Το διαρκώς εξελισσόμενο ύφος του πιο ριζοσπαστικού και καινοτόμου σκηνοθέτη του κινηματογράφου ενέπνευσε τους πάντες. «Είναι πολύ καλό να κλέβεις πράγματα. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είπε ότι η τέχνη φτιάχνεται από τη λογοκλοπή» όπως έλεγε κι ο ίδιος.
Ξεκινώντας την καριέρα του ως κριτικός κινηματογράφου, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έφερε στις ταινίες του μια τεράστια γνώση του κινηματογράφου και απολάμβανε τις ευκαιρίες να επιδεικνύει ποικίλες κινηματογραφικές επιρροές. Όταν άρχισε να γυρίζει ταινίες, ο Γκοντάρ εξέτασε την ιστορία του κινηματογράφου ως εργαλειοθήκη για να διαμορφώσει το δικό του ξεχωριστό ύφος- το πρώιμο έργο του περιγράφεται συχνά ως «διακειμενική αποδόμηση δημοφιλών αμερικανικών ταινιών του είδους».
Το ντεμπούτο του Γκοντάρ, η ταινία Breathless (Με Κομμένη την Ανάσα, του 1960), είναι ένας θησαυρός κινηματογραφικών αναφορών, από την ονομαστική αναφορά της ταινίας Bob le flambeur (Μπομπ ο Τζογαδόρος, του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, του 1956) μέχρι τον αγαπημένο φόρο τιμής του πρωταγωνιστή Ζαν Πολ Μπελμοντό στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ. Σε όλη την πρώιμη κινηματογραφική του περίοδο, από το Breathless μέχρι το Week End (Γουίκεντ του 1967), τέτοιες υπέροχα δυνατές αναφορές θα είναι πάντα παρούσες στο έργο του.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις επιρροές του Γκοντάρ, καθώς ο ίδιος, ως γνωστόν, απέρριπτε τον κινηματογράφο και αναζητούσε έμπνευση σε πιο μακρινές περιοχές, αγκαλιάζοντας ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, φιλοσοφικών και θεωρητικών ιδεών.
Αυτή η «αναχώρηση», που συχνά αναφέρεται ως η επαναστατική περίοδος του Γκοντάρ, είδε μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στην κινηματογραφική του δημιουργία, με ταινίες όπως το Tout va bien (Όλα πάνε Καλά του 1972) να διαμορφώνονται γύρω από τη μαοϊκή θεωρία και το αυξανόμενο ενδιαφέρον του σκηνοθέτη για την ταξική πάλη.
Η επιστροφή του Γκοντάρ στην παραδοσιακή μυθοπλασία τη δεκαετία του 1980, η οποία σηματοδοτήθηκε από την κυκλοφορία του Sauve qui peut (Ο σώζων ευατόν σωθήτω του 1980), θα ακολουθηθεί από μια βαθύτερη εξερεύνηση της σχέσης μεταξύ κινηματογράφου και ιστορίας, η οποία αναδεικνύεται καλύτερα στο εικονοκλαστικό, οκταμερές βιντεοπροτζεκτ Histoire(s) du cinéma (1988-98).
Οραματιστής, ιδεολόγος, μοναδικός
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930. Γαλλοελβετός στην καταγωγή, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Έγινε γνωστός ως πρωτοπόρος του κινηματογραφικού κινήματος του γαλλικού Νουβέλ Βαγκ της δεκαετίας του 1960 και ήταν αναμφισβήτητα ο πιο επιδραστικός Γάλλος σκηνοθέτης της μεταπολεμικής εποχής με τον αριθμό των ταινιών του να ξεπερνούν τις εκατό. Σύμφωνα με το AllMovie, το έργο του «έφερε επανάσταση στη μορφή της κινηματογραφικής ταινίας» μέσω του πειραματισμού του με την αφήγηση, τη συνέχεια, τον ήχο και την κάμερα».
Κατά τη διάρκεια της πρώιμης καριέρας του ως κριτικός κινηματογράφου ο Γκοντάρ επέκρινε την «παράδοση της ποιότητας» του γαλλικού κινηματογράφου, η οποία έδινε έμφαση στην καθιερωμένη σύμβαση έναντι της καινοτομίας και του πειραματισμού. Σε απάντηση, ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του άρχισαν να γυρίζουν τις δικές τους ταινίες, αμφισβητώντας τις συμβάσεις του παραδοσιακού Χόλιγουντ πέρα από τον γαλλικό κινηματογράφο.
Η παγκόσμια αναγνώριση για τον Γκοντάρ ήρθε με τη μεγάλου μήκους ταινία του «Χωρίς ανάσα» το 1960, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην καθιέρωση του κινήματος του Νέου Κύματος. Το έργο του, όπως λέγαμε και παραπάνω, χρησιμοποιεί συχνά αφιερώματα και αναφορές στην ιστορία του κινηματογράφου και συχνά εξέφραζε τις πολιτικές του απόψεις- ήταν φανατικός αναγνώστης της υπαρξιακής και μαρξιστικής φιλοσοφίας. Μετά το Νέο Κύμα, η πολιτική του είναι πολύ λιγότερο ριζοσπαστική και οι μεταγενέστερες ταινίες του αφορούν την αναπαράσταση και τις ανθρώπινες συγκρούσεις από μια ανθρωπιστική, και μια μαρξιστική οπτική γωνία.
Έξω από κάθε νόρμα
Σε μια δημοσκόπηση του Sight & Sound το 2002, ο Γκοντάρ κατέλαβε την τρίτη θέση στους δέκα καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών των κριτικών. Λέγεται ότι «δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα σώματα κριτικής ανάλυσης από οποιονδήποτε σκηνοθέτη από τα μέσα του εικοστού αιώνα». Ο ίδιος και το έργο του έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην αφηγηματική θεωρία και έχουν «αμφισβητήσει τόσο τις νόρμες του εμπορικού αφηγηματικού κινηματογράφου όσο και το λεξιλόγιο της κινηματογραφικής κριτικής». Το 2010, ο Γκοντάρ τιμήθηκε με τιμητικό βραβείο της Ακαδημίας, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής.
Έχει παντρευτεί δύο φορές, με τις ηθοποιούς Άννα Καρίνα και Αν Βιαζέμσκι, οι οποίες πρωταγωνίστησαν σε αρκετές από τις ταινίες του. Οι συνεργασίες του με την Καρίνα – οι οποίες περιελάμβαναν ταινίες όπως Vivre sa vie (Ζούσε τη Ζωή της του 1962), Bande à part (1964) και Pierrot le Fou (Ο τρελός Πιερό του 1965)- χαρακτηρίστηκαν από το περιοδικό Filmmaker ως «αναμφισβήτητα το πιο επιδραστικό έργο στην ιστορία του κινηματογράφου».
Η Άννα Καρίνα, με τα γαλαζογκρί μάτια μεγάλωσε στη Δανία και έκανε τα πρώτα της βήματα στο Παρίσι με στόχο να γίνει ηθοποιός, επηρεασμένη από τη μητέρα της, η οποία ήταν σχεδιάστρια κοστουμιών του θεάτρου. Βρέθηκε στον χώρο της μόδας, έγινε μοντέλο και το πραγματικό της όνομα Hanne Karin Bayer άλλαξε εν μια νυκτί κατά τις επιταγές του οίκου της Coco Chanel.
Από τον χώρο της διαφήμισης την βρήκε ο Γκοντάρ προτείνοντάς της έναν μικρό ρόλο στο «Με κομμένη την ανάσα». Εκείνη αρνήθηκε τότε. Πεισμωμένος ο Γκοντάρ την ξανακάλεσε λίγους μήνες αργότερα, για να κάνουν τελικά μαζί τον «Μικρό στρατιώτη» του 1960, ένα στιλιστικά προκλητικό, εντόνως πολιτικό σχόλιο για τον πόλεμο της Αλγερίας που απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση Ντε Γκολ για ένα διάστημα. Αυτή ήταν και η παρθενική τους συνεργασία.
«Ήμουν η σύζυγος του Ζαν-Λυκ. Αυτό και μόνο τους έκανε να φοβούνται» θα πει η ίδια στη συνέχεια για τις συνεργασίες της με μεγάλους σκηνοθέτες της εποχής – από τον Ζακ Ριβέτ με τον οποίο έκανε την Καλόγρια και τον Λουκίνο Βισκόντι με τον οποίο γύρισε τον «Ξένο» ως τον Τζορτζ Κιούκορ («Justine»), τον Τόνι Ρίτσαρντσον («Ένα γέλιο στο σκοτάδι») και τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ («Κινεζική Ρουλέτα»).
Η σχέση Καρίνα-Γκοντάρ ήταν τρικυμιώδης. Μετά τον χωρισμό τους, το 1965, δεν ξαναμίλησαν ποτέ ο ένας στον άλλο.
Μάχιμος μέχρι το τέλος
Μόλις έναν χρόνο πριν, στα 90 του πλέον, ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ δίνει μια μεγάλη και χορταστική διαδικτυακή συνέντευξη στο διεθνές ινδικό φεστιβάλ της Κεράλα, κατά τη διάρκεια της οποίας απολαμβάνει το πούρο του.
«Είμαστε εικόνες της σιωπής, σαν χιόνι που πέφτει στο νερό» λέει φιλοσοφώντας, μιλά για τους επιστήμονες «που ψάχνουν αυτό που δεν θα βρουν ποτέ και τους ποιητές που έρχονται για να φέρουν ένα κάποιο φως».
Εξήντα και χρόνια μετά το «Με Κομμένη την Ανάσα», αναφέρει ότι έχει ακόμα δύο ταινίες, το «Scenario» και το «Funny Wars» και επιλέγει: «Ολοκληρώνω την κινηματογραφική ζωή μου, κάνοντας δύο σενάρια ακόμα και μετά θα πω αντίο σινεμά».