Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες καταναλωτών που αναζητούν τρόπους να βγάλουν τον μήνα εξαιτίας της ακρίβειας που τρώει τον μισθό από το πρώτο δεκαήμερο του μήνα
«Εχω να ταΐσω δύο παιδιά και το πορτοφόλι μέχρι τις 17-18 του μήνα έχει αδειάσει», φράση που αποτυπώνει την απελπισία χιλιάδων οικογενειών.
«Επιλέγουμε να αγοράσουμε λαχανικά και φρούτα. Δεν μας πειράζει να είναι και κάπως χτυπημένα ή δύο και τριών ημερών, επειδή είναι πιο φτηνά και τα σηκώνει η τσέπη μας».
«Εχω χάσει το μέτρημα των φορών που είπα στα παιδιά μου να φάνε τη μερίδα μου γιατί κάνω δίαιτα και θα τη βγάλω με δυο αυγά».
«Στην αγορά δουλεύουμε σε κανονικούς ρυθμούς περίπου ένα δεκαήμερο τον μήνα, άρα σχεδόν τις τρεις από τις τέσσερις εβδομάδες του μήνα ο κόσμος δεν ψωνίζει».
«Το ρεύμα, το νοίκι, τα κοινόχρηστα δυστυχώς προηγούνται, άρα το μόνο που μένει είναι να κόψω από το φαγητό».
Η ακρίβεια που τσακίζει σε σχέση με το μειωμένο εισόδημα γονατίζει την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν ακόμη και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής κάθε μήνα. Βαθμιαία ο καταναλωτής σταματά να αγοράζει και περιορίζεται στα είδη πρώτης ανάγκης, ενώ επιλέγει κυρίως μέτριας ποιότητας προϊόντα προκειμένου να κρατήσει γεμάτα τα πιάτα στο οικογενειακό τραπέζι.
Φυσικά, υπάρχουν και τα νούμερα από σειρά ερευνών που αποδεικνύουν πως οι πολιτικές του «επιτελικού κράτους» του Κυρ. Μητσοτάκη συνεχίζουν να τσακίζουν την οικογένεια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), εξαιτίας του πληθωρισμού και παρότι ο κατώτατος μισθός έλαβε μια πενιχρή αύξηση, ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 0,2% για το 2023, την ώρα που τα κέρδη των εταιρειών αυξήθηκαν κατά 5,9% το ίδιο έτος. Συνεπώς οι αυξήσεις στους μισθούς ουδεμία καλυτέρευση έφεραν δεδομένου ότι η ακρίβεια ξεπερνά κάθε προηγούμενο και επομένως υπερκαλύπτει την όποια μικρή αύξηση.
Ακόμη μια έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) για το εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών το 2022 έδωσε σοκαριστικά στοιχεία σχετικά με τη συνεχόμενη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Εξι στα δέκα νοικοκυριά (57,3%) κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ενώ πάνω από ένα στα δύο νοικοκυριά (52,4%) δήλωσε πως το μηνιαίο εισόδημά του επαρκεί για 18 ημέρες. Επιπλέον το 11,9% των νοικοκυριών αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες.
Στα μισά του μήνα αρχίζουν τα δύσκολα
Την πλήρη επιβεβαίωση των στοιχείων της έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ αναδεικνύει το ρεπορτάζ του Documento σε λαϊκές και σε κεντρικές αγορές της Αθήνας, όπου έμποροι και καταναλωτές δηλώνουν πως ο μήνας απλώς δεν βγαίνει. Το αίσθημα της σιγουριάς και της ασφάλειας γρήγορα δίνει τη θέση του στον φόβο μόλις το ημερολόγιο δείξει 15 του μήνα. Τότε αρχίζουν τα δύσκολα, τότε ο γονιός, ο φοιτητής, ο ηλικιωμένος πρέπει να γίνουν εξαιρετικά εφευρετικοί όσον αφορά τον τρόπο που θα γεμίσουν το στομάχι τους.
Είναι γεγονός, που αποτυπώνεται και μέσα από στατιστικά στοιχεία, πως τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση έχει μειωθεί αισθητά, διότι τα χρήματα στο πορτοφόλι λιγοστεύουν. Αυτή είναι και η κατάσταση που επικρατεί στη Βαρβάκειο Αγορά της Αθήνας, όπου καθ’ ομολογία οι τιμές είναι εμφανώς μειωμένες σε σχέση με τοπικά κρεοπωλεία. Παρ’ όλα αυτά, η κίνηση είναι λιγοστή τις περισσότερες μέρες του μήνα.
«Δουλεύουμε σε κανονικούς ρυθμούς για ένα δεκαήμερο»
Η κ. Αντωνία, μητέρα τριών παιδιών με λιγοστές τσάντες στα χέρια στη Βαρβάκειο Αγορά, επιβεβαιώνει πως δύσκολα βγάζει τον μήνα, ενώ αρκείται να ψωνίσει τα βασικά. «Επιλέγουμε να αγοράσουμε λαχανικά και φρούτα. Ακόμη και από αυτά παίρνουμε τα πιο οικονομικά. Δεν μας πειράζει να είναι και κάπως χτυπημένα ή δύο και τριών ημερών, επειδή είναι πιο φτηνά και τα σηκώνει η τσέπη μας. Το κρέας θα το πάρω με βαριά καρδιά γιατί ξέρω πως η τσέπη θα αδειάσει μια ώρα αρχύτερα» εξηγεί.
Οπως λέει στο Documento ο πρόεδρος της κρεαταγοράς της Βαρβακείου Αγοράς Ανδρέας Νιώτης, τα κρέατά τους δύο χρόνια πριν ήταν 20% πιο φτηνά, ενώ υπάρχει διαφορά τιμής έως και 4 ευρώ. «Βάλαμε πλάτη στους καταναλωτές γιατί καταλάβαμε πως δεν βγαίνουν» εξηγεί ο Ανδρ. Νιώτης, μεγαλώνοντας κι άλλο τη λίστα όσων έβαλαν πλάτη για να επιβιώσουμε από τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης.
Απαντώντας μας στο πώς καταφέρνουν και κρατάνε τις επιχειρήσεις τους ανοιχτές δηλώνει πως «παλεύουμε με νύχια και με δόντια, την ώρα που το κέρδος μας είναι μειωμένο. Ο καταναλωτής πρέπει να έχει κίνητρο. Είμαστε αναγκασμένοι να πουλάμε φτηνότερα για να μείνουμε ανοιχτοί» τονίζει εμφατικά.
Ο κόσμος που επιλέγει τη Βαρβάκειο για τα ψώνια του ολοένα και λιγοστεύει. Το πλήγμα μετά την πανδημία ήταν μεγάλο και σύμφωνα με τον Ανδρ. Νιώτη δεν έχει επανέλθει στα ίδια επίπεδα. «Στην αγορά δουλεύουμε σε κανονικούς ρυθμούς περίπου ένα δεκαήμερο τον μήνα, άρα σχεδόν τις τρεις από τις τέσσερις εβδομάδες του μήνα ο κόσμος δεν ψωνίζει». Ερωτώμενος γιατί θεωρεί πως συμβαίνει αυτό, μας απαντά πως οι ίδιοι οι πελάτες του του λένε πως τα χρήματα δεν φτάνουν. Αρκούνται στα βασικά εφόσον τα ενοίκια, το ρεύμα και τα καύσιμα είναι στα ύψη.
Ο Ανδρέας Σκουρτάι δουλεύει επίσης στη Βαρβάκειο και εξηγεί στο Documento πως ο κόσμος περιορίζεται για να μπορέσει να βγάλει τον μήνα. «Φανταστείτε πως ο κιμάς πριν από λίγα χρόνια κόστιζε 6,50 ευρώ το κιλό και τώρα αγγίζει τα 9 ευρώ. Χάνουμε από τον εαυτό μας, αλλιώς θα χαθούμε ολοκληρωτικά» συνεχίζει και μας επιβεβαιώνει πως η δουλειά περιορίζεται στη μιάμιση εβδομάδα τον μήνα.
Προχωρώντας λίγο παρακάτω μπήκαμε στην ψαραγορά της Βαρβακείου, όπου η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. «Κόσμο έχουμε κυρίως τις Παρασκευές και τα Σάββατα» μας πληροφορεί ο Γιώργος Σιμόπουλος, υπάλληλος στην ψαραγορά. «Με το που μπαίνουν οι συντάξεις βλέπεις κόσμο μόνο για τέσσερις με πέντε μέρες. Ερχονται πελάτες και μας λένε πως δεν έχουν χρήματα παρακαλώντας μας να κάνουμε καλύτερη τιμή» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Είδη πολυτελείας τα ψάρια
Κάνοντας μια γρήγορη ανάλυση στις τιμές κάποιων προϊόντων, όπως μας τις παρουσίασε ο Γ. Σιμόπουλος, μπορεί πολύ εύκολα κανείς να καταλάβει γιατί ο κόσμος δεν ψωνίζει. Πριν από έξι χρόνια ο εισαγόμενος σολομός αγοραζόταν με 9 ευρώ ενώ σήμερα με 20 ευρώ το κιλό. Παρομοίως το θράψαλο και το καλαμάρι πωλούνταν προς 5 ευρώ το κιλό ενώ τώρα η τιμή τους έχει εκτοξευτεί στα 11 ευρώ.
Εκεί συναντήσαμε και τον κ. Παναγιώτη, ο οποίος επιλέγει να κάνει τα ψώνια του στη Βαρβάκειο αφού όπως μας λέει είναι πιο φτηνά. «Μέχρι τις 15 του μήνα, βαριά, οι επιλογές λιγοστεύουν. Θα επιλέξω κοτόπουλο ή κιμά και όχι κρέας γιατί η τσέπη μου δεν το σηκώνει. Για ψάρι ούτε λόγος, μία φορά τον μήνα και αν. Αυτά για μας είναι είδη πολυτελείας» καταλήγει.
Ο Ευτύχης Κεφάλας, ιχθυέμπορας στη Βαρβάκειο, εκτιμά πως το κέρδος έχει πέσει κατά 50% σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Από τους 30 μόνιμους πελάτες του έχουν μείνει οι πέντε, αφού ο κόσμος, όπως μας λέει, συνεχώς παραπονιέται. «Δουλεύουμε δέκα μέρες τον μήνα, τις υπόλοιπες υπολειτουργούμε και αναγκαζόμαστε να ρίξουμε τις τιμές για να πουλήσουμε. Οταν τα κοστολόγια είναι δύο και τρεις φορές πάνω ο καταναλωτής το σκέφτεται διπλά αν θα αγοράσει». Αποτυπώνοντάς το αυτό σε νούμερα μας είπε πως ψάρια όπως η συναγρίδα, η σφυρίδα και ο ροφός κόστιζαν 18 ευρώ το κιλό και σήμερα αγγίζουν μέχρι και τα 45 ευρώ.
«Στα μισά του μήνα δεν υπάρχουν λεφτά»
Στις λαϊκές αγορές του Αγίου Δημητρίου, του Παλαιού Φαλήρου και της Καλλιθέας, όπως μας λένε οι πωλητές πίσω από τους πάγκους, οι καταναλωτές περιορίζονται στα απαραίτητα. Σκέφτονται διπλά και τριπλά τι θα ψωνίσουν, πολύ απλά γιατί ο μισθός τους δεν επαρκεί. Οι ίδιοι πετάνε με τις σακούλες ό,τι μένει. Πολλές φορές ακόμη κι αν ρίξουν τις τιμές, ο κόσμος δεν αγοράζει.
Ο κ. Μηνάς, παραγωγός και έμπορος από τη Θήβα με πάγκο στη λαϊκή του Αγίου Δημητρίου, εξηγεί πως οι καταναλωτές είναι επιφυλακτικοί. «Θα πάρουν τα βασικά, ίσα ίσα για να επιβιώσουν. Το να αγοράσεις για παράδειγμα κάστανα σε καθιστά αυτόματα τυχερό γιατί έχεις τη δυνατότητα να φας και κάτι άλλο πέρα από τα συνηθισμένα».
Η Αμαλία Βασιλοπούλου πάει στη λαϊκή αγορά δύο φορές τον μήνα παρότι οι ανάγκες της δεν καλύπτονται. «Θέλει προσοχή τι θα πάρεις και τι θα αφήσεις. Εχω να ταΐσω δύο παιδιά και το πορτοφόλι μέχρι τις 17-18 του μήνα έχει αδειάσει. Γιατί πρέπει να καλούμαι να αποφασίσω αν θα πάρω ντομάτες ή τυρί φέτα; Γιατί με αναγκάζουν να λέω ψέματα στα παιδιά μου πως δεν βρήκα την αγαπημένη τους σοκολάτα; Γιατί με αναγκάζουν να ζω με όσπρια και ψωμί τουλάχιστον δέκα μέρες τον μήνα; Για μένα δεν με νοιάζει, τα παιδιά μου όμως σε τι φταίνε;» αναρωτιέται με εμφανή απόγνωση.
Ακόμη μία καταναλώτρια, η κ. Ισιδώρα, καταγγέλλει πως ο μήνας δεν βγαίνει. «Είμαστε απελπισμένοι γιατί τα λεφτά στα μισά του μήνα έχουν γίνει καπνός. Το ρεύμα, το νοίκι, τα κοινόχρηστα δυστυχώς προηγούνται, άρα το μόνο που μένει είναι να κόψω από το φαγητό. Εχω χάσει το μέτρημα των φορών που είπα στα παιδιά μου να φάνε τη μερίδα μου γιατί κάνω δίαιτα και θα τη βγάλω με δυο αυγά. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Μετρημένα κουκιά είναι, δεν βγαίνουν, μας έχουν καταστρέψει» δηλώνει.
«Από τις 15 του μήνα και μετά πετάμε τα μισά προϊόντα»
Στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών ο Γιάννης Κασωτάκης και ο γιος του Δημήτρης Κασωτάκης, έμποροι νωπών οπωροκηπευτικών (πιπεριές, μελιτζάνες κ.ά.), μας δίνουν τη γενικότερη εικόνα καθώς προμηθεύουν καταστήματα εστίασης αλλά και λαϊκές αγορές. «Από τις 15 του μήνα και μετά πετάμε τα μισά προϊόντα» μας λένε αρχικά, εξηγώντας μας παράλληλα πως μπορεί να πετάξουν ακόμη και τρεις ή τέσσερις τόνους στο τέλος του μήνα. Υπολογίζοντας ένα μέσο όρο της τάξης των 0,70 ευρώ το κιλό, η ζημία είναι τεράστια καθώς αγγίζει τα 2.800 ευρώ μηνιαίως.
Οπως μας ανέφεραν χαρακτηριστικά, τα προϊόντα που εμπορεύονται είναι αρκετά ευπαθή. Ειδικά μετά τις μεγάλες καταστροφές από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία μειώθηκε αξιοσημείωτα η παραγωγή και κατ’ επέκταση εκτοξεύτηκε και η τιμή σε πληθώρα προϊόντων. Ωστόσο οι λόγοι δεν περιορίζονται στην εντοπιότητα των προϊόντων και στις κατά περίπτωση καιρικές συνθήκες, αλλά εκτείνονται στην αλόγιστη ακρίβεια που τσακίζει την κοινωνία.