Όταν υπάρχει καλή θέληση, δεν υπάρχει πρόβλημα που να μη λύνεται. Αυτό αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, από τις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα της διένεξης μεταξύ της κυβέρνησης του Όρμπαν στην Ουγγαρία με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών για το θέμα των ανοιχτών συνόρων.
Υπενθυμίζουμε ότι εδώ και χρόνια – πάνω από μια δεκαετία – οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Όρμπαν δέχονται επιθέσεις από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών για τη στάση τους ενάντια στα ανοιχτά σύνορα. Πιο πρόσφατα, τον Ιούνιο που μας πέρασε, το ευρωπαϊκό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που επιβάλλει πρόστιμο 200 εκατομμυρίων Ευρώ συν ένα εκατομμύριο την ημέρα για την παραβίαση των κανόνων ασύλου της Ε.Ε.
Εδώ βρισκόμαστε για μία ακόμη φορά αντιμέτωποι με τη σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία των μη εκλεγμένων υπερεθνικών γραφειοκρατιών και τη λαϊκή εξουσία. Όπως έχουν αποδείξει οι επανειλημμένες εκλογικές νίκες του Όρμπαν – παρά τις αντιλαϊκές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει, σε αρμονία αυτή τη φορά με τις ευρωπαϊκές αρχές, η σύγκρουσή του με τις πολιτικές ανοιχτών συνόρων της Ε.Ε. – πολιτικές οι οποίες επιβάλλονται σε όλες τις χώρες χωρίς ποτέ και πουθενά να έχουν υποβληθεί στην κρίση της λαϊκής θέλησης – έχουν τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των Ούγγρων. Οι διαδοχικές εκλογικές νίκες του έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή κάθε φορά σύσσωμοι οι υπερεθνικοί μηχανισμοί κινητοποιούν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον του. Ο Όρμπαν – αντιδημοκράτης κατά τους γραφειοκράτες της Ε.Ε. και τα ΑΡΔάκια που καθοδηγούν, επιλέγει “δυστυχώς” να ακολουθήσει τη θέληση της πλειοψηφίας και όχι των μη εκλεγμένων γραφειοκρατών διαφόρων υπερεθνικών κέντρων.
Ας λεχθεί εν παρόδω, αν και είναι εκτός θέματος του άρθρου αυτού, ότι ο Όρμπαν έχει κάνει και δεύτερο μείζον διαρκές έγκλημα, πέρα από την αντίθεσή του στην κατάργηση των εθνικών συνόρων: Αντί να συνταχθεί με τους δυτικούς οργανισμούς των οποίων η χώρα του αποτελεί μέλος (Ε.Ε.., ΝΑΤΟ) ενάντια στη Ρωσία και υπέρ του ναρκομανούς νεοναζί δικτάτορα του Κιέβου, επέλεξε να υπερασπίσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του διατηρώντας τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Σε αυτόν, όπως και σε άλλους τομείς, η στάση του δεν υπήρξε αταλάντευτη, αφού επεδίωξε να έρθει σε συμφωνία με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Η τελευταία όμως του έδειξε ότι απαιτεί πλήρη υποταγή, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να δεχθεί (αν το δεχόταν, το πιθανότερο είναι να είχε την τύχη του Μιλόσεβιτς ή του Καντάφι).
Για να επανέλθουμε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου, ο Όρμπαν αν και παρήλθε η καθορισμένη από το δικαστήριο προθεσμία, δεν έχει εγκρίνει την πληρωμή του προστίμου. Δεν είναι βέβαια δυνατόν και να αλλάξει στάση στο θέμα των συνόρων, το οποίο αποτελεί κεντρικό σημείο του πολιτικού προγράμματος με το οποίο εκλέγεται. Αν έκανε κάτι τέτοιο, δε θα ήταν καλύτερος από διάφορους Ζελένσκι και Τσίπρες, στους οποίους εντελώς άδικα ΔΕΝ δόθηκε τιμητικό χρυσό μετάλλιο στο άθλημα τις κυβιστήσεως στην τελευταία ολυμπιάδα (ελπίζουμε ότι στην επόμενη θα εισαχθεί ως ολυμπιακό άθλημα η κυβίστηση, στη θέση του μπρεηκ ντάνσιγκ που θα αφαιρεθεί από τον κατάλογο των αγωνισμάτων).
Φαινόταν λοιπόν ότι η κατάσταση οδεύει προς αδιέξοδο και σύγκρουση. Ευτυχώς όμως, όπως λένε οι αμερικάνοι, “where there is a will there is a way”: Όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος. Ο Όρμπαν βρήκε λύση που λογικά θα πρέπει να ικανοποιήσει τόσο το λαό του, όσο και τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Η λύση που βρέθηκε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σολομώντεια: Οι Ούγγροι δε θέλουν ανοιχτά σύνορα από τη μιά, οι Βρυξέλλες δε θέλουν να εμποδίζεται η είσοδος λαθρομεταναστών στο ευρωπαϊκό έδαφος από την άλλη.
Την Πέμπτη που πέρασε, ο Gergely Gulyás, διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου, δήλωσε: “Οι Βρυξέλλες θέλουν να μας υποχρεώσουν, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος, να επιτρέψουμε την είσοδο [λαθρο]μεταναστών… Αν συνεχίσουν να μας επιβάλλουν κανονισμούς που κάνουν αδύνατο να εμποδίσουμε την είσοδο μεταναστών, θα προσφέρουμε σε όλους τους μετανάστες δωρεάν μεταφορά στις Βρυξέλλες… Η Ουγγαρία δεν επιθυμεί να πληρώνει στο διηνεκές αυτό το πρόστιμο, επομένως θα επιτρέψουμε στους ανθρώπους να μπαίνουν στη χώρα αν θέλουν και θα τους δίνουμε από ένα δωρεάν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Βρυξέλλες. Αν οι Βρυξέλλες θέλουν μετανάστες, μπορούν να τους έχουν”.
Την επόμενη ημέρα, ο Bence Rétvári, βουλευτής και γραμματέας του υπουργείου ανθρωπίνων πόρων, επανέλαβε την απόφαση σε συνέντευξη τύπου που έδωσε, μπροστά από μια σειρά λεωφορείων με ταμπέλα “Röszke–Brüsszel”. Τα λεωφορεία αυτά, σύμφωνα με τις πινακίδες τους, θα εκτελούν το δρομολόγιο από τα σύνορα της Ουγγαρίας με τη Σερβία προς τις Βρυξέλλες.
Στον κόσμο που ζούμε, που συνεχώς ξεσπούν νέες συγκρούσεις για το τίποτα, είναι ανακουφιστικό να βλέπουμε κάπου να επικρατεί η σωφροσύνη και να δίνεται μία λύση που δε μπορεί παρά να ικανοποιήσει όλους τους εμπλεκόμενους.
Η Ουγγρική κυβέρνηση, με τη λύση που δίδεται, παραμένει πιστή στο πρόγραμμα με το οποίο εξελέγη. Αυτό, εκτός του ότι ικανοποιεί την ίδια, δε μπορεί παρά να ευχαριστήσει και τις ευρωπαϊκές αρχές που – όπως σε κάθε ευκαιρία δηλώνουν – δίνουν μεγάλο βάρος στους κανόνες της δημοκρατίας.
Οι λαθρομετανάστες που μέχρι τώρα εμποδιζόντουσαν να μπουν στην Ουγγαρία είναι βέβαιο ότι θα είναι ενθουσιασμένοι: προφανώς η επιθυμία τους δεν ήταν να μπουν ειδικά στην Ουγγαρία, όπου είναι ανεπιθύμητοι, αλλά στην Ε.Ε. Το να προωθηθούν στις φιλικές προς τους τριτοκοσμικούς λαθρομετανάστες Βρυξέλλες δε μπορεί παρά να το θεωρήσουν πραγματοποίηση του ονείρου της ζωής τους.
Από τη μεριά τους, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών, κερδίζουν με έναν σμπάρο πολλά τρυγόνια: Αφ’ ενός παίρνουν τους μετανάστες τους οποίους θεωρούν “ευλογία Θεού”*, τόσο που θέλουν να τους επιβάλλουν σε όλες τις υποτελείς χώρες, για το καλό τους βέβαια. Από την άλλη, θα έχουν τη χαρά να πάρουν τους λαθρομετανάστες στην ίδια τη χώρα τους όπου θα μπορούν να τους περιβάλλουν άμεσα με τη στοργή τους, χωρίς αυτή να διαμεσολαβείται από το δύστροπο Όρμπαν και τους οπισθοδρομικούς συνεργάτες του. Τρίτον, παραμένει αλώβητη η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία πιστεύουμε ότι είναι αναπόσπαστο τμήμα των Ευρωπαϊκών ιδεωδών – εκτός αν τα τελευταία περιλαμβάνουν πλέον μόνον τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙΞΦΡΤΖ+.
* Ο χαρακτηρισμός των λαθρομεταναστών ως “ευλογία Θεού πρωτοχρησιμοποιήθηκε, απ’ όσο γνωρίζουμε, από τον “δικό μας” – γνωστό για τις προοδευτικές και φιλολαϊκές του τοποθετήσεις – Στέφανο Μάνο, στις 17/4/1997. Ο Ίνγκο Κράμερ, πρόεδρος του Γερμανικού Συνδέσμου Εργοδοτών, χρησιμοποίησε σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση (“Ευλογία οι μετανάστες που φτάνουν στη Γερμανία”) 18 χρόνια μετά