Στις 16 Αυγούστου το κοινοβούλιο της Πολωνίας πέρασε έναν νόμο που επιτρέπει να διεξαχθεί και ένα πανεθνικό δημοψήφισμα παράλληλα με τις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου.
Στο δημοψήφισμα αυτό το κυβερνών κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης θα καλέσει τους ψηφοφόρους να απαντήσουν σε τέσσερα ερωτήματα: Εάν υποστηρίζουν την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, εάν συμφωνούν με ένα υψηλότερο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης, εάν επιθυμούν να αποσυναρμολογηθεί ο φράχτης που έχει τοποθετηθεί στα σύνορα με τη Λευκορωσία και εάν αποδέχονται το ενδεχόμενο να έρθουν χιλιάδες μετανάστες στο πλαίσιο μιας συμφωνίας για το μεταναστευτικό με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο στόχαστρο ο Ντόναλντ Τούσκ και η… Γερμανία
Το δημοψήφισμα αυτό δεν είναι άσχετο από τον τρόπο με τον οποίο το κυβερνών Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) προσπαθεί να χαράξει τις διαχωριστικές γραμμές ενόψει των εκλογών της 15ης Οκτωβρίου.
Σε βίντεο που κυκλοφόρησε το PiS, πριν ακόμη η Βουλή επικυρώσει ότι θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα,εμφανίζεται ο ηγέτης του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι να θέτει το πρώτο ερώτημα «Υποστηρίζετε την πώληση κρατικών επιχειρήσεων;».
Το ερώτημα αυτό σχετίζεται με τον συνολικό τρόπο που η τρέχουσα Πολωνική κυβέρνηση έχει στοχοποιήσει τον ηγέτη του βασικού σχηματισμού της αντιπολίτευσης, τον Ντόναλντ Τουσκ, που διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας από το 2007 έως το 2014, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από το 2014 έως το 2019 και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος από το 2019 έως το 2022.
Μάλιστα, στο συγκεκριμένο βίντεο εμφανίζεται ο Κατσίνσκι να δηλώνει ότι πρέπει οι απλοί Πολωνοί να αποφασίσουν εάν θα υπάρξουν ιδιωτικοποιήσεις και όχι οι Γερμανοί πολιτικοί, που κατά τον Καζίνσκι προσπαθούν να φέρουν τον Τουσκ πίσω στην εξουσία για να ξεπουλήσει τον εθνικό πλούτο της Πολωνίας στους Γερμανούς.
«Για εμάς, η φωνή των απλών Πολωνών είναι πάντα αποφασιστική», ακούγεται να λέει στο συγκεκριμένο βίντεο ο Κατσίνσκι, για να συμπληρώσει: «Η φωνή των ξένων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών, δεν έχει καμία σημασία». Και για να υπάρχει αμφιβολία ακούγεται να λέει: «Οι Γερμανοί θέλουν να εγκαταστήσουν τον Τουσκ στην Πολωνια για να ξεπουλήσουν την κοινή περιουσία».
Ουσιαστικά, ο Κατσίνσκι επενδύει σε ένα αντι-γερμανικό αντανακλαστικό που παραμένει πολύ έντονο στην Πολωνία, όπου είναι νωπή η μνήμη της γερμανικής Κατοχής, παρά σε κάποια γενική αντίθεση στις ιδιωτικοποιήσεις.
Άλλωστε, η Πολωνική κυβέρνηση έχει η ίδια προχωρήσει στην πώληση μεριδίων σε κρατικές επιχειρήσεις σε ξένες εταιρείες. Πολύ πρόσφατα αποφάσισαν – και μάλιστα χωρίς καν διαγωνισμό – την πώληση μεριδίου 30% ενός διυλιστηρίου στην σαουδαραβική Aramco και την ουγγρική MOL.
Παρότι ο ίδιος ο Τουσκ δεν έχει κάνει κάποια αναφορά σε σχέδια για ιδιωτικοποιήσεις, ο Κατσίνσκι συμπεριέλαβε στο συγκεκριμένο βίντεο και ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του οικονομολόγου Βογκουσλάβ Γκραμπόφσκι στην οποία υποστήριζε την ιδέα να ιδιωτικοποιηθεί η πολωνική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Orlen. Ο Γκραμπόφσκι ήταν μέλος του συμβουλίου οικονομολόγων που συμβούλευε τον Τουσκ όταν ήταν πρωθυπουργός.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή το κυβερνών Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης έχει κατηγορήσει τον Τουσκ και για φιλορωσική στάση, δηλαδή ουσιαστικά τον κατηγορεί ότι εκπροσωπεί ταυτόχρονα τα συμφέροντα της ΕΕ (θυμίσουμε ότι η Πολωνία είναι στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών αρχών για παραβιάσεις ζητημάτων κράτους δικαίου), της Γερμανίας και της Ρωσίας.
Υπενθυμίζουμε πως όταν το 2010 είχε γίνει το αεροπορικό δυστύχημα στο οποίο έχασε τη ζωή του ο αδελφός, του Λεχ, που τότε ήταν πρόεδρος της Πολωνίας, ο Κατσίνσκι είχε κατ’ επανάληψη κατηγορήσει τον Τουσκ, που τότε ήταν πρωθυπουργός, ότι είχε συνωμοτήσει με τη Ρωσία για να σκοτωθεί ο αδελφός του.
Παίζοντας με τους φόβους του εκλογικού ακροατηρίου
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το PiS προηγείται με περίπου έξι μονάδες του σχηματισμού του οποίου ηγείται ο Ντόναλντ Τουσκ. Όμως, το ποσοστό του θα είναι μάλλον μικρότερο αυτού που πήρε στις προηγούμενες εκλογές. Επομένως, για να διατηρήσει την εξουσία για τρίτη συνεχόμενη θητεία θα χρειαστεί μια διαπραγμάτευση με μικρότερα κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Σε αυτό το φόντο, το PiS φαίνεται ότι επιλέγει να παίξει με τους φόβους του εκλογικού σώματος και την αίσθηση ότι υπάρχουν διάφορες εξωτερικές και εσωτερικές απειλές για την Πολωνία.
Αυτό εξηγεί και γιατί ένα από τα ερωτήματα του δημοψηφίσματος θα είναι εάν οι Πολωνοί αποδέχονται να υποδεχτούν «χιλιάδες παράνομους μετανάστες από την Μέση Ανατολή και την Αφρική», όπως υποστήριξε ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι σε μήνυμα του στην πλατφόρμα X (το πρώην twitter).
Παρότι η Πολωνία έχει υποδεχτεί πάνω από ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες, εντούτοις δεν επιθυμεί την άφιξη αιτούντων άσυλο από μουσουλμανικές χώρες.
Γι’ αυτό και μαζί με την Ουγγαρία είναι οι δύο χώρες που δεν έχουν αποδεχτεί την απόφαση των υπολοίπων κρατών-μελών της ΕΕ για ένα σύστημα όπου όποιες χώρες δεν αποδέχονται τον αριθμό αιτούντων ασύλου που τους αναλογεί θα πρέπει να καταβάλουν ένα αντίστοιχο ποσό σε ένα κοινό ευρωπαϊκό ταμείο.
Η αντιπολίτευση έχει κατηγορήσει την Πολωνική κυβέρνηση ότι ο λόγος που προωθεί τα δημοψηφίσματα είναι επειδή φοβάται την κοινωνική δυσαρέσκεια για τον αυξημένο πληθωρισμό και τα μέτρα για τον περιορισμό του δικαιώματος στην άμβλωση και άρα αναζητά έναν τρόπο μέσω των δημοψηφισμάτων να χρησιμοποιήσει δημόσιους πόρους για την προεκλογική εκστρατεία του κυβερνώντος κόμματος.