Η κατάληψη των δύο πόλεων-«φρουρίων» θα τους «χαρίσει» το Ντόνμπας και το… λίθιο
Σημαντικές είναι οι εξελίξεις στο Τορέτσκ καθώς οι Ρώσοι έχουν καταλάβει σχεδόν όλο το ανατολικό τμήμα της πόλης και αυτή την στιγμή επιχειρούν να καταλάβουν το βόρειο ορυχείο και το προάστιο της Ντρούζμπα.
Μόλις αυτό επιτευχθεί θα είναι σε θέση να επιτεθούν και από την βόρεια κατεύθυνση.
Ένα ρωσικό απόσπασμα κατευθύνεται δια μέσου της κεντρικής λεωφόρου του Τορέτσκ και στα ορυχεία στα νότια της πόλης.
Οι Ρώσοι δείχνουν να είναι ικανοί να ολοκληρώσουν την «λαβίδα» στο Τορέτσκ.
Την ίδια στιγμή οι Ρώσοι προέλασαν άλλα δύο χιλιόμετρα προς την κατεύθυνση του Ποκρόβσκ και πλέον απέχουν από την πόλη-«φρούριο» και το μεγαλύτερο κοίτασμα λιθίου στην Ευρώπη, μόλις 18 χλμ.
Μέχρι τώρα οι Ουκρανοί δεν δείχνουν ικανοί να ανακόψουν την ρωσική ορμή.
Αυτή την στιγμή η Ρωσία χρησιμοποιεί το Τσάσιβ Γιαρ και το Βολτσάνσκ ως παραπλανητικούς στόχους καθώς οι πραγματικοί της στόχοι για τώρα είναι το Ποκρόβσκ και το Τορέτσκ.
Αυτές οι δύο πόλεις δίνουν πρόσβαση στους Ρώσους σε τεράστια κοιτάσματα λιθίου.
Η αληθινή αιτία του πολέμου στην Ουκρανία είναι το λίθιο.
Η Γερμανία, στην προσπάθειά της να αποκτήσει φθηνό λίθιο και να μειώσει την εξάρτησή της από τρίτες χώρες, έχει στοχεύσει το ουκρανικό λίθιο ως τη «χρυσή λύση» στα προβλήματά της.
Ο Ούλριχ Μπλουμ, Γενικός Διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Λιθίου (ITEL), ξεκαθάρισε τις προθέσεις του Βερολίνου: «Αν η Ρωσία πάρει τον Ντονμπάς και ελέγξει ακόμη περισσότερες περιοχές στο κέντρο της Ουκρανίας, όπου υπάρχουν καλύτερα κοιτάσματα λιθίου, τότε η κατάσταση για την Ευρώπη θα γίνει χειρότερη, αφού η Ευρώπη θα μπορούσε να λάβει τα περισσότερα από τα μέταλλα που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση από την Ουκρανία».
Η δήλωση αυτή, προερχόμενη από τον ανώτατο αξιωματούχο γερμανικού κρατικού φορέα, θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως η επίσημη γραμμή του γερμανικού κράτους για το ζήτημα.
Το λίθιο, το νούμερο ένα στρατηγικό ορυκτό του πλανήτη σήμερα, αποτελεί το θεμέλιο για την παραγωγή μπαταριών λιθίου-ιόντων που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά οχήματα και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.
Η ζήτηση για λίθιο αυξάνεται εκθετικά, και μεγάλες περιοχές στην Ουκρανία, όπως το Ντονμπάς και τα κεντρικά της χώρας, διαθέτουν τεράστιες ποσότητες αυτού του πολύτιμου ορυκτού.
Η ουκρανική κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε ανταλλάγματα για την παροχή οπλικών συστημάτων, προωθεί προφανώς την ατζέντα που εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα, πολεμώντας ουσιαστικά έναν πόλεμο ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν είναι προς το συμφέρον του ουκρανικού λαού.
Το ίδιο ακριβώς είχε γίνει άλλωστε και με τις ΗΠΑ, όπου το Κίεβο εκχώρησε περιουσιακά στοιχεία μέσω της επενδυτικής εταιρείας Black Rock.
Η Γερμανία βλέπει το ουκρανικό λίθιο ως το κλειδί για την ενεργειακή της ανεξαρτησία με πολύ χαμηλό κόστος.
Τα κοιτάσματα λιθίου στην Ουκρανία αποτιμώνται σε δισεκατομμύρια δολάρια και αποτελούν το απόλυτο στρατηγικό πλεονέκτημα σε μια εποχή όπου οι φυσικοί πόροι γίνονται ολοένα και πιο σπάνιοι και μονομερώς ελεγχόμενοι.
Η εξασφάλιση των προμηθειών λιθίου έχει γίνει προτεραιότητα για εταιρείες στην Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, οδηγώντας στρατηγικές συμμαχίες και κοινοπραξίες μεταξύ αυτοκινητοβιομηχανιών και εταιρειών εξόρυξης.
Πολλά μεταλλευτικά έργα βρίσκονται υπό ανάπτυξη ή εξερεύνηση σήμερα σε Αυστραλία, Αυστρία, Βραζιλία, Καναδά, Κίνα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), Τσεχία, Αιθιοπία, Φινλανδία, Γερμανία, Γκάνα, Καζακστάν, Μάλι, Ναμίμπια, Νιγηρία, Περού, η Πορτογαλία, η Ρωσία, η Σερβία, η Ισπανία, η Ταϊλάνδη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ζιμπάμπουε, περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Γεωλογικού Ινστιτούτου των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS). Μια μακρά λίστα στην προστίθεται ήδη η Γαλλία και η Ινδία.
Ο κόσμος μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με έλλειψη λιθίου, ακόμα και το 2025, προβλέπουν αναλυτές, καθώς η ζήτηση για το μέταλλο όλο και αυξάνεται, αφού αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο για τις μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.
Σύμφωνα με την BMI, το ερευνητικό τμήμα της Fitch Solutions, η έλλειψη προκύπτει από τη ζήτηση λιθίου της Κίνας που υπερβαίνει την προσφορά της.
«Αναμένουμε κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση 20,4% για τη ζήτηση λιθίου της Κίνας για ηλεκτρικά οχήματα μόνο την περίοδο 2023-2032, Πιστεύουμε πως η έλλειψη θα έρθει σίγουρα. », αναφέρει η BMI σε έκθεσή της.
Αντίθετα, η προσφορά λιθίου της Κίνας θα αυξηθεί μόλις κατά 6% την ίδια περίοδο, ανέφερε η BMI, προσθέτοντας ότι το ποσοστό δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε το ένα τρίτο της προβλεπόμενης ζήτησης.
Η Κίνα αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό λιθίου στον κόσμο. Το 2021 παρήχθησαν παγκοσμίως 540.000 μετρικοί τόνοι λιθίου και έως το 2030 εκτιμάται πως η παγκόσμια ζήτηση θα φτάσει τους 3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις της S&P Global Commodity Insights, οι πωλήσεις EV πρόκειται να φτάσουν τα 13,8 εκατ. το 2023, ωστόσο θα εκτοξευθούν σε πάνω από 30 εκατ. έως το 2030.
Φυσικά η προσφορά θα αυξηθεί, αλλά η ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί με πολύ ταχύτερο ρυθμό, ανέφερε στο CNBC η Corinne Blanchard, επικεφαλής του τμήματος καθαρής τεχνολογίας της Deutsche Bank.
Μέχρι το τέλος του 2025, η Blanchard βλέπει ένα «μέτριο έλλειμμα» περίπου 40.000 έως 60.000 τόνων ισοδύναμου ανθρακικού λιθίου, ωστόσο προβλέπει πολύ μεγαλύτερο έλλειμμα της τάξης των 768.000 τόνων μέχρι το τέλος του 2030.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Rystad Energy, μια λύση αλλά προσωρινή θα ήταν η δημιουργία περισσότερων ορυχείων λιθίου. Ωστόσο, ενώ εκατοντάδες έργα βρίσκονται υπό διερεύνηση, η πολυπλοκότητα στη γεωλογία και η χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης εξακολουθούν να δημιουργούν προκλήσεις.
Προς το παρόν υπάρχουν μόλις 101 ορυχεία λιθίου στον κόσμο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Refinitiv.
Η αντιπρόεδρος της Rystad Energy, Susan Zou, εκτιμά ότι οι ελλείψεις θα μπορούσαν να αρχίσουν να μαστίζουν τις αλυσίδες εφοδιασμού το 2028.
«Τα επόμενα δύο χρόνια, αν και η προσφορά λιθίου μπορεί να παραμείνει επαρκής σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανισορροπία εφοδιασμού παραμένει αναπόφευκτη», πρόσθεσε η Ζου. «Η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού μπαταριών μπορεί να αντιμετωπίσει έλλειψη λιθίου πλησιάζοντας στο τέλος αυτής της δεκαετίας, όταν η αύξηση της προσφοράς δεν θα συμβαδίζει με αυτή της ζήτησης», συμπλήρωσε.