Σύμφωνα με τον Rogoff, καθώς το «μεγάλο, υπέροχο» νομοσχέδιο του Trump για φόρους και δαπάνες οδεύει προς ψήφιση από το Κογκρέσο, είναι απολύτως σαφές ότι δεν πρόκειται να περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα που είχε φτάσει το 6,4% του ΑΕΠ το 2024 υπό την προεδρία Biden.
Αντίθετα, υποστήριξε ότι ο προϋπολογισμός του Trump προμηνύει ελλείμματα που θα πλησιάσουν ή και θα ξεπεράσουν το 7% του ΑΕΠ για το υπόλοιπο της θητείας του – εκτός αν μεσολαβούσε κάποιο σοβαρό σοκ, όπως μια νέα πανδημία, μια χρηματοπιστωτική κρίση ή ένας πόλεμος, που θα μπορούσαν να τα εκτινάξουν ακόμη υψηλότερα.
Όπως επισήμανε, οι διεθνείς επενδυτές δείχνουν διαχρονικά σχεδόν αχόρταγη διάθεση για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, τα οποία θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο.
Όμως, με το χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να βρίσκεται στο 122% του ΑΕΠ και μεγάλο μέρος του να πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί στους επόμενους μήνες, προειδοποιεί ότι αυτή η ζήτηση ίσως να μη διαρκούσε για πολύ ακόμη.
Οι αποδόσεις
Ο Rogoff επεσήμανε πως η απόδοση των 30ετών αμερικανικών ομολόγων κινείται γύρω στο 5% και των 10ετών γύρω στο 4,5%, δηλαδή αυξημένες κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με μια δεκαετία πριν.
Το αποτέλεσμα, κατά τον ίδιο, είναι ότι οι πληρωμές τόκων για το υφιστάμενο χρέος έχουν ήδη ξεπεράσει τις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος αναφέρει ότι πλέον θα έπρεπε να ήταν προφανές πως όσοι θεωρούσαν το δημόσιο χρέος ως «δωρεάν γεύμα», χωρίς κόστος για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, αγνοούσαν βασικές οικονομικές πραγματικότητες.
Όπως σημείωσε, είχε προειδοποιήσει εδώ και καιρό πως η εξομάλυνση των επιτοκίων ήταν αναπόφευκτη και ότι κανείς δεν θα έπρεπε να υποθέτει πως τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια θα διαρκούσαν για πάντα – πόσο μάλλον να ρισκάρει το οικονομικό μέλλον της χώρας επενδύοντας σε μια τέτοια υπόθεση.
Παραδέχθηκε πως αυτή η πραγματικότητα έχει γίνει πλέον αντιληπτή ακόμη και από τους πιο σκληρούς αρνητές του χρέους, και αναρωτήθηκε γιατί δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτή από τον ίδιο τον Trump, ο οποίος –τουλάχιστον στην πρώτη του θητεία– είχε δείξει δείγματα οικονομικού ρεαλισμού και προθυμίας να αλλάξει πορεία όταν κάποια πολιτική αποτύγχανε.
Πολιτικός ρεαλιστής
Ο Rogoff υποστήριξε πως η απάντηση βρίσκεται στο ότι ο Trump είναι πρωτίστως πολιτικός ρεαλιστής, καθώς αντιλαμβάνεται πως το αμερικανικό εκλογικό σώμα δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί οποιοδήποτε μέτρο που μοιάζει με «λιτότητα» – όρος που, όπως είπε, οι προοδευτικοί χρησιμοποιούν κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί να δείξει ότι υπάρχει συμβιβασμός ανάμεσα στις βραχυπρόθεσμες παροχές και το μακροπρόθεσμο κόστος της δημοσιονομικής χαλαρότητας.
Ο ίδιος τόνισε πως ο Trump και οι υποστηρικτές του επιμένουν ότι το νομοσχέδιό του θα υπερδιπλασιάσει την ανάπτυξη, δημιουργώντας φορολογικά έσοδα που θα αντισταθμίσουν τις εκτεταμένες φοροαπαλλαγές.
Όμως, όπως υπογράμμισε ο Rogoff, η ιστορία παρέχει ελάχιστη στήριξη σε αυτούς τους ισχυρισμούς.
Ανέφερε ότι τόσο οι αυξημένες κρατικές δαπάνες των Δημοκρατικών όσο και οι φοροαπαλλαγές των Ρεπουμπλικανών έχουν οδηγήσει στην αύξηση του αμερικανικού χρέους τα τελευταία 20 χρόνια, με τις φοροαπαλλαγές να ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος.
Θύμισε ότι η ιδέα πως οι φοροαπαλλαγές αυτοχρηματοδοτούνται είχε ήδη αποδομηθεί από τη δεκαετία του 1980, όταν οι μειώσεις φόρων επί προεδρίας Reagan οδήγησαν όχι σε ανάπτυξη, αλλά σε αύξηση των ελλειμμάτων.
Ο Rogoff αναρωτήθηκε εάν το αυξανόμενο χρέος θα μπορούσε να προκαλέσει πλήρη κρίση, και απάντησε πως, αν και δεν είναι απίθανο, το πιο πιθανό σενάριο είναι μια παρατεταμένη άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Εξήγησε ότι ο Trump δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα απλώς πιέζοντας τη Fed να μειώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια.
Εκτός εάν υπάρξει ύφεση, η Fed έχει ελάχιστο περιθώριο να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική χωρίς να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό – και υψηλότερος πληθωρισμός θα επιταχύνει περαιτέρω την άνοδο των επιτοκίων.
Πραγματικά επιτόκια
Όπως τόνισε, τα πραγματικά επιτόκια ανεβαίνουν εξαιτίας παραγόντων όπως το διογκούμενο παγκόσμιο χρέος, η γεωπολιτική αστάθεια, οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, η αποσύνθεση του πολυμερούς εμπορίου, οι ενεργειακές απαιτήσεις της τεχνητής νοημοσύνης και η λαϊκίστικη δημοσιονομική πολιτική.
Αν και, όπως είπε, δυνάμεις όπως η ανισότητα και η γήρανση του πληθυσμού μπορεί να ασκούν καθοδική πίεση στα επιτόκια, εκτίμησε ότι δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τους υπόλοιπους δομικούς και πολιτικούς παράγοντες.
Προειδοποίησε επίσης ότι οι πληθωριστικές προσδοκίες θα αυξηθούν εάν οι κυβερνήσεις δείξουν πως αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να ελέγξουν τη δυναμική του χρέους.
Επισήμανε, δε, ότι η επιθυμία του Trump να περιορίσει την παγκοσμιοποίηση και να κλείσει την οικονομία εσωτερικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια.
Ανέφερε ότι τα διαχρονικά εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ συνήθως καλύπτονται από εισροές ξένων κεφαλαίων, οι οποίες αν μειωθούν, θα εντείνουν τις πιέσεις στις αποδόσεις.
Υπογράμμισε επίσης ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται στον Trump, αφού τα επιτόκια είχαν ήδη αρχίσει να αυξάνονται κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Biden.
Εάν οι Δημοκρατικοί είχαν κερδίσει τον Λευκό Οίκο και τα δύο σώματα του Κογκρέσου το 2024, οι δημοσιονομικές προοπτικές, σύμφωνα με τον Rogoff, θα ήταν εξίσου σκοτεινές.
Εξήγησε ότι μέχρι να ξεσπάσει κάποια κρίση, η πολιτική βούληση για παρέμβαση παραμένει περιορισμένη, καθώς κάθε ηγέτης που προτείνει δημοσιονομική ενοποίηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να αποπεμφθεί.
Τέλος, αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να εκδηλωθεί μια τέτοια κρίση.
Όπως εξήγησε στο πρόσφατο βιβλίο του Our Dollar, Your Problem, η μορφή της κρίσης εξαρτάται από το σοκ που θα την πυροδοτήσει και την αντίδραση της εκάστοτε κυβέρνησης.
Ρώτησε αν ο Trump θα ακολουθούσε μια καταπιεστική χρηματοοικονομική πολιτική, όπως η Ιαπωνία – και σε μικρότερο βαθμό η Ευρώπη – ή αν είναι πιο πιθανό ένα νέο κύμα πληθωρισμού.
Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε πως οι επενδυτές ομολόγων στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα: το «μεγάλο, υπέροχο» χρέος του Trump θα ζημιώσει τελικά τόσο την αμερικανική οικονομία όσο και το δολάριο.
Και όσο κι αν είναι δυσάρεστο, πρόκειται για μια αλήθεια που δεν μπορεί να αγνοηθεί.