Τα δικά της τα ευρήματα και η διεθνής βιβλιογραφία αποκαλύπτουν πώς η ιατροδικαστική υπηρεσία απέκρυψε συνειδητά το τι πραγματικά έγινε στα φλεγόμενα βαγόνια.
Η τραγωδία των Τεμπών δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία στη χώρα· είναι και η πιο σκοτεινή στιγμή της ελληνικής ιατροδικαστικής ιστορίας. Γιατί στα Τέμπη η αλήθεια δεν χάθηκε μες στη φωτιά, αλλά θάφτηκε στους διαδρόμους της κρατικής ιεραρχίας. Εκεί όπου αποφασίστηκε ότι δεν θα γίνουν αυτοψίες και τοξικολογικές εξετάσεις· ότι δεν θα διερευνηθεί ποιος πραγματικά έζησε μετά τη σύγκρουση, εξαλείφοντας έτσι τα στοιχεία που θα αποκάλυπταν το τι συνέβη μέσα στα φλεγόμενα βαγόνια.
Κραυγαλέο στοιχείο που προκαλεί εύλογα ερωτήματα είναι αυτό που αποκαλύπτει σήμερα το Documento και που προκύπτει όταν κάποιος διαβάσει με πολλή προσοχή τις έγγραφες εξηγήσεις τους μετά τις μαζικές μηνύσεις των συγγενών των θυμάτων. Στις εξηγήσεις αυτές οι ιατροδικαστές των Τεμπών αναφέρουν ότι «το ανώτατο ποσοστό κορεσμού ανθρακυλαιμοσφαιρίνης ύψους περίπου 20% βρέθηκε μόνο σε μία σορό, ποσοστό που επίσης δεν δικαιολογεί συμμετοχή στην αιτία θανάτου, ενώ στις λοιπές σορούς τα ποσοστά ήταν της τάξης του ελαχίστου ορίου ανίχνευσης, δηλαδή κάτω του 5%». Ωστόσο το ποσοστό 20% δεν αναγράφεται σε καμία από τις τρεις επίσημες ιατροδικαστικές εκθέσεις όπου έγιναν τοξικολογικές εξετάσεις, γεγονός που εγείρει ερωτήματα. Παράλληλα, ενώ σπεύδουν να χαρακτηρίσουν το <5% «χαμηλό» και μη συμβατό με συμμετοχή στην αιτία θανάτου, δεν εξηγούν αν το 20% θεωρείται υψηλό, μέτριο ή χαμηλό· περιορίζονται σε μια αξιολογική κρίση, χωρίς να εξηγείται πώς αυτό το ποσοστό αξιολογείται επιστημονικά στο συγκεκριμένο πλαίσιο.
Κι όλα αυτά υπό την εποπτεία του ανθρώπου που με φωτογραφική διάταξη τοποθετήθηκε τον Ιανουάριο του 2025 στη θέση του γενικού διευθυντή των ιατροδικαστικών υπηρεσιών της χώρας, του Νικολάου Καρακούκη. Του ίδιου που σήμερα επιχειρεί να εμφανιστεί ως «παρατηρητής στα Τέμπη», ενώ οι μαρτυρίες και τα επίσημα έγγραφα αποδεικνύουν ότι ήταν παρών, συμμετείχε ενεργά ως ο τότε προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών και γνώριζε ακριβώς τι συνέβαινε στην ιατροδικαστική διαδικασία στα Τέμπη.
Γιατί πλέον δεν μιλάμε για ενδείξεις· μιλάμε για αποδείξεις: η ένορκη κατάθεση της ιατροδικαστή Δέσποινας Ζαγγελίδου, τότε προϊσταμένης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης και μίας εκ των ιατροδικαστών που κλήθηκαν να μεταβούν στο σημείο, που φέρνει στο φως το Documento, επιβεβαιώνει ότι όλοι οι ιατροδικαστές που μετέβησαν στα Τέμπη –μεταξύ αυτών και ο κ. Καρακούκης– συμμετείχαν ενεργά στην ιατροδικαστική διαδικασία. Και όχι μόνο αυτό: σε τουλάχιστον έξι ιατροδικαστικές εκθέσεις θυμάτων αναγράφονται ρητά τα ονόματα των ιατροδικαστών της Αθήνας Νίκου Καλόγρηα και Κωνσταντίνου Κούβαρη, αποδεικνύοντας όχι απλή «παρουσία», αλλά εμπλοκή.
Το Documento αποκαλύπτει πλέον τον πλήρη μηχανισμό συγκάλυψης στα Τέμπη: όχι μόνο όσα ισχυρίστηκαν οι ιατροδικαστές και ο Ν. Καρακούκης, αλλά –το κυριότερο– τι πραγματικά λέει η διεθνής ιατροδικαστική βιβλιογραφία και τι αποδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία. Διότι η ανθρακυλαιμοσφαιρίνη και η αιθάλη που εντοπίστηκαν σε τρεις σορούς αποτελούν, σύμφωνα με σύγχρονες επιστημονικές πηγές, αδιάσειστα τεκμήρια ζωής μέσα στη φωτιά· ευρήματα που επιβάλλουν πλήρη τοξικολογική διερεύνηση όλων των θυμάτων.
Η ιατροδικαστική διαδικασία στα Τέμπη δεν απέτυχε. Επιλέχθηκε να αποτύχει. Δεν ήταν λάθος· ήταν απόφαση. Μια διαδικασία που δεν έψαξε την αλήθεια, αλλά την απέκρυψε συνειδητά, θεσμικά από την κορυφή της ιεραρχίας. Και σήμερα, για πρώτη φορά, όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους.
Οι εξετάσεις που δεν έγιναν
Λίγο μετά την τραγωδία των Τεμπών ξεκίνησε μια ιατροδικαστική διαδικασία που θύμιζε παρωδία και όχι επιστημονική διερεύνηση. Οι νεκροψίες και νεκροτομές έγιναν εσπευσμένα, προτού καν ολοκληρωθεί η ταυτοποίηση των θυμάτων και –το κυριότερο– χωρίς να διενεργηθούν οι απαραίτητες τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις. Πρόκειται για παράλειψη που αντιβαίνει ευθέως στο διεθνές πρωτόκολλο Νο R(99)-3 και καταστρατηγεί το de lege artis της ιατροδικαστικής επιστήμης. Οι εξετάσεις αυτές δεν είναι τυπική διαδικασία, αλλά κρίσιμο εργαλείο για να διαπιστωθεί αν οι επιβάτες ήταν ζωντανοί τη στιγμή της φωτιάς, αν εισέπνευσαν τοξικά αέρια ή υπέστησαν δηλητηρίαση από χημικά παράγωγα της καύσης. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί ότι, αν και η Λάρισα διέθετε επαρκή αριθμό ιατροδικαστών για να χειριστεί τη διαδικασία, επιλέχθηκε να μεταβούν δόκιμοι ιατροδικαστές, όπως η Χρυσαυγή Κούση, που ανέλαβε τουλάχιστον 30 σορούς.
Μιλώντας στο Documento τον Φεβρουάριο του 2025 για τις ιατροδικαστικές παραβιάσεις στα Τέμπη ο ιατροδικαστής Κωνσταντίνος Ανδρέου ξεκαθάριζε ότι η διενέργειά τοξικολογικών εξετάσεων αποτελεί πάγια πρακτική τονίζοντας: «Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ο τοξικολογικός έλεγχος όλων των ατόμων, περιλαμβανομένων και των επιβατών, έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ήταν εν ζωή ενόσω δρούσε η πυρκαγιά».
Η απόκλιση από κάθε επιστημονικό κανόνα γίνεται ακόμη πιο προφανής αν σκεφτεί κανείς ότι σε άλλες τραγωδίες, όπως στο Μάτι, στην Ηλεία ή στην πτώση του αεροπλάνου της Helios, οι τοξικολογικές εξετάσεις έγιναν ακόμη και σε απανθρακωμένα σώματα. Στα Τέμπη όμως επιλέχθηκε η «επιστημονική ακροβασία» της μη διερεύνησης, σβήνοντας έτσι κάθε ίχνος αλήθειας που θα μπορούσε να αποκαλύψει τι πραγματικά συνέβη μες στα φλεγόμενα βαγόνια.
Zούσαν πριν από τη φωτιά;
Παρότι στις δεκάδες σορούς των θυμάτων δεν πραγματοποιήθηκε τοξικολογική εξέταση, εξαιρέσεις έγιναν μόνο για τους δύο μηχανοδηγούς και τον ελεγκτή εισιτηρίων, καθώς η τραγωδία των Τεμπών είχε αρχικά καταγραφεί ως «σιδηροδρομικό τροχαίο». Και μόνο το ότι εκεί αποκαλύφθηκαν ευρήματα θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό.
Σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις που φέρνει στο φως το Documento, στη σορό των δύο μηχανοδηγών ανιχνεύτηκε ανθρακυλαιμοσφαιρίνη σε ποσοστό μικρότερο του 5%. Σύμφωνα με τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία (Practical Forensic Pathology and Toxicology, Dean & Powers, 2024· Knight & Saukko, Forensic Pathology, 5th ed., 2022), η παρουσία ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στο αίμα αποτελεί αδιάψευστη ένδειξη εισπνοής μονοξειδίου του άνθρακα, δηλαδή επιβίωσης μετά τη σύγκρουση και πριν από την εκδήλωση της φωτιάς. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Pillay (2023), η ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης ορίζεται ως βασικός δείκτης ασφυκτικού θανάτου από μονοξείδιο και προβλέπεται υποχρεωτική τοξικολογική διερεύνηση σε απανθρακωμένες ή αλλοιωμένες σορούς (Textbook of Forensic Medicine & Toxicology (20th ed.). Jaypee Brothers Medical Publishers).
Αλλωστε και ο ιατροδικαστής Κων. Ανδρέου είχε αναφέρει σχετικά στο Documento ότι «η ανεύρεση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης καταδεικνύει ότι τα άτομα εισέπνευσαν μονοξείδιο του άνθρακα. Παράλληλα, μπορεί να αναζητηθούν και να βρεθούν άλλες ουσίες – παράγωγα καύσης υλικών που ευρίσκονταν στο μέσο μεταφοράς (πλαστικών κ.ά.)». Με απλά λόγια, το μονοξείδιο συνδέεται με την αιμοσφαιρίνη δημιουργώντας ανθρακυλαιμοσφαιρίνη και στερώντας έτσι από τον οργανισμό το οξυγόνο – ένα εύρημα που, αντί να διερευνηθεί, θάφτηκε κάτω από το χαλί. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το εύρημα στην ιατροδικαστική έκθεση του ελεγκτή, όπου «αναγνωρίζεται άφθονη ποσότητα αιθάλης στα έξω στόμια των αεροφόρων οδών». Μάλιστα, και στην ιατροδικαστική έκθεση του ενός μηχανοδηγού αναφέρεται επίσης «κηλίδωση ενδυμάτων και σώματος εξ αιθάλης».
Η παρουσία αιθάλης στους αεραγωγούς ή στα εξωτερικά στόμια του αναπνευστικού συστήματος αποτελεί σαφή ένδειξη εισπνοής καπνού εν ζωή, δηλαδή ότι το άτομο ήταν ζωντανό τη στιγμή της πυρκαγιάς. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιείται διεθνώς για τη διάκριση μεταξύ προθανάτιας και μεταθανάτιας έκθεσης στη φωτιά (Byard, J., Forensic Pathology Reviews, Springer, 2021· Cause of Death in Charred Bodies: Reflections and Operational Insights Based on a Large Cases Study, 2022).
Οι ιατροδικαστές λοιπόν είχαν κάθε λόγο να παραγγείλουν τοξικολογικές εξετάσεις σε όλα τα θύματα, όμως δεν το έπραξαν. Αλλωστε τον Νοέμβριο του 2024, το Documento αποκάλυψε το ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωνή μιας εγκλωβισμένης κοπέλας να ψιθυρίζει «δεν έχω οξυγόνο», επιβεβαιώνοντας όσα τα πρώτα πορίσματα είχαν ήδη υπονοήσει, ότι αρκετοί επιβάτες ήταν ζωντανοί μετά τη σύγκρουση.
Τι είπαν οι ιατροδικαστές
Οι «ιατροδικαστές των Τεμπών», Χρήστος Κραββαρίτης, Χρυσ. Κούση και Ρουμπίνη Λεονταρή – οι τρεις που υπέγραψαν τις επίμαχες εκθέσεις– κλήθηκαν τον Ιούλιο του 2024 σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι για παράβαση καθήκοντος, μετά τις μαζικές μηνύσεις των συγγενών των θυμάτων. Ενώπιον του αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας Ιωάννη Μαγκούτα υποστήριξαν ότι οι τοξικολογικές εξετάσεις «διενεργούνται κατά την κρίση των ιατροδικαστών» και ότι δεν ήταν αναγκαίες, αφού «στις απανθρακωμένες σορούς ο θάνατος επήλθε λόγω της άμεσης επίδρασης της φωτιάς. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε περιθώριο προς διερεύνηση επέλευσης θανάτου από άλλη αιτίας, όπως ανοξυγοναιμία που δημιουργείται λόγω εισπνοής ικανής ποσότητας παραχθέντος μονοξειδίου του άνθρακα σχηματίζοντας έτσι ανθρακυλαιμοσφαιρίνη».
Εν συνεχεία ανέφεραν ότι η ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης ενδείκνυται για την απόδειξη ασφυκτικού θανάτου και πως «ο εντοπισμός αιθάλης στα όργανα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος αποδεικνύει ότι το άτομο ήταν εν ζωή κατά την εκδήλωση της φωτιάς». Παραδέχονται επίσης ότι στο Μάτι (2018) και στην Ηλεία (2007) πραγματοποιήθηκαν πλήρεις τοξικολογικές «για την ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης» – δηλαδή για τα ίδια ευρήματα που εντοπίστηκαν και στα Τέμπη και τα οποία, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, θα μπορούσαν να υποδηλώνουν πιθανή επιβίωση μετά τη σύγκρουση.
Πώς υποβάθμισαν το εύρημα
Εντύπωση προκαλεί και κάτι ακόμη. Στις εξηγήσεις τους οι τρεις ιατροδικαστές υποβαθμίζουν τα ευρήματα ανθρακυλαιμοσφαιρίνης που βρέθηκαν στους μηχανοδηγούς, αναφέροντας ότι ανιχνεύτηκαν μικρές συγκεντρώσεις ανθρακυλαιμοσφαιρίνης, που δεν δικαιολογούν «συμμετοχή στην αιτία θανάτο», αφού το ποσοστό που εντοπίστηκε ήταν «της τάξης του ελαχίστου ορίου ανίχνευσης, δηλαδή κάτω του 5%». Ωστόσο, η σύγχρονη βιβλιογραφία καταγράφει μια διαφορετική επιστημονική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με το Knight & Saukko, Forensic Pathology (5th ed., CRC Press, 2022), σε θανάτους από πυρκαγιά, ακόμη και χαμηλές συγκεντρώσεις ανθρακυλαιμοσφαιρίνης, όταν σχετίζονται με αιθάλη στις αεραγωγές, αποδεικνύουν ότι το θύμα ήταν ζωντανό κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς. Στο ερώτημα τι σημαίνει το ποσοστό ανθρακυλαιμοσφαιρίνης «κάτω του 5%», ιατροδικαστής που βρέθηκε στην ιατροδικαστική διαδικασία των Τεμπών εξήγησε ότι τέτοια επίπεδα θεωρούνται χαμηλά και η ερμηνεία ποικίλλει ανάλογα με το αν το θύμα ήταν καπνιστής. Ωστόσο προκύπτει εύλογο ερώτημα: Κατά την ιατροδικαστική διαδικασία ελήφθη υπόψη μια τέτοια παράμετρος; Ρωτήθηκαν οι οικογένειες των θυμάτων για τυχόν σχετικό ιστορικό; Ανατρέχοντας στη διεθνή βιβλιογραφία, πράγματι αναφέρεται ότι ποσοστά κάτω του 10% μπορεί να θεωρηθούν χαμηλά. Ωστόσο τονίζεται ότι οι τιμές αυτές δεν μπορούν να αξιολογηθούν μεμονωμένα· πρέπει να εξετάζονται πάντα σε συνάρτηση με τις συνθήκες θανάτου και τη δυναμική της πυρκαγιάς. Ετσι, αντί να κλείνει το ζήτημα, η αναφορά «<5%» ανοίγει κρίσιμα ερωτήματα για το αν έγινε ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη εκτίμηση του ευρήματος.
Οπως υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στη μελέτη των Miziara et al. (2021), «ένα άτομο μπορεί να ήταν ζωντανό κατά τη διάρκεια της φωτιάς, αλλά να εμφανίζει φυσιολογικά επίπεδα ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στο αίμα – όπως συμβαίνει στα θύματα αστραπιαίων πυρκαγιών». Συνεχίζοντας οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα επίπεδα ανθρακυλαιμοσφαιρίνης πρέπει να ερμηνεύονται πάντα μέσα στο συνολικό πλαίσιο του περιστατικού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το βιβλίο «Medicolegal investigation of death» από τους Spitz και Fisher, όπου επισημαίνεται ότι ένα χαμηλό ή φυσιολογικό επίπεδο ανθρακυλαιμοσφαιρίνης σε περίπτωση πυρκαγιάς δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο ήταν νεκρό προτού ξεκινήσει η πυρκαγιά. Στα Τέμπη, όπου η φωτιά εκδηλώθηκε μόλις τρία λεπτά μετά τη σύγκρουση, η χαμηλή τιμή ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στους μηχανοδηγούς θα μπορούσε να εγείρει σοβαρό επιστημονικό ερώτημα για το αν τα θύματα ήταν ζωντανά μετά τη σύγκρουση και πριν από την έναρξη της φωτιάς.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις εξηγήσεις και τις εκθέσεις τους οι ιατροδικαστές αναφέρουν μόνο πως η ανθρακυλαιμοσφαιρίνη ήταν «κάτω του 5%», χωρίς να δίνουν ακριβή τιμή. Σε επιστημονικό πλαίσιο οι μετρήσεις δεν βασίζονται σε εύρος αλλά σε συγκεκριμένα δεκαδικά. Κι έτσι εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Αν το ποσοστό ήταν πράγματι τόσο χαμηλό, γιατί δεν καταγράφεται με ακρίβεια;
Παρότι λοιπόν αναγνώριζαν θεωρητικά τη σημασία της ανθρακυλαιμοσφαιρίνης και της αιθάλης ως ενδείξεων ζωής, στην πράξη δεν φαίνεται να αξιοποίησαν αυτά τα στοιχεία ώστε να προχωρήσουν σε ενδελεχή διερεύνηση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ενίσχυση της επιστημονικής σαφήνειας, αλλά ένα κενό που αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα.













































