Σαν σήμερα έφυγε ο Καρυωτάκης
Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου 1896, γεννήθηκε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. Πολλοί γνωρίζουν ότι ο Καρυωτάκης έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, στην Πρέβεζα (21 Ιουλίου 1928). Αντίθετα, η μεγάλη επιρροή του, στην ελληνική ποίηση, δεν είναι ευρέως γνωστή.
Οι γενικόλογοι χαρακτηρισμοί, για τον «μηδενιστή» και «απαισιόδοξο» Καρυωτάκη, δεν αφήνουν, συνήθως, να αναδειχθεί ο σαρκασμός και η κριτική που άσκησε (μέσω της ποίησης του) στην εποχή του, στις κοινωνικές δομές και σχέσεις, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό.
Αξίζει να σημειωθεί κάτι που, επίσης, δεν αναφέρεται συχνά. Ο Κ. Καρυωτάκης είχε και συνδικαλιστική δράση ως δημόσιος υπάλληλος.
Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και σύγχρονα συγκροτήματα. Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε ένα μελοποιημένο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, από τον Μίκη Θεοδωράκη, και να διαβάσετε δύο ακόμα ποιήματα του.
Ο Καρυωτάκης διαβάζεται ακόμα. Εκτιμούμε, άλλωστε, πως ελάχιστοι θα διαφωνήσουν με τη διαπίστωση του Γιάννη Ρίτσου (1938): «Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα «Ελεγεία και Σάτιρες» μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης»…
Δον Kιχώτες
Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Tους είδα πίσω να ‘ρθουνε ―παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο―
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Στο Άγαλμα της Eλευθερίας που φωτίζει τον κόσμο
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Tο φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Aμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Eίναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.