίου είναι αυτή ακριβώς που καθιστά ιδιαίτερα “ευέλικτο” τον Τούρκο ηγέτη, ο οποίος, οικειοποιούμενος μιαν ιδέα που αρχικά διατύπωνε η κεμαλιστική αντιπολίτευση, επείγεται να εμφανίσει μία ακόμη “διπλωματική επιτυχία”. Κυρίως δε, να ανοίξει τον δρόμο για επαναπατρισμό των 3,6 εκατ. Σύρων προσφύγων στη Συρία – η παρουσία των οποίων προκαλεί όλο και πιο έντονη τη δυσφορία της τουρκικής κοινής γνώμης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον περασμένο Μάιο ο Ερντογάν απειλεί με νέα, την πέμπτη κατά σειρά, εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία, με στόχο τους ένοπλους Κούρδους αυτονομιστές του PYD (συριακής θυγατρικής του ΡΚΚ). Η, δε, αιματηρή επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στην οδό Ιστικλάλ της Κωνσταντινούπολης, η οποία με συνοπτικές διαδικασίες αποδόθηκε στους “Κούρδους τρομοκράτες”, έδωσε την ευκαιρία για τουρκικές αεροπορικές επιδρομές στις κουρδοκρατούμενες συριακές περιοχές.
Ωστόσο, η μονίμως προαναγγελλόμενη χερσαία επιχείρηση δεν έχει προκύψει, προφανώς γιατί δεν εξασφαλίσθηκε (παρά τις αγέρωχες διακηρύξεις της Άγκυρας ότι “δεν ζητά την άδεια κανενός”) η ανοχή είτε της Ουάσιγκτον είτε της Μόσχας. Αντιθέτως, η ρωσική διπλωματία φέρεται να ρυμούλκησε την Τουρκία σε ένα σχέδιο επανασυμφιλίωσης με τη Δαμασκό, που κύριο θεμέλιό του θα έχει τη Συμφωνία των Αδάνων του 1998.
Η συμφωνία εκείνη προέκυψε αφότου η Τουρκία υποχρέωσε, υπό την απειλή πολέμου, το καθεστώς του Άσαντ πατρός να εκδιώξει από την επικράτειά της τον ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Επιτρέπει, δε, στην τουρκική πλευρά να προβαίνει σε “θερμή καταδίωξη” των Κούρδων ανταρτών νοτίως των συνόρων της.
Φυσικά, αυτός που μένει έξω από την εξίσωση είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες διατηρούν στις κουρδοκρατούμενες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας στρατιωτικές δυνάμεις (μόλις 900 ανδρών μετά τη μείωση του αριθμού τους από τον Ντόναλντ Τραμπ), θέσεις των οποίων απειλήθηκαν κατά τους πρόσφατους τουρκικούς βομβαρδισμούς. Η αμερικανική διπλωματία επιμένει να διαμηνύει ότι δεν είναι ώρα για αναγνώριση του Άσαντ (μολονότι έχουν προηγηθεί χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αλγερία) και ότι χρειάζεται μια πολιτική λύση του συριακού προβλήματος που θα περιλαμβάνει και την αντιπολίτευση.
Αλλά τον ρόλο του “αναδόχου” της συριακής αντιπολίτευσης έχει αναλάβει προ πολλού η Τουρκία. Και φιλοδοξεί, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις Νταβούτογλου, να τον διατηρήσει – όσο και αν τα πρόσφατα ανοίγματά της προ τη Δαμασκό έχουν ήδη προκαλέσει διαδηλώσεις στις εκτός του ελέγχου της συριακής κυβέρνησης περιοχές.
Σημείωση Iskra: Η Ελλάδα απούσα εντελώς από τη Συρία και τις αραβικές χώρες της περιοχής Λεβάντε αφήνει να παίζουν παρά τις τεράστιες δυνατότητες της, εν λευκώ τρίτες χώρες και προπαντώς η Τουρκία.
Η Ελλάδα έχει νεκρή διπλωματία υποχείριο των ΗΠΑ και κλωτσοσκούφι τους!