Διαιρεμένη , πολυτεμαχισμένη και βαρύτατα ηττημένη η ΕΕ βρίσκεται στον προθάλαμο της αποσύνθεσης και της διάλυσης .
Η τελευταία ίσως ”γενναία” πράξη της σαδιστικής ΕΕ ήταν ο μνημονιακός στραγγαλισμός της Ελλάδας, ο οποίος δυστυχώς συνεχίζεται και κλιμακώνεται μέσω μιας υπόδουλης , αργυρώνητης και προσκυνημένης κυβέρνησης και μιας εθελόδουλης διαπλεκόμενης αντιπολίτευσης .
Σήμερα φαίνεται πια καθαρά ότι ο μόνος δικαιωμένος είναι ο κατασυκοφαντημένος Παν. Λαφαζάνης ο οποίος έγκαιρα και πιο έντονα τον Ιούλιο του 2015 πρότεινε τη μόνη ρεαλιστική για τη χώρα λύση της εξόδου από το ευρώ , της εγκατάλειψης των μνημονίων και της εφαρμογής της συμφωνίας που είχε κάνει στην Αγία Πετρούπολη τον Ιούνιο του 2015 για να περάσει από την Ελλάδα αγωγός με ρωσικό αέριο και κατεύθυνση τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη , αγωγός που διασφάλιζε στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία.
Αυτή η διέξοδος παραμένει με ακόμα μεγαλύτερη επιτακτικότητα ως λύση και σήμερα με πρώτο μεγάλο βήμα των τερματισμό των ηλίθιων κυρώσεων προς τη Ρωσία και την άμεση αποκατάσταση καλών φιλικών σχέσεων στην κατεύθυνσης μιας στρατηγικής ελληνορωσικής συνεργασίας
Παν . Λαφαζάνης
Χωρίς “λευκό καπνό” ολοκληρώθηκε η έκτακτη συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών στο Παρίσι, με αντικείμενο την εξέταση της ευρωπαϊκής απάντησης στην απόφαση Τραμπ να ξεκινήσει συνομιλίες με τη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σε παταγώδη αποτυχία, δεδομένης της κρισιμότητας της συγκυρίας, κατέληξε η πρωτοβουλία της Γαλλίας ούτως ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να τηρήσει ενιαία στάση υπέρ της Ουκρανίας, εν μέσω αυξανόμενης ανησυχίας σχετικά με τις προθέσεις του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες που έδωσαν «ραντεβού» στο Παρίσι, αφότου είχαν αιφνιδιαστεί από την απόφαση των ΗΠΑ να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία -χωρίς ωστόσο να προσκαλέσουν κανέναν εκπρόσωπο από την Ευρώπη ή την Ουκρανία- δεν κατέληξαν σε συμφωνία για την αποστολή στρατευμάτων με σκοπό την επιτήρηση ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας.
Ύστερα από συνάντηση 3,5 ωρών στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων, η αντίδραση των ηγετών απέναντι στη μεγαλύτερη γεωπολιτική ανατροπή των τελευταίων δεκαετιών κρίθηκε υποτονική, σχολιάζει το Politico.
«Γνωρίζουμε ότι τέτοιες συναντήσεις δεν καταλήγουν σε αποφάσεις» δήλωσε ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ μετά τη συνάντηση.
Οι ηγέτες δεν κατέληξαν σε νέες κοινές προτάσεις, διαφώνησαν για την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία και επανέλαβαν τα συνήθη ευχολόγια περί στήριξης της Ουκρανίας και αύξησης των αμυντικών δαπανών.
«Σήμερα στο Παρίσι επιβεβαιώσαμε ότι η Ουκρανία αξίζει την ειρήνη μέσω της ισχύος» δήλωσαν από κοινού η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα.
Η βασική διαφωνία αφορούσε το αν θα έπρεπε να σταλούν στρατεύματα στην Ουκρανία σε περίπτωση συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αποκλείσει τόσο την αποστολή αμερικανικών δυνάμεων όσο και την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, κάτι που σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αποτροπής μιας νέας ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία θα βαρύνει αποκλειστικά τους Ευρωπαίους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν ένα ερωτηματολόγιο στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, ζητώντας να διευκρινίσουν τι θα ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν για την επιβολή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, καθώς και τι θα ανέμεναν από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν υπήρξε συναίνεση στο ζήτημα.
Η Γαλλία, της οποίας ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ήταν ο πρώτος που παρουσίασε την πρόταση περί στρατευμάτων, και ο Κιρ Στάρμερ από το Ηνωμένο Βασίλειο τάσσονται υπέρ της, αν και ο δεύτερος ξεκαθάρισε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν, επίσης, σε οποιαδήποτε ειρηνευτική δύναμη. Ο Βρετανός πρωθυπουργός τόνισε την ανάγκη ύπαρξης «αμερικανικής εγγύησης» μετά την εδραίωση της ειρήνης στην Ουκρανία, προκειμένου να «αποτραπεί η Ρωσία από το να επιτεθεί ξανά στο Κίεβο».
Ωστόσο, η Πολωνία -που είναι κράτος πρώτης γραμμής και στενός σύμμαχος της Ουκρανίας, διαθέτοντας έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στην Ευρώπη- διαφώνησε. «Δεν προβλέπουμε την αποστολή Πολωνών στρατιωτών στην Ουκρανία» δήλωσε ο Ντόναλντ Τουσκ από τη Βαρσοβία, πριν αναχωρήσει για το Παρίσι.
«Η Πολωνία απλώς δεν διαθέτει την επιπλέον δυνατότητα να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία» ανέφερε υψηλόβαθμος Πολωνός αξιωματούχος υπό τον όρο της ανωνυμίας, επισημαίνοντας ότι η χώρα έχει μακρά σύνορα με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ και τη Λευκορωσία, τα οποία απαιτούν ενίσχυση από τις πολωνικές δυνάμεις. «Οι Γάλλοι είναι μακριά, οπότε μπορούν να στείλουν στρατιώτες στην Ουκρανία· εμείς είμαστε κοντά, άρα δεν μπορούμε».
Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία είναι «εντελώς πρόωρη» και «εξαιρετικά ακατάλληλη» όσο ο πόλεμος συνεχίζεται.
Η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέττε Φρεντέρικσεν, ανέφερε από την πλευρά της ότι «πολλά, πάρα πολλά» ζητήματα πρέπει να διευκρινιστούν προτού σταλούν στρατεύματα στην Ουκρανία.
Το μόνο που κατόρθωσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν να βρουν κοινό έδαφος στην ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών – μια τάση που καταγράφεται σταθερά εδώ και μια δεκαετία.
Ο Κιρ Στάρμερ αναγνώρισε ότι «οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους, τόσο όσον αφορά τις δαπάνες όσο και τις επιχειρησιακές δυνατότητες που παρέχουμε στην Ουκρανία», ενώ ο Ντόναλντ Τουσκ σημείωσε ότι οι αμυντικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ εισέρχονται «σε ένα νέο στάδιο», καθώς οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν την ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση στην άμυνα και μεγαλύτερη αυτάρκεια.
«Η Ευρώπη έχει κατανοήσει το μήνυμα των ΗΠΑ ότι πρέπει να κάνει περισσότερα από μόνη της» δήλωσε ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ντικ Σχόοφ, προσθέτοντας: «Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να υπάρξουν συγκεκριμένες συμφωνίες».
Ο Όλαφ Σολτς επανέλαβε τη στήριξή του στην πρόταση της ΕΕ για ενεργοποίηση ρήτρας έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να αυξηθούν μαζικά οι αμυντικές δαπάνες — μια πρόταση που υποστήριξε και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου την περασμένη εβδομάδα.
Η κίνηση αυτή θα επέτρεπε στις κυβερνήσεις να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να παραβιάζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Οι υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, έχουν ταχθεί υπέρ της επιλογής αυτής, υποστηρίζοντας ότι θα τους επέτρεπε να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να προβούν σε άλλες περικοπές στους προϋπολογισμούς τους.