Σε αναβάθμιση των προοπτικών επαναξιολόγησης 12μήνου (outlook) για την Ελλάδα προχώρησε η Scope, διατηρώντας σε ΒΒ+ την αξιολόγηση μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο γερμανικός οίκος επικαλείται την ενίσχυση της Ελλάδας από την ΕΕ μετά την κρίση του Covid-19, π.χ. τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και η χαλάρωση των απαιτήσεων, που έχουν υιοθετήσει ελληνικά ομόλογα παρά τις αξιολογήσεις μη επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτή η υποστήριξη ενισχύθηκε περαιτέρω το τρέχον έτος, σημειώνεται. Εκτός από τη στήριξη της ΕΚΤ, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας επωφελούνται από τις δημοσιονομικές πολιτικές της ΕΕ.
Η χώρα επιτυγχάνει τα κύρια ορόσημα του χρηματοδοτικού προγράμματος Next Generation EU (NGEU), που συνίσταται στην υιοθέτηση όρων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην εκτέλεση επενδυτικών προγραμμάτων.
Η χρηματοδότηση της NGEU για την Ελλάδα ανέρχεται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026 (13,4% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026 – ένας από τους υψηλότερους τέτοιους δείκτες της ΕΕ), με την πλειονότητα της χρηματοδότησης (17,8 δισ. ευρώ) σε επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα είναι ευνοϊκά δάνεια.
Η χρηματοδότηση αυτή συνδέεται με μέτρα εκσυγχρονισμού της οικονομίας και προσαρμογής στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Περίπου το ένα τέταρτο των προγραμματισμένων κονδυλίων έχει εκταμιευθεί στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, με εγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια 13,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,7 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί στους ιδιοκτήτες έργων.
Παράλληλα, ο οίκος αξιολόγησης επικαλείται την ισχυρότερη από την αναμενόμενη τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, με βάση τον υψηλό πληθωρισμό, την πραγματική οικονομική ανάπτυξη πάνω από το δυναμικό, το χαμηλό μέσο κόστος επιτοκίων του χαρτοφυλακίου χρέους που επικρατεί και την προσδοκία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων έως το έτος 2023.
Ο οίκος αξιολόγησης αναφέρεται επίσης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και ουσιαστικά ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Προκλήσεις
Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εξακολουθούν να αμφισβητούνται από το υψηλό δημόσιο χρέος, τη σταδιακή αποδυνάμωση μιας ισχυρής δομής χρέους με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, τη σταδιακή μετάβαση σε χρέος και μικρότερους μέσους όρους διάρκειας του νέου χρέους. Επίσης, πρόκληση αποτελούν οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως η υψηλή ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, η ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν κατά μία βαθμίδα στην επενδυτική βαθμίδα εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά:
i) η διατήρηση της ευρωπαϊκής στήριξης για την Ελλάδα ενισχύει την υπόθεση της ενισχυμένης μονιμότητας της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης των ελληνικών αγορών χρέους και της βιωσιμότητας του χρέους μετά τις επερχόμενες εκλογές και πέρα από την κρίση του Covid-19
ii) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρούν μια ισχυρή και διαρκή πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους
iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και/ή iv) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιορίζονται, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Αντίθετα, οι προοπτικές θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν σε σταθερές εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά:
i) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν ή αποδεικνυόταν αναποτελεσματική, πυροδοτώντας την αποκρυστάλλωση πιο σοβαρών σεναρίων αγοράς
ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέρχεται πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αναστρέφοντας μια τρέχουσα τροχιά μειώσεων του δείκτη δημόσιου χρέους
iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα εντείνονται εκ νέου και/ή
iv) η δέσμευση μεταρρυθμίσεων εξασθενεί, όπως μετά τις εκλογές του 2023, μετριάζοντας τις προοπτικές για περικοπή των μακροοικονομικών ανισορροπιών και υπονομεύοντας την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή στήριξη.
Προφίλ χρέους
Ο οίκος αξιολόγησης αναφέρεται στην ισχυρότερη από την αναμενόμενη τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους και προσδοκία επιστροφής σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα έως το 2023.
Η τροχιά του χρέους αντανακλά την προσδοκία για έναν βαθμό περαιτέρω σύγκλισης της Ελλάδας αυξημένος δείκτης χρέους με εκείνον άλλων υψηλά χρεωμένων κρατών της ζώνης του ευρώ.
Μετά από μια δεκαετία και πολλές πρωτοβουλίες από ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους για τον καθορισμό του δείκτη δημοσίου χρέους της Ελλάδας σε βιώσιμη τροχιά, ο δείκτης χρέους είχε αντ ‘αυτού φτάσει σε νέα ρεκόρ όλων των εποχών 206,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 εν μέσω της κρίσης Covid-19.
Ωστόσο, υποστηριζόμενη από ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από το τρίτο τρίμηνο του 2020 (8,3% αύξηση το 2021, περαιτέρω ανάπτυξη 6% εκτιμάται για το 2022), τον αυξημένο πληθωρισμό (9,5% για το 2022), το ακόμη χαμηλό μέσο κόστος τόκων χρέους μετά από αναδιαρθρώσεις χρέους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και προγράμματα δανείων με ευνοϊκούς όρους, συν τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2022, από 8% το 2021 και 10,9%
Το 2020, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 37% σε περίπου 169% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2022.
Η ανάλυση βιωσιμότητας Scope προβλέπει περαιτέρω μείωση αυτού του λόγου δημόσιου χρέους, αν και με την εν λόγω μείωση να επιβραδύνεται καθώς η οικονομική ανάπτυξη εξομαλύνεται, φθάνοντας στο 160,3% έως το 2023 και στο 147,9% έως το 2027.
Αυτό το βασικό σενάριο υποθέτει επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,1% για το 2023, ακολουθούμενη από οικονομική ανάπτυξη άνω του δυνητικού 1,5% το 2024 και 1,4% κατά την περίοδο 2025-2027.
Το σενάριο κάνει λόγο για πληθωρισμό στο 5,4% το 2023 έναντι 1,9% κατά μέσο όρο μεταξύ 2023-2027, σε έντονη αντίθεση με το -0,5% που σημειώθηκε κατά μέσο όρο το 2011-2020.
Επιπλέον, το σενάριο αναμένει επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος για πρώτη φορά μετά την κρίση του Covid-19.
Ωστόσο, σύμφωνα με ένα δυσμενές σενάριο δύο ετών ύφεσης την περίοδο 2023-2024, το ελληνικό χρέος ολοκληρώνει έναν προβλεπόμενο ορίζοντα έως το 2027 στο 171,2% του ΑΕΠ.
Τράπεζες
Ο τρίτος μοχλός για την αναθεώρηση του οutlook ήταν οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν περιορίσει τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Το Hercules Asset Protection Scheme ολοκλήρωσε τις τελευταίες του τιτλοποιήσεις έως τον Οκτώβριο του 2022 και οδήγησε σε σημαντική μείωση των δεικτών NPLs στο 9,5% των συνολικών δανείων έως τον Ιούνιο του 20222, από 49,2% τον Ιούνιο 2017 (και 40% στο τέλος του 2019).
Και οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες αναμένεται να επιτύχουν τον στόχο μονοψήφιων δεικτών NPL έως το τέλος του 2022.
Παράλληλα με τη χρηματοδότηση της ΕΕ, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, «Greece 2.0», επιδιώκει την κινητοποίηση πρόσθετων 26 δισ. ευρώ σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και σκιαγραφεί μεταρρυθμίσεις σε τέσσερις τομείς:
i) πράσινη μετάβαση. ii) ψηφιακή μετάβαση iii) απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή και iv) ιδιωτικές επενδύσεις και οικονομικός μετασχηματισμός.