Του Nouriel Roubini
Ισχυρές είναι οι πιθανότητες μίας νέας κρίσης που θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές, όπως τονίζει ο Nuriel Roubini σε άρθρο του στο Project Syndicate («The Growing Risk of a 2020 Recession and Crisis»).
Σύμφωνα με τον γνωστό οικονομολόγο και ειδικό επί των αγορών: “Το περασμένο καλοκαίρι, ο συνάδελφός μου Brunello Rosa και εγώ εντοπίσαμε δέκα πιθανούς δυνητικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμερικανική και παγκόσμια ύφεση το 2020.
Εννέα από αυτούς εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα.Σε πολλούς εμπλέκονται οι ΗΠΑ“.
Οι εμπορικοί πόλεμοι με την Κίνα και άλλες χώρες, μαζί με τους περιορισμούς της μετανάστευσης, των άμεσων ξένων επενδύσεων και των μεταβιβάσεων τεχνολογίας, θα μπορούσαν να έχουν βαθιές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, αυξάνοντας την απειλή του στασιμοπληθωρισμού (δηλαδή επιβράδυνση της ανάπτυξης παράλληλα με τον αυξανόμενο πληθωρισμό).
Και ο κίνδυνος επιβράδυνσης της ανάπτυξης των ΗΠΑ έχει γίνει πιο έντονος τώρα που το κίνητρο της φορολογικής νομοθεσίας του 2017 έχει «ξεπεραστεί».
Εν τω μεταξύ, οι χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ παρέμειναν σχεδόν αδρανείς από τότε που δημοσιεύσαμε τη συγκεκριμένη μελέτη.
Και υπάρχουν πρόσθετοι κίνδυνοι που συνδέονται με την άνοδο των νεώτερων μορφών χρέους, μεταξύ άλλων σε πολλές αναδυόμενες αγορές, όπου μεγάλο μέρος του δανεισμού είναι σε ξένα νομίσματα.
Με την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να υπηρετούν ως «σωτήρες της τελευταίας στιγμής» οι αγορές εμφανίζουν σαφή έλλειψη ρευστότητας και ως εκ τούτου είναι πολύ πιο ευάλωτες σε εξωτερικά σοκ και ταραχές.
Μια τέτοια «ταραχή» θα μπορούσε να προέλθει από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump, ο οποίος εμφανίζεται πρόθυμος να προκαλέσει κρίση με μία χώρα όπως το Ιράν.
Μία τέτοια κρίση θα μπορούσε, μεν, να αυξήσει την δημοτικότητά του στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά ταυτόχρονα μπορεί να προκαλέσει και πραγματικό κλονισμό στην αγορά πετρελαίου.
Ταυτόχρονα η Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές αρχίζουν να εμφανίζουν χαλάρωση της ανάπτυξής τους, ενώ στην Ευρώπη διατηρούνται οι οικονομικοί και πολιτικοί κίνδυνοι.
Ακόμη χειρότερα, σε όλες τις προηγμένες οικονομίες, τα εργαλεία που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές έχουν είτε περιοριστεί είτε εξαφανιστεί.
Οι νομισματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις και οι παρεμβάσεις του ιδιωτικού τομέα που χρησιμοποιήθηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2008 απλώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα σήμερα.
Ο δέκατος παράγοντας που επισημάναμε ήταν η νομισματική πολιτική της Fed.
Η Fed εμφανίστηκε με διαθέσεις αυτοσυγκράτησης τον Ιανουάριο 2019, αλλά όλα δείχνουν ότι τόσο αυτή όσο και άλλες κεντρικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε μείωση επιτοκίων με άμεσο στόχο να διαχειριστούν κάποιες αναταραχές τόσο στις δικές τους όσο και στην παγκόσμια οικονομία.
Ενώ οι εμπορικοί πόλεμοι και η πιθανότητα νέας έκρηξης των πετρελαϊκών τιμών συνιστούν κίνδυνο από την πλευρά της προσφοράς, απειλούν επίσης τη συνολική ζήτηση και επομένως την αύξηση της κατανάλωσης, καθώς οι δασμοί και οι υψηλότερες τιμές των καυσίμων μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα.
Μόλις συμβεί αυτό είναι βέβαιο ότι οι εταιρείες θα επιλέξουν πιθανότατα να μειώσουν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες και τις επενδύσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, νέα σοβαρά σοκ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παγκόσμια ύφεση, ακόμη και εάν οι ανταποκριθούν γρήγορα.
Σε τελική ανάλυση, το 2007–2009, η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν επιθετικά στα «περιστατικά» που προκάλεσαν την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά δεν απέτρεψαν τη “μεγάλη ύφεση”. Σήμερα, η Fed ξεκινά με ένα επιτόκιο αναφοράς 2,25 -2,5%, σε σύγκριση με 5,25% τον Σεπτέμβριο του 2007.
Στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, τα επιτόκια βρίσκονται, ήδη, σε αρνητικό έδαφος και φυσικά υπάρχουν όρια για το πόσο χαμηλά μπορούν να φθάσουν.
Και με τους διογκωμένους ισολογισμούς από τους διαδοχικούς κύκλους ποσοτικής χαλάρωσης, οι κεντρικές τράπεζες θα αντιμετώπιζαν παρόμοιους περιορισμούς εάν επρόκειτο να επιστρέψουν σε αγορές μεγάλης κλίμακας περιουσιακών στοιχείων.
Από την πλευρά των δημοσίων οικονομικών, οι πιο προηγμένες οικονομίες έχουν ακόμα μεγαλύτερα ελλείμματα και περισσότερο δημόσιο χρέος σήμερα απ’ ότι πριν από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.
Και όπως τονίσαμε το 2018 «οι διασώσεις χρηματοπιστωτικών ομίλων θα είναι σχεδόν αδύνατο να συμβούν σε χώρες με ανεπτυγμένα λαϊκίστικα κινήματα και σχεδόν αφερέγγυες κυβερνήσεις».
Μεταξύ των κινδύνων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ύφεση το 2020, ο σινο-αμερικανικός εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος αξίζει ιδιαίτερη προσοχή.
Η σύγκρουση θα μπορούσε να κλιμακωθεί περαιτέρω με διάφορους τρόπους.
Η κυβέρνηση Trump θα μπορούσε να αποφασίσει να επεκτείνει τους δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές ύψους 300 δισ. δολ.
Η απαγόρευση της Huawei και άλλων κινεζικών εταιρειών από τη χρήση εξοπλισμού από αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσε να προκαλέσει μια διαδικασία πλήρους κλίμακας απο-παγκοσμιοποίησης, καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να εξασφαλίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Εάν συνέβαινε αυτό, η Κίνα θα είχε αρκετές επιλογές για αντίποινα εναντίον των ΗΠΑ, καθώς θα μπορούσε να «κλείσει» την αγορά της σε πολυεθνικές αμερικανικές εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Apple.
Κάτω από ένα τέτοιο σενάριο, το σοκ για τις αγορές σε όλο τον κόσμο θα ήταν αρκετό για να επιφέρει μια παγκόσμια κρίση, ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Με τις τρέχουσες εντάσεις που ήδη υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και των επενδυτών και την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, η περαιτέρω κλιμάκωση θα άφηνε τον κόσμο σε ύφεση.
Και δεδομένης της κλίμακας του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πιθανότατα θα προκύψει μια άλλη χρηματοοικονομική κρίση από αυτή την άποψη.
Ο Donald Trump και ο κινέζος πρόεδρος Xi Jinping γνωρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον των χωρών τους να αποφύγουν μια παγκόσμια κρίση κι έτσι έχουν κίνητρο να οδηγηθούν σε έναν συμβιβασμό τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, και οι δύο πλευρές εξακολουθούν να επιδεινώνουν την εθνικιστική ρητορική.
Είναι πιθανό ότι οι Trump και Xi θα συναντηθούν για συνομιλίες κατά την σύνοδο κορυφής της G20 στις 28-29 Ιουνίου στην Οσάκα.
Αλλά ακόμη και αν συμφωνήσουν να ξεκινήσουν εκ νέου διαπραγματεύσεις, μια εκτεταμένη συμφωνία για την επίλυση των πολλών σημείων διαμάχης τους θα απέχει πολύ.
Καθώς οι δύο πλευρές απομακρύνονται, ο χώρος συμβιβασμού συρρικνώνεται και αυξάνεται ο κίνδυνος παγκόσμιας ύφεσης και κρίσης σε μια ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομία.