«Όπως βλέπετε, σ’ αυτά τα πενήντα τετραγωνικά εργάζομαι και ζω εδώ και πολλά χρόνια. Ούτε είχα ούτε θα ήθελα να έχω ποτέ περισσότερα. Όχι ότι παρασταίνω τον ασκητή. Ο άνθρωπος, πιστεύω, δεν πρέπει να στερείται από τίποτα. Πρέπει, όμως, να αρκείται και στα απαραίτητα. Η πολυτέλεια, το περιττό, σε απομακρύνουν από το ουσιώδες, σε διαλύουν.
Είμαι υπέρ της «βασικής ζωής» και αυτή θα έπρεπε νομίζω να εξασφαλίζει σε όλους μια ιδανική πολιτεία. Σημειώστε ότι χρειάστηκε να φτάσω στα μισά της ζωής μου για να την εξασφαλίσω κι εγώ. Ναι, αγαπώ τ’ αντικείμενα και ζω μαζί τους. Οταν ταξιδεύω, μου λείπουν. Τίποτα απ’ ό,τι βλέπετε εδώ δεν είναι ακριβό ή πολύτιμο. Εχουν, όμως, όλα για μένα μια σημασία, συνδέονται με την ποίησή μου, τη ζωή μου, τα ταξίδια μου. (…)»
(Στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή», 2 Νοεμβρίου 1975)
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ»
«Οσο περνάν τα χρόνια, τόσο και περισσότερο η δημοσιότητα με τρομάζει. Με απωθεί, θα έλεγα. Ως και τα βιβλία μου, όταν τα βλέπω στη βιτρίνα, αισθάνομαι παράξενα. Τι να με κάνετε, λοιπόν, εμένα; Δεν είμαι καμωμένος για τη βιτρίνα. Πολλοί νομίζουν ότι αυτό είναι έλλειψη φιλοδοξίας. Καθόλου. Απλούστατα, δεν καταλαβαίνω τι σόι φιλοδοξία είναι να είσαι δαχτυλοδειχτούμενος και να σε υποδέχονται με χειροκροτήματα. Εμένα η φιλοδοξία μου είναι να αισθάνομαι τρυπωμένος με τη μορφή βιβλίων στη τσάντα κάποιου νέου ή κάποιας κοπέλας, σε ώρες μοναξιάς. Η μυστική επικοινωνία είναι το παν. Και η διάρκεια.
Ποίηση για μένα είναι πόλεμος προς τον χρόνο και τη φθορά. Κλεισμένος στα πενήντα τετραγωνικά μου, συνεχίζω αυτόν τον πόλεμο. Και άσχετα εντελώς αν βγαίνω νικητής ή όχι, σε μια τέτοιου είδους μάχη, ομολογώ, βρίσκω την ύψιστη ικανοποίηση. Σε μιαν εποχή θριάμβου των ποσοτικών εκτιμήσεων, βλέπω την ποίηση σαν τη μόνη ενδεδειγμένη να διαφυλάξει το ιερό και απαραβίαστο της ανθρώπινης προσωπικότητας».
(Στον Γιάννη Φλέσσα, «Το Βήμα της Κυριακής», 24 Δεκεμβρίου 1978)