Πώς το βατερλό του Μερτς ταράζει και την Ευρώπη – Προβληματισμός για την ανθεκτικότητα της γερμανικής κυβέρνησης

71

Η 6η Μαΐου υποτίθεται ότι θα ήταν η μέρα που μια ισχυρή γερμανική κυβέρνηση υπό τον Φρίντριχ Μερτς θα ωθούσε τη Γερμανία σε μια νέα εποχή, επανεκκινώντας την ευρωπαϊκή δυναμική εν μέσω παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής αστάθειας υπό τη βαριά σκιά του «Τραμπ 2.0». Αντ’ αυτού, ο ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) υπέστη μια άνευ προηγουμένου πανωλεθρία στην Μπούντεσταγκ, καθώς οι βουλευτές αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν τον ηγετικό του ρόλο από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας.

Η αποτυχία του οφείλεται σε 18 διαρροές από το κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU ή αλλιώς Κομμάτων της Ενωσης) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) που στηρίζει τον Μερτς μετρά συνολικά 328 έδρες (επί συνόλου 630), αλλά μόλις 310 βουλευτές ψήφισαν υπέρ του στον πρώτο γύρο. Για την εκλογή καγκελαρίου απαιτούνται 316 ψήφοι, τις οποίες ο Μερτς κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει στον δεύτερο γύρο. Ωστόσο, η πολιτική ζημιά είχε ήδη γίνει.

Ο Μερτς, ο οποίος κάλεσε την ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ «να μείνει μακριά από τη γερμανική πολιτική σκηνή», μπορεί να απέφυγε μια μεγαλύτερη κρίση, αλλά ξεκίνησε τη θητεία του με αρνητικό πρόσημο. Από την πρώτη του κιόλας μέρα στην καγκελαρία αμφισβητήθηκε από τους βουλευτές του κυβερνητικού του συνασπισμού.

Τα σενάρια για το φιάσκο

Η περίπτωσή του καταδεικνύει ακόμη μία φορά το ευρωπαϊκό έλλειμμα ισχυρών ηγεσιών: όσο ο Μερτς τελεί υπό άτυπη «ομηρία» των 18 «ανταρτών» στην Μπούντεσταγκ, ο Εμανουέλ Μακρόν προσπαθεί να ισορροπήσει στην εύθραυστη κυβέρνηση της Γαλλίας και ο Κιρ Στάρμερ παρακολουθεί τα ποσοστά του  Νάιτζελ Φάρατζ να εκτινάσσονται. Παράλληλα, το γεγονός ότι μία από τις σημαντικότερες θέσεις εξουσίας στην Ευρώπη βρίσκεται υπό αμφισβήτηση αναμένεται να προκαλέσει περαιτέρω «πονοκέφαλο» στη γηραιά ήπειρο.

Το ιστορικών διαστάσεων φιάσκο στη γερμανική Βουλή σημειώθηκε μία ημέρα μετά την πανηγυρική υπογραφή της κυβερνητικής συμφωνίας με το SPD, έπειτα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις τεσσάρων εβδομάδων. Επειδή η ψηφοφορία ήταν μυστική, κανείς δεν ξέρει αν οι αρνητικές ψήφοι προέρχονται από τον συνασπισμό CDU /CSU, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ή και από τα δύο.

Η σεναριολογία είναι έντονη στα ΜΜΕ και επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το κλίμα μεταξύ των δύο εταίρων. Το μεγάλο ερώτημα –εκτός από το πώς θα κυβερνήσει ύστερα από αυτό το πολιτικό σοκ– είναι γιατί οι εν λόγω βουλευτές θεώρησαν σκόπιμο να στείλουν μήνυμα με το «καλημέρα» στον Μερτς.

Οι βασικές υποψίες, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα «Bild», στράφηκαν στη συμπρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών Σάσκια Εσκεν, η οποία φέρεται ενοχλημένη από το γεγονός ότι δεν συμπεριελήφθη στο υπουργικό συμβούλιο. Δεν αποκλείονται όμως και κάποιοι βουλευτές της συντηρητικής παράταξης, οι οποίοι θεωρούν δημοσιονομική σπάταλη την προγραμματική συμφωνία για χαλάρωση του «φρένου χρέους» και τη σύσταση ενός ταμείου μισού δισ. ευρώ για επενδύσεις σε υποδομές.

Αλλος ένας παράγοντας θα μπορούσε να είναι η απόφαση του Μερτς να σπάσει ένα μακροχρόνιο πολιτικό ταμπού και να προχωρήσει σε σιωπηλή σύμπλευση με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) προκειμένου να «περάσει» μια αυστηρότερη νομοθεσία στο μεταναστευτικό, η οποία τελικά συνάντησε μπλόκο από σημαντικό αριθμό βουλευτών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι διαφωνούντες ήθελαν να στείλουν μήνυμα στον ηγέτη του SPD Λαρς Κλινγκμπάιλ και όχι στον Μερτς.

Πανηγύρισε το AfD

Το βατερλό του Μερτς έδωσε ώθηση στο ακροδεξιό AfD, το οποίο μόλις πριν από λίγες ημέρες είχε χαρακτηριστεί «εξακριβωμένα ακροδεξιά» οργάνωση από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV). Για τους διεθνείς αναλυτές το σημάδι εσωτερικής αστάθειας της 6ης Μαΐου παρέχει περαιτέρω ευκαιρίες στο AfD να παρουσιάσει τα υπόλοιπα κόμματα ως «μέρος του κατεστημένου», το οποίο μπορεί να παραμεριστεί μόνο από την ακροδεξιά. Οπως ήταν αναμενόμενο, μετά την πρώτη ήττα του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών η επικεφαλής του κόμματος Αλις Βάιντελ ζήτησε την παραίτηση του Μερτς και πρόωρες εκλογές.

Εν τω μεταξύ, η κίνηση της BfV πυροδότησε έντονη συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με το ενδεχόμενο απαγόρευσης του κόμματος, το οποίο στις ομοσπονδιακές εκλογές του Φεβρουαρίου κέρδισε τη δεύτερη θέση με 21%, πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες και μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες. Από την πλευρά του, το AfD –ενισχύει συνεχώς τα ποσοστά του και παράλληλα εμφανίζεται να έχει την υποστήριξη σύσσωμης της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ– προσέφυγε, όπως είχε αναγγείλει, στη Δικαιοσύνη εναντίον της BfV. Με προειδοποιητική επιστολή προς την υπηρεσία είχε ζητήσει προηγουμένως τη διαγραφή και τη διόρθωση της ταξινόμησης, τονίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση σκοπεύει να κινηθεί νομικά.

Προκειμένου μάλιστα να επισπεύσει τη διαδικασία ζήτησε από το δικαστήριο προσωρινή διαταγή βάσει της οποίας θα σταματήσει να αντιμετωπίζεται ως «εξακριβωμένα ακροδεξιά» οργάνωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σχετικά με τα μέσα παρακολούθησής του από τις κρατικές υπηρεσίες. Απείλησε επίσης την υπηρεσία εσωτερικών πληροφοριών της Γερμανίας με «πρόστιμο έως και 10.000 ευρώ για κάθε πιθανή παραβίαση» και κατήγγειλε ότι η απόφασή της «έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο στον ενάγοντα όσο και στην ίδια τη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας