Roubini-Πώς οι κυβερνήσεις διακινδυνεύουν κραχ σε οικονομίες και αγορές λόγω Ουκρανίας

771
Πώς οι κυβερνήσεις διακινδυνεύουν κραχ

Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ομαλοποιήσουν γρήγορα τη νομισματική πολιτική, παρόλο που αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιβράδυνση και πιθανώς σε ύφεση, λέει ο Roubini

Τους λόγους για τους οποίους οι κυβερνήσεις διακινδυνεύουν κραχ σε οικονομίες και αγορές επεξηγεί με ανάλυσή του ο διακεκριμένος οικονομολόγος Nouriel Roubini, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό, τη χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και την ακρίβεια…
Η παγκόσμια οικονομία., άναφέρει, έχει υποστεί δύο μεγάλα σοκ από την μεριά της προσφοράς: πρώτα από την πανδημία Covid-19 και τώρα από την εισβολή του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin στην Ουκρανία.
Ο πόλεμος έχει διαταράξει την οικονομική δραστηριότητα και έχει εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, επειδή οι επιπτώσεις του στην προσφορά και στις τιμές των εμπορευμάτων συνδυάστηκαν με τα υπερβολικά νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην ΕΕ, αναφέρει ο διακεκριμένος οικονομολόγος.
Παραμερίζοντας τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ο άμεσος οικονομικός αντίκτυπός του αντικατοπτρίζεται στην Ενέργεια, στα τρόφιμα και στα βιομηχανικά μέταλλα, οι τιμές των οποίων έχουν εκτοξευθεί.
Τα προαναφερόμενα, από κοινού με τις διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, έχουν επιδεινώσει τις στασιμοπληθωριστικές συνθήκες, που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Όπως επισημαίνει ο Roubini, ένα στασιμοπληθωριστικό αρνητικό σοκ προσφοράς θέτει διλήμματα για τους κεντρικούς τραπεζίτες.
Επειδή επιθυμούν σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών, πρέπει να ομαλοποιήσουν γρήγορα τη νομισματική πολιτική, παρόλο που αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιβράδυνση και πιθανώς σε ύφεση.
Αλλά επειδή ενδιαφέρονται επίσης για την ανάπτυξη, πρέπει να προχωρήσουν σταδιακά σε εξομάλυνση της πολιτικής, παρόλο που αυτό κινδυνεύει να αποδεσμεύσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και να πυροδοτήσει μια σπείρα μισθών-τιμών.
Οι υπεύθυνοι χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής είναι αντιμέτωποι με μια δύσκολη επιλογή: Λόγω του αρνητικού σοκ προσφοράς, η αύξηση του κόστους στις μεταφορές ή η μείωση των φόρων δεν είναι η βέλτιστη, επειδή εμποδίζει την πτώση της ζήτησης ως απάντηση στη μείωση της προσφοράς.
Ευτυχώς, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που τώρα επιδιώκουν υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα και την πράσινη ενεργειακή μετάβαση, μπορούν να μετρήσουν αυτές τις μορφές τόνωσης ως επενδύσεις –και όχι ως τρέχουσες δαπάνες.
Ωστόσο, οποιαδήποτε πρόσθετη δαπάνη θα αυξήσει το χρέος, που ήδη βρίσκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα από την εποχή της… πανδημίας, η οποία έφερε μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική επέκταση, με νομισματική προσαρμογή και de facto νομισματοποίηση των χρεών.
Σίγουρα, καθώς η Covid έχει υποχωρήσει (τουλάχιστον στις προηγμένες οικονομίες), οι κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει σταδιακά μια δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ οι κεντρικές τράπεζες εξομαλύνουν την πολιτική τους για να χαλιναγωγήσουν τον πληθωρισμό.

Δημοσιονομική πολιτική

Όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει περιπλέξει την κατάσταση, με τις στασιμοπληθωριστικές να εντείνονται.
Ο δημοσιονομικός-νομισματικός συντονισμός ήταν το φάρμακο για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Αλλά τώρα, παρότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν κολλήσει στη νέα επιθετική στάση τους, οι δημοσιονομικές αρχές είναι «χαλαρές», για να αμβλύνουν το πλήγμα από την άνοδο των τιμών της ενέργειας.

Στόχοι

Κατ’ αρχήν, οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν τρεις οικονομικούς στόχους: υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και διατήρηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων ή των κρατικών περιθωρίων υπό έλεγχο μέσω της επίμονης νομισματοποίησης του δημόσιου χρέους.
Ένας επιπλέον στόχος είναι γεωπολιτικός: η εισβολή του Putin πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια απάντηση που θα τιμωρεί τη Ρωσία και θα αποτρέπει άλλες χώρες από το να εξετάσουν παρόμοιες επιθετικές ενέργειες.
Τα μέσα για την επιδίωξη αυτών των στόχων είναι η νομισματική, η δημοσιονομική πολιτική και τα ρυθμιστικά πλαίσια.
Καθένα χρησιμοποιείται, αντίστοιχα, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, την υποστήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και την επιβολή κυρώσεων.
Επιπλέον, οι πολιτικές επανεπένδυσης έχουν διατηρήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα.
Λόγω αυτής της συρροής παραγόντων, το σύστημα έχει πετύχει προσωρινή ισορροπία, με καθέναν από τους τρεις στόχους να αντιμετωπίζεται πλημμελώς και αποσπασματικά.
Όμως τα πρόσφατα μηνύματα από την αγορά –η σημαντική άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και των περιθωρίων εντός του ευρώ– υποδηλώνουν ότι αυτό το μείγμα πολιτικών θα καταστεί ανεπαρκές, δημιουργώντας νέες ανισορροπίες.
Τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα και οι κυρώσεις στη Ρωσία ενδέχεται να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, αχρηστεύοντας έτσι εν μέρει τις προσπάθειες των υπευθύνων χάραξης νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον, η προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να δαμάσουν τις ανατιμήσεις μέσω υψηλότερων επιτοκίων δεν συνάδει με τις «χαλαρές» δημοσιονομικές πολιτικές, και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια και spreads, τα οποία ήδη κινούνται απότομα προς τα πάνω.
Οι κεντρικές τράπεζες, για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, θα πρέπει να κάνουν μαγικά, ενώ οι κυβερνήσεις ενισχύουν τις τιμές.
Με την πάροδο του χρόνου, οι αυστηρότερες νομισματικές πολιτικές μπορεί να προκαλέσουν επιβράδυνση της ανάπτυξης ή ύφεση.
Αλλά ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι η νομισματική πολιτική θα περιοριστεί από την απειλή μιας παγίδας χρέους.
Με τα επίπεδα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε ιστορικά υψηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει προχωρήσουν στην εξομάλυνση της πολιτικής για να διακινδυνέψουν ένα κραχ.
Από την άλλη, οι κυβερνήσεις μπορεί να μπουν στον πειρασμό να αυξήσουν τους μισθούς ή να βάλουν πλαφόν στα προϊόντα.
Αυτά όμως τα μέτρα έχουν αποδειχτεί ανεπιτυχή στο παρελθόν –ιδίως στη στασιμοπληθωριστική δεκαετία του 1970– και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή η εποχή θα ήταν διαφορετική.
Αν μη τι άλλο, ορισμένες κυβερνήσεις θα έκαναν ακόμη χειρότερα τα πράγματα, ας πούμε, με την εκ νέου εισαγωγή μηχανισμών αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για τους μισθούς και τις συντάξεις.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, όλοι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα συνειδητοποιούσαν τους περιορισμούς των δικών τους εργαλείων.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν δύο ενδεχόμενα, λέει ο Roubini:
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορεί να εγκαταλείψουν έναν από τους στόχους τους, οδηγώντας σε υψηλότερο πληθωρισμό, χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια ή πιο ήπιες κυρώσεις – συνοδευόμενες ίσως από πτώση στους δείκτες μετοχών.
Εναλλακτικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορεί να συμβιβαστούν μόνο με τη μερική επίτευξη κάθε στόχου, οδηγώντας σε ένα μη βέλτιστο μακροοικονομικό αποτέλεσμα υψηλότερου πληθωρισμού, χαμηλότερης ανάπτυξης, υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων και πιο ήπιων κυρώσεων – με χαμηλότερους δείκτες μετοχών και υποβαθμισμένα νομίσματα στη συνέχεια.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα νοικοκυριά και οι καταναλωτές θα υποφέρουν, καταλήγει ο οικονομολόγος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας