Νεότερες πληροφορίες έρχονται στο φως για την χορήγηση οπλισμού στην Ουκρανία από την Γερμανία η οποία τελικά μετά από 81 χρόνια ξαναστέλνει πολεμικό υλικό στο ουκρανικό έδαφος.
Έτσι η πρώτη παρτίδα όπλων από τη Γερμανία στην Ουκρανία θα φτάσει στις 22 Ιουνίου, δήλωσε ο Ουκρανός πρεσβευτής στη Γερμανία, Andriy Melnyk τονίζοντας παράλληλα ότι τα γερμανικά όπλα έρχονται ανήμερα της “επετείου” της έναρξης της “Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα” ή όταν η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στην Σοβιετική Ένωση.
Δηλαδή ένιωσαν τόσο οι Γερμανοί (που έχουν υποτίθεται αφήσει πίσω το ναζιστικό παρελθόν) ότι ήταν η κατάλληλη ημερομηνία μεταβίβασης του πολεμικού υλικού αλλά ποιο πολύ ένιωσε ο Ουκρανός πρέσβης να το υπενθυμίσει.
Ύστερα βγαίνουν και δηλώνουν στην Δύση ότι το Τάγμα Αζόφ δεν είναι νεοναζί ενώ ο Β.Πούτιν είναι εντελώς “τρελός” όταν μιλά για αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ολόκληρο το συγκρότημα οχημάτων μάχης, το οποίο αποτελείται από επτά οβιδοβόλα Panzerhaubitze 2000 και 15 αυτοκινούμενα αντιαεροπορικά πυροβόλα Gepard, θα έχει παραδοθεί μέχρι τον Αύγουστο.
22/6/1941 : Η έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα
Με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (Unternehmen Barbarossa στα Γερμανικά) έμεινε στην ιστορία η εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης στα Ιταλικά) ήταν το προσωνύμιο του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Α’, ο οποίος είχε ηγηθεί των Σταυροφόρων το 12ο αιώνα.
Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941 και διήρκεσε έως τις 7 Ιανουαρίου 1942, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εγκλωβίστηκαν από το ρωσικό χειμώνα.
Η εν λόγω επιχείρηση αποτέλεσε το πρελούδιο των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ανατολικό Μέτωπο.
Την άνοιξη του 1941 η ναζιστική Γερμανία ήταν κυρίαρχη σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ευρώπη.
Στα ανατολικά της σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση επικρατούσε ασυνήθιστη ηρεμία, χάρη στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ του 1939, που ρύθμιζε τις σχέσεις της με τη μεγάλη γείτονα και ιδεολογική της αντίπαλο.
Στο μυαλό, όμως, του Χίτλερ βρισκόταν μια επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης για ιδεολογικούς και πρακτικούς λόγους.
Οι ναζί θεωρούσαν τους Σλάβους κατώτερη φυλή, που άξιζε να είναι υποτελής στους Αρείους, ενώ επιζητούσαν το ζωτικό χώρο που εξασφάλιζε η αχανής χώρα με το πλούσιο υπέδαφος.
Ο Χίτλερ και οι επιτελείς του πίστευαν ότι θα έκαναν περίπατο στη Ρωσία και ότι μέχρι την έλευση του χειμώνα θα πετύχαιναν την κατάληψη της Μόσχας και την πτώση του μισητού κομμουνιστικού καθεστώτος.
«Δεν έχουμε παρά να χτυπήσουμε την πόρτα και όλο το σάπιο οικοδόμημα θα καταρρεύσει» είπε ο Χίτλερ σε συνεργάτες του.
Ο Φύρερ υπολόγιζε στην καλολαδωμένη μηχανή του Γερμανικού Στρατού, που εκείνη την εποχή δεν είχε αντίπαλο, και στην τεχνολογική του υπεροχή.
Και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτερότητάς του από τη σαρωτική του προέλαση και την κατάληψη της Γαλλίας δε θα μπορούσε να επικαλεστεί.
Αφού μελέτησαν την αποτυχημένη εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντος στη Ρωσία το 1812, οι γερμανοί επιτελείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εκστρατεία κατά της Ρωσίας θα εκδηλωνόταν από τρία σημεία, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Μόσχας.
Ο Χίτλερ κινητοποίησε μια πολεμική μηχανή που όμοιά της δεν είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε: 3.700.000 στρατιώτες, 2.600 τανκς, 7.000 πυροβόλα και 2.700 αεροσκάφη.
Ο Στάλιν, παρά τις εισηγήσεις των επιτελών του, πίστευε μέχρι το τέλος ότι οι Γερμανοί θα τιμήσουν την υπογραφή τους και δε θα επιτεθούν.
Η επίθεση της Βέρμαχτ, που αποδείχθηκε σωτήρια για τη Μεγάλη Βρετανία, εκδηλώθηκε με τρεις στρατιές στις 3:15 το πρωί της 22ας Ιουνίου 1941, με τη δικαιολογία ότι ο Κόκκινος Στρατός ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Γερμανία.
Η Βόρεια Στρατιά υπό το στρατάρχη Βίλχελμ Ρίτερ φον Λιμπ εξόρμησε από την Ανατολική Πρωσία προς τα Βαλτικά Κράτη με αντικειμενικό σκοπό το Λένινγκραντ.
Η Νότια Στρατιά υπό τον Γκερντ φον Ρούντστεντ εισέδυσε από τη Νότια Πολωνία στην Ουκρανία με στόχο το Κίεβο.
Η Κεντρική Στρατιά υπό το στρατάρχη Φέντορ Φον Μποκ και με τα περίφημα τεθωρακισμένα του Χάιντς Γκουντέριαν θα ανελάμβανε την επίθεση κατά της Μόσχας.
Το πλάτος του μετώπου ανερχόταν σε 2.900 χιλιόμετρα.
Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση ήταν προγραμματισμένη για τα μέσα Μαΐου, αλλά αναβλήθηκε εξαιτίας της καθυστερημένης έλευσης της άνοιξης στη Ρωσία τη χρονιά εκείνη, αλλά και των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια.
Οι Γερμανοί χρειάστηκαν περίπου δύο μήνες για να καθυποτάξουν την Ελλάδα.
Η γερμανική εισβολή αιφνιδίασε απόλυτα τη σοβιετική ηγεσία.
Ο Κόκκινος Στρατός στα αρχικά στάδια της επίθεσης αποδείχθηκε εύκολη λεία για τους εμπειροπόλεμους άνδρες της Βέρμαχτ, παρότι αντιπαρέταξε περίπου 2.900.000 άνδρες, 12.000 τανκς και 8.000 αεροσκάφη.
Υπήρχε πρόβλημα ηγεσίας, καθώς πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί είχαν πέσει θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων τη δεκαετία του ’30, και το πολεμικό υλικό ήταν σε μεγάλο βαθμό απαρχαιωμένο.
Όλα αυτά αντισταθμίζονταν από τη γενναιότητα στρατού και λαού, που αγωνιζόταν για την υπεράσπιση της πατρίδας του.
Την πρώτη εβδομάδα των στρατιωτικών επιχειρήσεων τα γερμανικά πάντσερ όχι μόνο είχαν προελάσει σε βάθος 320 χιλιομέτρων και είχαν καταλάβει το Μινσκ (σημερινή πρωτεύουσα της Λευκορωσίας), αλλά και είχαν καλύψει το ένα τρίτο του δρόμου για τη Μόσχα.
Στο νότιο μέτωπο της Ουκρανίας οι Γερμανοί συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση και χρειάστηκαν ενισχύσεις από την Κεντρική Στρατιά, γεγονός που καθυστέρησε ακόμη πιο πολύ την επιχείρηση κατάληψης της Μόσχας.
Οι πρώτες εντυπώσεις για την υπεροχή των Γερμανών δεν επαληθεύτηκαν στη συνέχεια.
Οι μεγάλες βροχές του Ιουλίου δυσκόλεψαν τις κινήσεις των τεθωρακισμένων, ενώ η πίεση των Σοβιετικών συνεχώς μεγάλωνε.
Ένα μήνα μετά την εισβολή οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι είχαν υποτιμήσει τους Σοβιετικούς και ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις τους δεν εξελίσσονταν σε περίπατο.
Το Σεπτέμβριο του 1941 η Βόρεια Στρατιά έφθασε προ των πυλών του Λένινγκραντ.
Ο Χίτλερ διέταξε τους στρατηγούς του να μην επιτεθούν στη σημαντική αυτήν πόλη, αλλά να την πολιορκήσουν και να την αναγκάσουν να παραδοθεί.
Ένα μέρος των δυνάμεων της Βόρειας Στρατιάς διατέθηκε στην Κεντρική Στρατιά για την τελική επίθεση στη Μόσχα.
Το ίδιο διάστημα η Νότια Στρατιά κατέλαβε με μεγάλες απώλειες το Κίεβο.
Η τελική επίθεση κατά της Μόσχας με την κωδική ονομασία «Τυφών» ξεκίνησε αρκετά καθυστερημένα, στις 2 Οκτωβρίου 1941, με το ρωσικό χειμώνα να κάνει δειλά την εμφάνισή του και να προκαλεί εκνευρισμό στους γερμανούς στρατηγούς.
Για την υπεράσπιση της σοβιετικής πρωτεύουσας ο Στάλιν διέθεσε 800.000 άνδρες, που στελέχωναν 83 μεραρχίες.
Στις 13 Οκτωβρίου οι Γερμανοί έφθασαν 120 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, αλλά η προέλασή τους γινόταν πλέον με ρυθμό χελώνας και δεν ξεπερνούσε τα 3 χιλιόμετρα ανά ημέρα.
Στις 12 Δεκεμβρίου η εμπροσθοφυλακή του Γερμανικού Στρατού έφθασε στα περίχωρα της Μόσχας, αντικρίζοντας το οχυρό του Κρεμλίνου.
Οι καιρικές συνθήκες διαρκώς επιδεινώνονταν.
Βασικός σύμμαχος των αμυνομένων ήταν πλέον ο ρωσικός χειμώνας.
Οι γερμανικές δυνάμεις υπέστησαν τεράστιες απώλειες, καθώς δεν ήταν προετοιμασμένες για χειμερινό πόλεμο.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες 155.000 άνδρες τέθηκαν εκτός μάχης, οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1941 ο σοβιετικός στρατηγός Γκιόρκι Ζούκοφ, που υπερασπιζόταν τη Μόσχα, πέρασε στην αντεπίθεση και απώθησε τους Γερμανούς μακριά από τη σοβιετική πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1942.
Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στοίχισε στους Γερμανούς 174.000 νεκρούς, 36.000 αγνοουμένους και 604.000 τραυματίες, ενώ ανυπολόγιστος είναι ο αριθμός των Σοβιετικών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Η κατάληψη της Μόσχας και η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, που ήταν οι στρατηγικοί στόχοι του Χίτλερ, δεν επιτεύχθηκαν.
Οι Γερμανοί, όμως, εξακολούθησαν να κατέχουν μεγάλο μέρος της σοβιετικής επικράτειας.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο έμελλε να διαρκέσουν έως τον Απρίλιο του 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός υπό τον Ζούκοφ εισέβαλε στο Βερολίνο.