Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είχε να επιλέξει. Πρώτον, να υπογράψει το νόμο του νέου Πόθεν Έσχες τον οποίο ψήφισε η Βουλή και να αφήσει τον Γενικό Εισαγγελέα
να διαμαρτύρεται γιατί τον συμπεριέλαβαν σε εκείνους τους αξιωματούχους που οφείλουν να υποβάλλουν κατάσταση των περιουσιακών τους στοιχείων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Πρόεδρος θα σεβόταν την κοινωνία, η οποία απαιτεί διαφάνεια στην οικονομική κατάσταση κάθε χρυσοπληρωμένου αξιωματούχου ώστε να μπορεί να ελέγχεται για ενδεχόμενο αθέμιτο πλουτισμό.
Δεύτερον, να αποστείλει το νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο, ικανοποιώντας τον μακράς διάρκειας πόλεμο των Εισαγγελέων για να μην περιληφθούν στο νόμο και να βρεθεί σε σύγκρουση με την κοινωνία.
Δυστυχώς, επέλεξε το δεύτερο. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά, πως όσα διακήρυττε προεκλογικά ήταν σκέτα φούμαρα. Ενδεχόμενος ισχυρισμός ότι από την στιγμή που η Νομική Υπηρεσία γνωματεύει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, όφειλε να συμπλεύσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής δικαιολογία και θα επεξηγηθεί στη συνέχεια το γιατί.
Πριν από αυτό, όμως, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε το έντονο παρασκήνιο, που για πολύ χρόνο λάμβανε χώρα ώστε στην απόφασή της η Βουλή να εξαιρούσε τους Εισαγγελείς και να τους ενέτασσε στην ίδια κατηγορία με τους δικαστές, οι οποίοι αυτοελέγχονται και τα στοιχεία τους δεν δημοσιοποιούνται. Ένα παρασκήνιο το οποίο επανειλημμένως είχε επισημάνει η στήλη.
Επιπροσθέτως, υπενθυμίζουμε την επιστολή την οποία είχαν αποστείλει στους πολιτικούς αρχηγούς και στον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών, όπου συζητείτο η τροποποίηση του περιβόητου πόθεν έσχες.
Ανέφεραν μεταξύ άλλων: «…αφουγκραζόμενοι την απαίτηση της κοινωνίας για έλεγχο των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα (…) η Νομική Υπηρεσία έχει αποφασίσει όπως προωθήσει διαδικασία “αυτορρύθμισης” του Πόθεν Έσχες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι Δικαστές… Θα υποβάλλεται δήλωση των περιουσιακών στοιχείων του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και των συζύγων τους και των ανηλίκων τέκνων τους, με τα ίδια ακριβώς στοιχεία που ζητούνται από τους δικαστές, στον πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».
Και πρόσθεταν: «Δεν θα δημοσιοποιούνται, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και αυτά των δικαστών, καθώς ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας διαφοροποιούνται από τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, αφού υπηρετούν έναν ανεξάρτητο θεσμό μακριά από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή. Η δημοσιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων (…) δεν θα εξυπηρετούσε τη διαφάνεια, αλλά αντίθετα θα υπέβαλλε (…) στην άσκοπη και αδικαιολόγητη υποχρέωση να εκτίθενται πλέον, ως εάν να ήταν πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, στη δημοσιότητα και θα τους υποχρέωνε σε δημόσιο διάλογο προς αποκατάσταση της αλήθειας, ώστε να αντιμετωπίσουν κακόπιστα αναληθή σχόλια και τη δημιουργία της οποιασδήποτε εσφαλμένης και παραπλανητικής εικόνας…».
Προσέξτε πού στηρίζουν την μανιώδη αντίδρασή τους οι Εισαγγελείς. Θεωρούν τους εαυτούς τους ότι ανήκουν στην κατηγορία των δικαστών. Είναι, όμως, έτσι; Φυσικά και δεν είναι δικαστές. Αν ήσαν δεν θα ανήκαν σε ανεξάρτητο θεσμό. Άλλωστε, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι δικηγόρος και ηγείται του Δικηγορικού Σώματος, καθότι επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Σε πολλές υποθέσεις έρχεται σε σύγκρουση με τους δικαστές.
Η μανία με την οποία πολεμούν την εν λόγω προοπτική του ελέγχου τους προκαλεί μέγιστη απορία. Ειδικά όσον αφορά το θέμα της δημοσιοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων. Αν αφουγκράζονταν ορθά την απαίτηση της κοινωνίας (όπως αναφέρουν στην επιστολή τους) έπρεπε, ακόμη και οικειοθελώς, να προσφερθούν να υποβάλλουν τα στοιχεία τους και να δημοσιοποιούνται. Χωρίς να εννοούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό εναντίον τους, είναι σαφές ότι η ρήση «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» φαντάζει σαν λαμπρός καθοδηγητικός φάρος.
Η όποια επιχειρηματολογία των Εισαγγελέων για εξαίρεσή τους από τον εν λόγω νόμο καταρρίπτεται πλήρως από την μαύρη σελίδα η οποία έχει προστεθεί προ ετών στη «βίβλο» της Νομικής Υπηρεσίας. Με εκείνη τη φυλάκιση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για υπόθεση διαφθοράς. Έκτοτε, οποιοσδήποτε διοριζόμενος, έπρεπε αυτοβούλως να προβαίνει σε πόθεν έσχες. Ακόμη και αν δεν υπήρχε νόμος να τους υποχρεώνει. Μόνο έτσι θα μπορούσε να διαλυθεί η σκιά πάνω από τη σεβαστή Νομική Υπηρεσία.
Πάμε, όμως, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν αφουγκραζόταν την απαίτηση της κοινωνίας για διαφάνεια και αν αντιλαμβανόταν την υποχρέωση η οποία προκλήθηκε εξαιτίας της καταδίκης του Ρίκκου, θα έκλεινε τ’ αφτιά στην αντίδραση των Εισαγγελέων.
«Ο Πρόεδρος οφείλει να εφαρμόσει όσα διακήρυττε προ της εκλογής του. Να υπογράψει το νόμο. Αν οι δύο Εισαγγελείς πιστεύουν ότι είναι αντισυνταγματικός, ας αποταθούν οι ίδιοι στο Ανώτατο και να βρεθούν εκείνοι σε σύγκρουση με την κοινωνία». Αυτό επεσήμανε η στήλη προ τριών εβδομάδων όταν αποκάλυπτε το παρασκήνιο το οποίο ελάμβανε χώρα στο Προεδρικό ώστε να ευνοηθούν οι Εισαγγελείς.
Ο κ. Χριστοδουλίδης επέλεξε την πεπατημένη. Δεν υπέγραψε το νόμο. Ευνόησε τους πρώην συναδέλφους του υπουργούς στην κυβέρνηση Αναστασιάδη, οι οποίοι γνωμάτευσαν για τον εαυτό τους! Προτίμησε να βρεθεί σε σύγκρουση με την απαίτηση της κοινωνίας. Αυτή και αν είναι «ανάρμοστη συμπεριφορά» κύριε Χριστοδουλίδη!