Πες το με ποίηση: “Λαός” … Οι μεγάλοι της ελληνικής ποίησης

-Γιάννης Ρίτσος, «Ο Λαός»

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ – πες σαν χτες – υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα
κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο, τ’ άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.
Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα
και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.
Και φέγγουνε τα μάτια τους σ’ όλο το μέγα βάθος
σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ’ Άγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.
(Γ. Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σ. Ε.)

-Κωστής Παλαμάς, [Γύφτε λαέ]
Γύφτε λαέ,άκου σέ µε· το πρωτόσταλτο είµαι σηµάδι από την πλάση που θα’ρθεί,
κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέµε, δε σου µίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δικήµου γλώσσα.
Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας
βασιλικά τα κάστρα κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει;
Είµαστ’ εµείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι·
γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είµαστ’ εµείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κι οι Πολιτείες ληµέρια των ακάθαρτων,
κι οι Πολιτείες ταµπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσοµάνηµα και φαγωµός
λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
[…]
Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα
όμοια βαθύ εν’ ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα!
(Κ. Παλαμά, Άπαντα, απόσπασμα από το «Δωδεκάλογο του γύφτου»)


-Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς «Ο λαός»

«Και τι κέρδισα απ’ όλο αυτό το έργο;» αναλογίστηκα,
«τι κέρδισα απ’ όσα θυσίασα με πλήρη επίγνωση κι απόλυτα
δική μου ευθύνη;
Την καθημερινή εμπάθεια και το μίσος μιας πόλης βάρβαρης,
όπου κατασυκοφαντείται αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα
και χάνει κάθε ίχνος της υπόληψής του…»
Κι ο φοίνικάς μου απάντησε αυστηρά:
«Οι μέθυσοι και οι άρπαγες του δημοσίου χρήματος
–κείνο τ’ αχρείο, ποταπό πλήθος που είχα απομακρύνει–
δοκίμασαν, μόλις η τύχη μου άλλαξε, να με κοιτάξουν καταπρόσωπο∙
και τότε εκείνοι που υπηρέτησα και κάποιοι που τους έθρεψα
σύρθηκαν μέσα απ’ το σκοτάδι και μου επιτέθηκαν.
Ωστόσο, δεν παραπονέθηκα –και ούτε θα παραπονεθώ– ποτέ
για τον λαό».
(Ο. Μπ. Γέητς, Μυθολογίες και οράματα, Γαβριηλίδης)

-Κώστας Βάρναλης, «Ο λαός δεν πεθαίνει»

«Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβου
ξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα,
όπου «διπλή παράδεισο» κι όπου «γλυκύς ο ύπνος».
Κι η μια στης άλλης πέσανε την αγκαλιά και κλαίνε.
—Όχου! μανάδων κλάηματα και βρόντημ’ αλυσίδων
και των ηρώων τα κόκαλα στη λάσπη πατημένα! …
«Μητέρα η μεγαλόψυχη» των ξένων βιλαέτι!
Μάιδε πατρίδα κι ανθρωπιά και μνήμη· δε φελάνε!
Βγαίνουν από το τίποτα, στο τίποτα τελειώνουν.
Περαστικοί, χωρίς καμιά στο χώμα ετούτο ρίζα,
ζούνε το σήμερα. Το χτες και τ’ αύριο δεν υπάρχουν! …
Απ’ το παλιό μας πέρασμα σε γη και σε πελάγη
τ’ αχνάρι δεν απόμεινε μηδέ και τ’ όνομά μας.
Εδώ ’ναι ο τάφος μας κι εδώ της Ιστορίας ο τάφος!
Κι εδώ ’ναι η στάχτη ενός λαού, πού ηταν αιώνια φλόγα!

— Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο
και το μεγάλο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρετή και Λευτεριά, στημένες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαράζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν
για σε, Αρετή και Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.»

-Ο Ελύτης, «Ανάγνωσμα Ε’ – Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ»
(από το «Άξιον εστί»)

«Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες
απόκαμα ν’ απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής
των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυ-
ριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φο-
ρές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και
μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση
της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποί-
μνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η
αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που
τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν’ ακούσουνε τέτοιο τρίξι-
μο, τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και,
συχνά, μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοι-
πόν τα πέδιλα τ’ απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλ-
λους μισούς, από το ‘να και τ’ άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια
λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η
θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μα-
ζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη
φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου ή πατέρα ή μικρού
αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει κανείς από σας κι ή
φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα
και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν’ αλλάζει ο καιρός,
μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων.
Σαν να πέρασε αγέρας χαμηλά βογκώντας και ν’ απόριξε άδεια τα
κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψη-
λά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από
κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ’ τ’ άλλα, πόχουν τη μύτη σουγλερή
και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη
γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και
κατ’ αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη
μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέ-
σανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέ-
ρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια
μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα
χτυπούσανε ν’ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβά-
του δεν ακούστηκε, παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας
ούτε, παρεχτός την ώρα που ‘γερνε μες στις φλόγες τις υστέρες να
καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή
και το ποίμνιο των προβάτων.»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας