Ποιους φόβους γεννά η ένοπλη αντιπαράθεση Ινδίας – Πακιστάν

108

Του Κώστα Ράπτη

Νοούνται πολεμικά παίγνια μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων; Είναι δυνατόν να παραμείνει οριοθετημένο το “οφθαλμόν αντί οφθαλμού” ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν χωρίς η σύγκρουση να γνωρίσει ανεξέλεγκτη κλιμάκωση; Αποτελεί η κατάσταση στη Νότια Ασία την κρισιμότερη, αλλά και την πιο παραγνωρισμένη, πρόκληση ασφαλείας στον πλανήτη;

Τα ερωτήματα αυτά θέτει η διεθνής κοινότητα, αφότου την Δευτέρα άρχισαν να μιλούν τα όπλα μεταξύ των δύο παραδοσιακών ανταγωνιστών, σε συνέχιση της έντασης που έχει προκαλέσει η πολύνεκρη επίθεση ισλαμιστών ανταρτών εναντίον Ινδών τουριστών στο Παχαλγκάμ του Κασμίρ τον περασμένο μήνα.

Παρά την εικόνα σχετικής εκτόνωσης της κρίσης που επικρατούσε την προηγούμενη εβδομάδα, τα πράγματα πήραν εκρηκτική τροπή με την απόφαση της κυβέρνησης Μόντι στην Ινδία να εξαπολύσει πυραυλικά πλήγματα εναντίον εννέα θέσεων του Πακιστάν (συμπεριλαμβανομένου του υπό πακιστανική διοίκηση τμήματος του Κασμίρ), επικαλούμενη εκτιμήσεις των μυστικών της υπηρεσιών ότι οι δράστες της σφαγής 26 τουριστών στο Παχαλγκάμ “συνδέονται με τρομοκράτες εδρεύοντες στο Κασμίρ”, των οποίων τις υποδομές οι πακιστανικές αρχές απαξιούν να εκριζώσουν.

Το Πακιστάν ανέφερε τον θάνατο 26 πολιτών του και τον τραυματισμό άλλων 46 από τις ινδικές επιθέσεις, ενώ υποστηρίζει ότι από πλευράς του κατέρριψε πέντε μαχητικά αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας της Ινδίας.

Ο ινδικός στρατός, πάλι, ανάφερε ότι 15 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από πυρά πυροβολικού των Πακιστανών κατά μήκος των συνόρων – ή, για να ακριβολογούμε, της προσωρινής γραμμής ανακωχής που χωρίζει τις δύο πλευρές στο Κασμίρ τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες.

Σημειώνεται ότι από τη δεκαετία του ’90 το Πακιστάν και η Ινδία έχουν περιέλθει στην κατηγορία των χωρών που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, παραβιάζοντας το σχετικό ολιγοπώλιο των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι πάντοτε διαφωτιστικά. Όπως συνέβη και με την Ιρλανδία, την Παλαιστίνη και την Κύπρο, η ινδική υποήπειρος βιώνει την βαριά κληρονομιά της αιματηρής διχοτόμησης που επέφερε η υποχώρηση της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας, με την εχθρότητα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν να τροφοδοτείται πάντοτε από την κατάσταση που κατεξοχήν επικρατεί στο Κασμίρ. Η απόφαση του ινδουιστή τοπικού ηγεμόνα να επιλέξει την προσχώρηση στην Ινδία κατά την διχοτόμηση του 1947, μολονότι η περιοχή κατοικείται κατά πλειοψηφία από μουσουλμάνους, επέφερε τον πρώτο πόλεμο μεταξύ των δύο νεοσύστατων κρατών, με το Πακιστάν να καταφέρνει να καταλάβει το ανατολικό τρίτο της επικράτειας του Κασμίρ.

Φυσικά, η διαιώνιση της διαμάχης έχει αποδειχθεί επωφελής για τις κυβερνήσεις και των δύο πλευρών, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να παίζουν το χαρτί του εθνικισμού και ιστορικού “εξωτερικού εχθρού”, προκειμένου να αποκρούσουν τις διεκδικήσεις των λαών τους για περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια και ανάπτυξη στο εσωτερικό.

Στην περίπτωση του Πακιστάν (το οποίο επί δεκαετίες αποτέλεσε πιστό σύμμαχο των ΗΠΑ, αλλά και της Σαουδικής Αραβίας που χρηματοδοτούσε πολιτικές “ισλαμοποίησης”) αυτό μεταφράζεται σε διηνεκή κυριαρχία του στρατού στην πολιτική ζωή, με πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πολιτική αποκαθήλωση και φυλάκιση του δημοφιλούς πρώην πρωθυπουργού Ιμράν Χαν, με τις ιδιόμορφες εθνοκυριαρχικές απόψεις.

Η Ινδία, πάλι, υφίσταται την άνοδο του ινδουιστικού εθνικισμού που εκπροσωπούν ο Ναρέντρα Μόντι, πρωθυπουργός από το 2014, και το κόμμα του, Μπχαρατίγια Τζανάτα. Οι αντιμειονοτικές πολιτικές που συστηματικά εφαρμόζονται κατά της μουσουλμανικής κοινότητας των τουλάχιστον 200 εκατ. ανθρώπων στην Ινδία λειτουργούν ως αποτελεσματικός αντιπερισπασμός σε εκδηλώσεις κοινωνικής δυσαρέσκειας όπως αυτές που αποκάλυψε το ογκώδες κίνημα των Ινδών αγροτών ή οι αποτυχίες της πανδημικής διαχείρισης.

Σημείο καμπής αποτέλεσε η απόφαση του Μόντι να καταλύσει, με μεθόδους αμφίβολης συνταγματικότητας, το καθεστώς αυτόνομης ομόσπονδης πολιτείας του Κασμίρ το 2019, επιβάλλοντας μάλιστα και λοκ-ντάουν στα 4 εκατομμύρια των κατοίκων του.

Αλλά η αναζωπύρωση των εντάσεων αποτελεί ευπρόσδεκτο αντιπερισπασμό και για αρκετούς ακόμη διεθνείς παίκτες. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος λ.χ. από την Δυτική στην Νότια Ασία διευκολύνει το Ισραήλ, το οποίο έχει καλλιεργήσει στενές σχέσεις με την κυβέρνηση Μόντι, στη βάση της κοινής περί “ισλαμικού κινδύνου” αντίληψης και με τη φιλοδοξία δημιουργίας του διαδρόμου IMEC, ο οποίος θα ανταγωνίζεται τους κινεζικούς νέους δρόμους του μεταξιού.

Ομοίως, η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ καταβάλλει προσπάθειες να “στρατεύσει” την Ινδία σε μία περισσότερο αντιπαραθετική στάση προς την Κίνα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει πολλά στο Πακιστάν, για την εξασφάλιση εναλλακτικής “εξόδου” στον Ινδικό Ωκεανό.

Η Ρωσία, πάλι, εταίρος τόσο της Ινδίας όσο και της Κίνας στο πλαίσιο της Ομάδας Brics, επιχειρεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά, αν και παραδοσιακά διατηρεί θερμές σχέσεις με το Δελχί, το οποίο αποτελεί εισαγωγέα στρατιωτικού υλικού από τη Μόσχα, αλλά και διέξοδο, μετά το 2022, παράκαμψης των κυρώσεων στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.

Σημειώνεται ότι μόλις πριν από δύο εβδομάδες συναντήθηκε με τον Μόντι ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς.

Την εικόνα συμπληρώνει η εμπέδωση της εξουσίας των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, στο οποίο ιστορικά “εξήγαγαν” την αντιπαράθεσή τους η Ινδία και το Πακιστάν, υποστηρίζοντας διαφορετικές πλευρές, αλλά και το ζήτημα του Ιράν, το οποίο φιλοδοξεί να συνδεθεί μέσω αγωγού με το Πακιστάν και την Ινδία για την εξαγωγή των υδρογονανθράκων του.

Είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο εργαλειοποιείται η “τρομοκρατία” ότι εκατέρωθεν των συνόρων Ιράν-Πακιστάν δρα ένοπλη αυτονομιστική οργάνωση των Βελούχων (η οποία έχει στραφεί και κατά κινεζικών στόχων), με αποτέλεσμα των Ιανουάριο του 2024 οι δύο χώρες να ανταλλάξουν πλήγματα, εν μέσω μιας ιδιόμορφης “κατανόησης”, στοχοποιώντας θέσεις των ανταρτών στα εδάφη αλλήλων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας