Οι νεκροθάφτες του πρωτογενούς τομέα και της παραγωγής στην Ελλάδα

59
Farmer in corn fields. Growth, outdoor.

Σε όλη την Ελλάδα, από την Κρήτη μέχρι τη Θεσσαλία και από τη Μακεδονία μέχρι την Ήπειρο, οι αγρότες έχουν στήσει μπλόκα. Οι δρόμοι γεμίζουν  τρακτέρ, η ένταση με τις αστυνομικές δυνάμεις ανεβαίνει, και η κοινωνία παρακολουθεί ένα γνώριμο σκηνικό: ανθρώπους που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης να συγκρούονται με ένα κράτος που έχει μάθει να παρεμβαίνει απροκάλυπτα όποτε απειλείται η εικόνα του.

Το σύνθημα που επαναλαμβάνουν οι αγρότες είναι ξεκάθαρο: «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα. Δώστε τις αποζημιώσεις και τις επιδοτήσεις». Ένα αίτημα που, αν ήταν γραμμένο σε χαρτί, θα έπρεπε να συνοδεύεται από υποσημείωση: «Σε μια χώρα όπου το κράτος χρωστάει στον πολίτη πολύ πριν ο πολίτης χρωστήσει στο κράτος».

Γιατί, αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά, δεν μπορούμε πια να κρυβόμαστε. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έπεσε από τον ουρανό. Δεν είναι μια «παρεξήγηση», ούτε μια «κακή στιγμή». Είναι η κορυφή ενός συστήματος που σάπισε από μέσα. Και αυτή η σήψη έχει ονοματεπώνυμο: υπουργοί, βουλευτές, παραγοντίσκοι της Νέας Δημοκρατίας, πρόσωπα που για χρόνια απολάμβαναν πολιτική ασυλία ενώ οι πρακτικές τους έστηναν μια εγκληματική οργάνωση με ξεκάθαρο οικονομικό δόλο.

Την ίδια στιγμή, ένα τμήμα του αγροτικού κόσμου –όχι μικρό, ούτε αθώο– μπήκε στο κόλπο, συνεργάστηκε, πήρε το μερίδιό του από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που λεηλατήθηκαν. Στήθηκε μια βιομηχανία απάτης που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη διαπλοκή των μεγάλων κομματικών μηχανισμών.

Η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε για τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήρθε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη· ήρθε απλώς να βγάλει στην επιφάνεια τις αλήθειες που κυκλοφορούσαν για χρόνια ως ψίθυροι. Υπουργοί που παρίσταναν τους «σωτήρες της υπαίθρου» αποδεικνύονται κοινοί απατεώνες. Πολιτικοί που μιλούσαν για «μεταρρυθμίσεις» και «εκσυγχρονισμό» χρησιμοποίησαν τον ΟΠΕΚΕΠΕ ως μηχανισμό ρουσφετιού, διανομής χρήματος και εξαγοράς ψήφων.

Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται πώς η Κρήτη, κάποτε πράσινη, βάφτηκε μπλε, η απάντηση δεν βρίσκεται στις κάλπες: βρίσκεται σε μια καλοστημένη κομπίνα με Φραπέδες και Χασάπηδες, ανθρώπους που πίστεψαν ότι το πάρτι θα κρατήσει για πάντα. Δεν υπολόγισαν όμως ότι η δυσωδία δεν κρύβεται κάτω από το χαλί, όσο κι αν το χαλί είναι κυβερνητικό.

Οι αποκαλύψεις που βγαίνουν στο φως σοκάρουν ακόμη κι όσους είχαμε συνηθίσει στα ελληνικά σκάνδαλα. Η περίπτωση της περιβόητης Ferrari και του συντρόφου της είναι μόνο η εισαγωγή. Αγρότες που «κέρδιζαν» δελτία ΟΠΑΠ χιλιάδες φορές, λες και είχαν ανακαλύψει κάποιο στατιστικό θαύμα. Λογαριασμοί που ξεχείλιζαν από μαύρο χρήμα, ύποπτες μεταβιβάσεις, περίτεχνα δίκτυα ξεπλύματος.

Δεν μιλάμε πια για μεμονωμένες περιπτώσεις, μιλάμε για οργανωμένο έγκλημα που απλώθηκε σε όλη τη χώρα σαν δίχτυ ψαράδων που δεν αφήνει τίποτα να ξεφύγει. Και αυτό το δίχτυ, πέρα από τους «παράγοντες», αγκάλιασε και συνδικαλιστές – αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τον αγροτικό κόσμο. Πόσο τυχαίο ότι οι περισσότεροι είναι στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ; Πόσο τυχαίο ότι κάθε τοπικό «μαγαζί» λειτουργούσε με το ίδιο manual;

Δεν είναι όλοι οι αγρότες απατεώνες – αυτό πρέπει να ειπωθεί καθαρά. Η πλειονότητα παλεύει να ζήσει, ειδικά οι κτηνοτρόφοι που έχουν γονατίσει από τις ζωονόσους, την ακρίβεια και την εγκατάλειψη του κράτους. Αλλά το γεγονός ότι πολλοί ήξεραν, ότι πολλοί έβλεπαν και σιωπούσαν, δείχνει μια κοινωνία που φοβάται να μιλήσει, που υποτάσσεται στην «κανονικότητα της απάτης». Γιατί όταν βλέπεις τον γείτονα να πλουτίζει από το πουθενά, αναρωτιέσαι όχι «πώς γίνεται;» αλλά «μήπως να δοκιμάσω κι εγώ;». Κι έτσι γεννιέται το τέρας.

Ο ΟΠΕΚΕΠΕ, με το σύστημα Γαργαλάκου και τους μηχανισμούς του, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Έχει χρεοκοπήσει θεσμικά, ηθικά, λειτουργικά. Ένας νέος οργανισμός πρέπει να δημιουργηθεί από την αρχή, με αυστηρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και χωρίς τα στελέχη που σήμερα θα έπρεπε να κάθονται στο εδώλιο. Όσο αυτή η δομή παραμένει, η κομπίνα θα συνεχίζεται, απλώς θα αλλάζει ονόματα.

Την ίδια ώρα, η ελληνική αγροτική οικονομία καταρρέει. Το ζωικό κεφάλαιο υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Τα ελληνικά προϊόντα χάνουν αξία, ενώ τα εισαγόμενα πλημμυρίζουν την αγορά. Η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο που ευνοεί τις μεγάλες εισαγωγές και τις διεθνείς συμφωνίες αντί της παραγωγικής ανασυγκρότησης, λειτουργεί σαν εργολάβος της αποβιομηχάνισης της υπαίθρου. Η Ελλάδα, μια χώρα που θα μπορούσε να είναι αυτάρκης, έχει μετατραπεί σε εξαρτημένη οικονομία, με τις αγροτικές κοινότητες να μαραζώνουν όσο η πολιτική ηγεσία τις θυμάται μόνο προεκλογικά.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ απέδειξε κάτι ακόμη πιο βαθύ: ότι η Ελλάδα δεν διαφέρει από τις πιο διεφθαρμένες χώρες της Ευρώπης. Δεν είναι μόνο η Ουκρανία που κατηγορείται για σήψη· είμαστε κι εμείς. Και η ντροπή δεν προέρχεται μόνο από αυτούς που κλέβουν, αλλά και από εκείνους που ανέχονται, που κλείνουν τα μάτια, που σχολιάζουν μόνο όταν τους αποκλείει το σύστημα της μίζας.

Το απόστημα έσπασε, αλλά το πύον δεν έχει φύγει. Θα επιχειρηθεί συγκάλυψη – είναι σχεδόν δεδομένο. Όμως τώρα ξέρουμε. Ξέρουμε ονόματα, πρακτικές, κυκλώματα. Και η γνώση είναι δύναμη, αρκεί να μη διστάσουμε να τη χρησιμοποιήσουμε. Γιατί μια κοινωνία που επιτρέπει στους λίγους να πλουτίζουν από την απάτη, καταδικάζει τους πολλούς στη μόνιμη φτώχεια και την αναξιοπρέπεια. Και μια χώρα χωρίς πυξίδα, όσο κι αν προσποιείται το αντίθετο, κινδυνεύει να χαθεί οριστικά από τον χάρτη.

Το χαμένο στοίχημα μιας χώρας που παραδόθηκε ξανά στην αυταπάτη

Το 2019, σε μια Ελλάδα εξουθενωμένη από την εξάχρονη μνημονιακή θύελλα και βαθιά απογοητευμένη από τα λάθη και τις αντιφάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, η Νέα Δημοκρατία εμφανίστηκε ως η παράταξη που θα επανέφερε την «κανονικότητα». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάστηκε τότε ως ο εκσυγχρονιστής που θα οδηγούσε τη χώρα έξω από τον φαύλο κύκλο των κρίσεων, υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις, ορθολογισμό και σταθερότητα. Η Ελλάδα είχε μόλις βγει από τον μνημονιακό ζουρλομανδύα και η κοινωνία ήθελε να πιστέψει ότι ένα διαφορετικό μέλλον ήταν εφικτό. Η πραγματικότητα όμως, έξι χρόνια μετά, είναι πιο σκληρή από ποτέ: το μέλλον αυτό κάηκε πριν καν σχεδιαστεί.

Η μεγάλη κρίση του κορωνοϊού το 2020 έδωσε στην κυβέρνηση δύο πολιτικά εργαλεία που καμία προηγούμενη κυβέρνηση της μνημονιακής περιόδου δεν είχε στη διάθεσή της. Το πρώτο ήταν η πρωτοφανής δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης: τα κράτη-μέλη της ΕΕ μπορούσαν να ξοδέψουν τεράστια ποσά χωρίς τους πνιγηρούς περιορισμούς των Μνημονίων.

Η ΝΔ εκμεταλλεύτηκε αυτή την απόφαση δανειζόμενη πάνω από 60 δισεκατομμύρια ευρώ, εκτοξεύοντας το ελληνικό χρέος στα 400 δισεκατομμύρια. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δανεισμού μετατράπηκε σε πελατειακό χρήμα: ψίχουλα στον κόσμο ως επιδόματα πανδημίας και πακτωλός χρημάτων στους γνωστούς «αστέρες» της παρασιτικής ολιγαρχίας που χρόνια τώρα τρέφονται από τον δημόσιο κορβανά.

Το δεύτερο πολιτικό εργαλείο ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης. Μια ιστορική ευκαιρία για κάθε κράτος-μέλος, πολλώ δε μάλλον για μια χώρα σαν την Ελλάδα που είχε βιώσει μείωση 30% του ΑΕΠ της μέσα στη μνημονιακή δεκαετία. Τα περίπου 40 δισεκατομμύρια που μπορούσε να λάβει η χώρα και τα οποία, με κατάλληλη μόχλευση, θα μπορούσαν να φτάσουν και τα 90 δισεκατομμύρια, αποτελούσαν αντικειμενικά την τελευταία ευκαιρία για να αλλάξει μοντέλο, να γίνει παραγωγική, ανταγωνιστική, σύγχρονη.

Ένας σοβαρός οικονομικός σχεδιασμός θα είχε θέσει ως κεντρικό πυλώνα τον πρωτογενή τομέα, τη σύνδεσή του με τη μεταποίηση και την ανάπτυξη μικρομεσαίων βιομηχανιών διατροφής. Θα είχε στόχο τη μείωση του αγροτικού ελλείμματος και την ανάκτηση της χαμένης διατροφικής αυτονομίας. Αντ’ αυτού, ολόκληρη αυτή η ευκαιρία παραδόθηκε σε μια κυβέρνηση που έκανε ό,τι μπορούσε για να αποδείξει ότι η χώρα δεν έχει μάθει τίποτα από τις καταστροφές της προηγούμενης δεκαετίας.

Έξι χρόνια μετά, τα πάντα θυμίζουν συντρίμμια. Οι ανισότητες γιγαντώθηκαν, ο παρασιτισμός έγινε καθεστώς, η ολιγαρχία ενισχύθηκε όσο ποτέ. Και ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας –το πιο ιδιοτελές και κυνικό– είδε τον πλούτο του να αυξάνεται εκθετικά, την ώρα που τα τρία τέταρτα των πολιτών πλησίαζαν ή περνούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Στον αγροτικό τομέα η κατάσταση είναι τραγική: εισάγουμε σχεδόν τα πάντα, τα αγροτικά εισοδήματα έχουν καταρρεύσει και ο παραγωγικός ιστός της υπαίθρου αποσυντίθεται.

Μέσα σε αυτό το τοπίο φτώχειας και οργής, ξεσπά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ένα σκάνδαλο που δεν αποκαλύπτει απλώς τη διαφθορά ενός θεσμού· αποκαλύπτει την πραγματική φύση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι αγρότες, που το 2023 στήριξαν μαζικά τη ΝΔ, πίστεψαν για ακόμη μία φορά τα γνωστά προσχήματα. Σήμερα είναι στους δρόμους, απελπισμένοι, προδομένοι και εξοργισμένοι, γιατί πλέον είδαν με τα μάτια τους τι κρυβόταν πίσω από τα μεγάλα λόγια περί «στήριξης της περιφέρειας».

Τα γαλάζια αρπακτικά που λυμαίνονταν τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν μεμονωμένες αποκλίσεις. Ήταν ένας ολόκληρος μηχανισμός, μια καλοκουρδισμένη μηχανή κλεπτοκρατίας, η οποία –σύμφωνα με τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας– διογκώθηκε ασύλληπτα από το 2021 και μετά. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν απλώς απέτυχε να τον ελέγξει· τον προστάτευσε, τον κάλυψε, τον ενίσχυσε. Οι υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης άλλαζαν κάθε χρόνο, αλλά η κατάσταση μόνο χειροτέρευε. Οι τοπικές κοινωνίες ήξεραν. Οι διοικήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ ήξεραν. Το υπουργείο ήξερε. Και φυσικά, το Μαξίμου ήξερε.

Ο ΟΠΕΚΕΠΕ υπήρξε το εργαλείο μιας τεράστιας πολιτικής απάτης: αντί να ενισχυθεί ο πρωτογενής τομέας με σχεδιασμό, οι πόροι έγιναν μέσο χειραγώγησης και εξαγοράς. Και όταν ο Daniel ισοπέδωσε τον θεσσαλικό κάμπο, η κυβέρνηση αντί να σχεδιάσει μια ολιστική ανασυγκρότηση, επέλεξε τις γνωστές πελατειακές μικροπολιτικές που οδηγούν όχι σε ανάταξη, αλλά σε βάλτο.

Το ιστορικό βάρος αυτής της αποτυχίας είναι τεράστιο. Ένα μεγάλο μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης έχει ήδη κατασπαταληθεί χωρίς να αλλάξει τίποτα στο οικονομικό υπόδειγμα της χώρας. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει χάσει πάνω από 40% του ζωικού της κεφαλαίου, οι ασθένειες θερίζουν ανεξέλεγκτες λόγω αποδιοργάνωσης υπηρεσιών, και ο πρωτογενής τομέας φτάνει στα όρια ενός πραγματικού εθνικού εγκλήματος. Ο όρος «νεκροθάφτες της υπαίθρου» δεν είναι υπερβολή· είναι περιγραφή.

Και όσο κι αν ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο, δεν είναι το μοναδικό. Είναι απλώς η προεξοχή ενός παγόβουνου γεμάτου κλεπτοκρατικούς μηχανισμούς που λυμαίνονται δημόσιους πόρους: ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, γεωργικές ενισχύσεις, αναπτυξιακά προγράμματα. Ένα δίκτυο «εισοδηματιών από δημόσιο χρήμα» που έχει δημιουργήσει μια νέα προνομιούχα τάξη, αδιαφανή, ατιμώρητη, παρασιτική, δεμένη με την εκάστοτε εξουσία.

Η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν αποτελεί απλώς μέρος του προβλήματος· είναι ο βασικός μηχανισμός αναπαραγωγής αυτού του παρασιτικού μοντέλου. Θυσίασε τον πρωτογενή τομέα, υπονόμευσε την παραγωγική ανασυγκρότηση και παρέδωσε την οικονομία σε ένα πλέγμα διαπλοκής που καταβροχθίζει τον εθνικό πλούτο.

Αυτό που απομένει είναι το ερώτημα αν οι πολιτικές δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της προόδου έχουν το θάρρος και την επάρκεια να παρουσιάσουν μια καθαρή, ρεαλιστική, ολοκληρωμένη πρόταση για την ανάταξη του αγροτικού τομέα και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Η ανάκαμψη δεν θα έρθει από ευχολόγια, αλλά από μια στρατηγική που θα επενδύσει σε υποδομές, σε ποιοτικά προϊόντα, στη σύνδεση του χωραφιού με τη μεταποίηση, σε ισχυρούς συνεταιρισμούς, σε μικρομεσαίες διατροφικές επιχειρήσεις, σε συλλογική αξιοποίηση γης και σε πραγματική παραγωγική αναγέννηση.

Αν η χώρα δεν επιλέξει να αλλάξει τώρα, ίσως να μην της δοθεί άλλη ευκαιρία.

ΠΗΓΗ PRIMENEWS

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας