Να απέχουν από την ανάληψη ρίσκου και να επαγρυπνούν συστήνει με πρόσφατο άρθρο του σε γαλλικό οικονομικό σάιτ ο managing partner, head of bond management του οίκου Rothschild & Co Asset Management, Emmanuel Petit.
Ο κ. Petit κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αφού όπως επισημαίνει οι «καιροί ου μενετοί» για επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή εκτιμά πως οι μετέχοντες στην αγορά, και δη οι επαγγελματίες, οφείλουν να επαγρυπνούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, από τις επιλογές του οίκου Rothschild απορρίπτονται ομόλογα που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα… αφού προκρίνεται η σύσταση χαρτοφυλακίων στα οποία θα κυριαρχεί η ποιότητα.
«Η διαχείριση του τείχους του χρέους εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της επενδυτικής στρατηγικής μας» επισημαίνει, συμπληρώνοντας: «Αναζητούμε ευκαιρίες με αξιολογήσεις Α ή για μη κυκλικούς τίτλους με αξιολόγηση BBB.
Ο συνδυασμός των στενών spreads και του μη ευνοϊκού πολιτικού πλαισίου στις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτεί προσοχή.
Ο πληθωρισμός είναι απίθανο να επιστρέψει στον στόχο του 2% χωρίς περαιτέρω επιπτώσεις στην οικονομία – η συναίνεση βασίζεται στο θετικό σενάριο.
Την ίδια στιγμή, η συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αξιολόγησης καθιστά επιτακτική τη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας χωρίς να υποβαθμίζεται το αναλογιστικό επιτόκιο των χαρτοφυλακίων.
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ κυκλικών και μη κυκλικών εταιρειών, επομένως το κόστος ευκαιρίας είναι σχεδόν ανύπαρκτο.
Από την άλλη, αν το ρόδινο σενάριο δεν πραγματοποιηθεί, θα έχουμε περιθώρια να επενδύσουμε».
Εύλογες οι διαπιστώσεις…
Αν μη τι άλλο, οι διαπιστώσεις της τράπεζας Rothschild είναι εύλογες.
«Η αγορά προέβλεπε έξι έως επτά επιτοκιακές μειώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2024, ωστόσο γρήγορα ήλθε αντιμέτωπη με τον πληθωρισμό. Συνεπακόλουθα, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκαν».
Ο ισχυρισμός ότι η ΕΚΤ είναι «εξαρτώμενη από δεδομένα» και όχι «εξαρτώμενη από τη Fed» ενθαρρύνει ορισμένους επενδυτές να εξετάσουν το ενδεχόμενο αποσύνδεσης στις στρατηγικές τους τις νομισματικές πολιτικές των δύο ιδρυμάτων.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να λάβει μέτρα ανεξαρτήτως της Fed – μια κατάσταση που προκαλεί έκπληξη, αλλά δεν είναι πρωτόγνωρη.
Σε γενικές γραμμές, η αγορά είχε μάλλον καλή απόδοση, λόγω της δυναμικής του κλάδου των ακινήτων.
Ωστόσο, ορισμένες ρωγμές εμφανίστηκαν στο πιο εύθραυστο μέρος της, όπως φαίνεται από πρόσφατα γεγονότα όπως τις περιπτώσεις των SFR/Altice, Ardagh Glass, Atos και Intrum.
Αυτοί οι τριγμοί είναι γενικά προάγγελος βαθύτερων προβλημάτων, με συγκεκριμένους κινδύνους να διαδίδονται σε ολόκληρη την αγορά.
«Παρατηρείται επίσης συμπίεση των spread μεταξύ των ομολόγων ΒΒ και ΒΒΒ, αλλά και Β και ΒΒ.
Αυτό αυξάνει την ευπάθεια της αγοράς, ιδιαίτερα ενόψει της αυξημένης αστάθειας ή των ιδιοσυγκρασιακών κινδύνων» λέει η Rothschild και προσθέτει: «Από την αρχή του έτους, στην ευρωπαϊκή αγορά, οι εκδόσεις χρέους ανέρχονται σε σχεδόν 35 δισεκατομμύρια.
Επιπλέον, η αγορά υποστηρίχθηκε από την αρνητική καθαρή προσφορά (-16 δισεκατομμύρια τους πρώτους τρεις μήνες του έτους) και τις καλές επιδόσεις των υβριδικών στον τομέα των ακινήτων, έναν τομέα που είχε σε μεγάλο βαθμό χαμηλότερες επιδόσεις το 2023.
To παράθυρο της αναχρηματοδότησης είναι, άρα, ανοιχτή, αλλά για πόσο;».