Επισκεπτόμενος την Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα, μου έκανε εντύπωση πόσο κοινότυπες έχουν γίνει οι κουβέντες για έναν πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η συζήτηση αυτή τροφοδοτείται από δηλώσεις Αμερικανών στρατηγών που μιλούν ανοιχτά για πιθανές ημερομηνίες έναρξης των εχθροπραξιών.
Οι δηλώσεις αυτές, αν και απερίσκεπτες, δεν ήρθαν από το πουθενά. Αποτελούν αντανάκλαση της ευρύτερης συζήτησης που λαμβάνει χώρα στην Ουάσιγκτον για την Κίνα, εντός και εκτός κυβέρνησης. Πολλοί άνθρωποι με επιρροή φαίνεται να πιστεύουν ότι ένας πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας δεν είναι απλώς δυνατός αλλά και πιθανός.
Η ρητορική του Πεκίνου είναι επίσης επιθετική. Τον περασμένο μήνα, ο Τσιν Γκανγκ, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, δήλωσε ότι «αν η αμερικανική πλευρά δεν πατήσει φρένο και συνεχίσει στο ίδιο εσφαλμένο μονοπάτι… η αντιπαράθεση και η σύγκρουση» μεταξύ των δύο κρατών είναι αναπόφευκτη.
Καθώς προσπαθούν να σταθεροποιήσουν τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, Αμερικανοί αξιωματούχοι μελετούν τώρα τον Ψυχρό Πόλεμο – όχι ως προειδοποίηση, αλλά ως δυνητικό μοντέλο. Κάποιοι αναφέρουν την περίοδο του κατευνασμού τη δεκαετία του 1970 ως παράδειγμα στρατηγικής σταθερότητας – όπου δύο εχθρικές υπερδυνάμεις, και οι δύο οπλισμένες σαν αστακοί, έμαθαν να ζουν η μία με την άλλη χωρίς να πάνε σε πόλεμο.
Ο κατευνασμός επιτεύχθηκε μόνο αφού είχαν περάσει οι επικίνδυνες κρίσεις στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου.
Ήταν μόνο μετά από αυτό που ένας Αμερικανός αξιωματούχος αποκαλεί «επιθανάτια εμπειρία» της πυραυλικής κρίσης στην Κούβα το 1962, ενδεχομένως το κοντινότερο που έχει φτάσει ποτέ ο κόσμος σε έναν κανονικό πυρηνικό πόλεμο, που η Ουάσιγκτον και η Μόσχα αναγνώρισαν την ανάγκη να σταθεροποιήσουν τη σχέση τους.
Mια «ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας» εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο του 1963. Ο σοβιετικός και ο αμερικανικός στρατός άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους σε πιο τακτική βάση για να διαλύσουν τους φόβους για στρατιωτικές ασκήσεις ή πιθανές πυραυλικές επιθέσεις. Οι ΗΠΑ έχουν καλέσει την Κίνα να δημιουργηθούν παρόμoια «προστατευτικά κιγκλιδώματα» για να αποτραπεί ο κίνδυνος τυχαίας σύγκρουσης.
To Πεκίνο, ωστόσο, δεν δείχνει πρόθυμο. Τα σχόλια του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών για τον κίνδυνο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης έγιναν στο πλαίσιο μιας ρητής απόρριψης της αμερικανική πρότασης για «προστατευτικά κιγκλιδώματα», η οποία είναι, όπως είπε, απλώς ένας τρόπος να αναγκαστεί η Κίνα «να μην απαντά όταν δυσφημείται ή δέχεται επίθεση».
Η αντίρρηση της κυβέρνησης του Σι είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να θεσμοθετήσει αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις τις οποίες η Κίνα θεωρεί παράνομες. Όπως το βλέπουν οι Κινέζοι, οι ΗΠΑ δεν έχουν δουλειά να υπόσχονται να υπερασπιστούν την Ταϊβάν (μια ανυπάκουη επαρχία κατά τη γνώμη τους) ή να διεξάγουν ναυτικές επιχειρήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα, την οποία το Πεκίνο διεκδικεί σχεδόν ολόκληρη. Όπως το έχει θέσει ένας αξιωματούχος της Ουάσιγκτον: «Πιστεύουν ότι οι εκκλήσεις μας για προστατευτικά κιγκλιδώματα είναι σαν να δίνεις μια ζώνη ασφαλείας σε έναν οδηγό που τρέχει».
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, βλέπουν την Κίνα σαν έναν επικίνδυνο οδηγό. Αμερικανοί αξιωματούχοι επικαλούνται τη μακροχρόνια στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας ανάπτυξης του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας. Η Κίνα έχει επίσης εντείνει τις στρατιωτικές της ασκήσεις στα ανοικτά των ακτών της Ταϊβάν, οι οποίες μοιάζουν όλο και περισσότερο με πρόβες εισβολής.
Η εκτίμηση των ΗΠΑ για τις πολιτικές και στρατηγικές προθέσεις στις οποίες βασίζονται αυτές οι κινήσεις είναι ζοφερή. Αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι ο Σι Τζινπίνγκ αποφάσισε ότι η «επανένωση» της ηπειρωτικής Κίνας και της Ταϊβάν πρέπει να είναι το επίκεντρο της κληρονομιάς του. Πιστεύουν επίσης ότι είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία για να εξασφαλίσει αυτόν τον στόχο και ότι έχει πει στον στρατό του να είναι έτοιμος μέχρι το 2027. Εάν αυτό είναι αλήθεια, η τοποθέτηση «προστατευτικών κιγκλιδωμάτων» δεν θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την ειρήνη.
Έτσι, εκτός από την προσπάθεια επανεκκίνησης του τακτικού διαλόγου, οι Αμερικανοί προσπαθούν να αλλάξουν τους υπολογισμούς του Σι για το κόστος και τα οφέλη από τη χρήση στρατιωτικής βίας. Αυτό σημαίνει συνεργασία με συμμάχους για την ενίσχυση της αποτροπής στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει ότι αυτό εξελίσσεται καλά. Επισημαίνει τις σημαντικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες της Ιαπωνίας, την υπογραφή της συνθήκης Aukus μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, την αυξανόμενη εγγύτητα της σχέσης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Δελχί, την ενίσχυση του Quad — που συνδέει την Αμερική, την Ινδία, την Ιαπωνία και την Αυστραλία και την απόφαση των Φιλιππίνων να επιτρέψουν στις ΗΠΑ ενισχυμένη πρόσβαση σε βάσεις κοντά στην Ταϊβάν.
Όπως λέει ένας Αμερικανός αξιωματούχος με σιωπηλή ικανοποίηση: «Έχουμε βάλει πολλούς βαθμούς στο ταμπλό».