O Παντελής Βούλγαρης και η «κινηματογραφική» του θέση απέναντι στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας

5500
λούλα

Το Νοέμβρη του 2009, προ κρίσης, πριν η Γερμανική ΕΕ τσακίσει την δληθεν «ισχυρή» Ελλάδα με όπλο το γερμανικό «ευρώ», ένα νόμισμα «δολοφόνο» των μικρών οικονομιών του νότου της Ευρώπης αλλά και των ευρωπαϊκών λαϊκών στρωμάτων , δημοσίευα στην «ΗΜΕΡΗΣΙΑ του Σαββάτου» την παρακάτω κριτική για την νέα τότε ταινία του Π. Βούλγαρη:

«ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ»

Μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη που προκαλεί την «ανάκληση της μνήμης»

Xωρίς καμία πρόθεση να μπω στα χωράφια της κριτικής κινηματογράφου και να κατηγορηθώ για «αντιποίηση αρχής», δεν άντεξα τον πειρασμό να μην καταθέσω κάποιες σκέψεις που μου προκλήθηκαν από την παρακολούθηση της ταινίας , συμμετέχοντας έτσι στον έντονο διάλογο που, ευτυχώς λέω εγώ, άνοιξε.

Ο εμφύλιος πόλεμος που σημάδεψε όλη τη μεταπολεμική μας ιστορία, ενέπνευσε γενικά την τέχνη στην Ελλάδα, αλλά με έναν τρόπο που μας είναι οικείος. Δηλαδή με τη διαχείριση του πόνου περισσότερο παρά με την τόλμη του ανοίκειου, εκείνου δηλαδή του τρόπου που θέτει σε αμφισβήτηση βολικές αντιλήψεις και εθνοενοποιητικές δήθεν ιδέες.

Ομως συμφιλίωση με τις μαύρες σελίδες της Ιστορίας για τους λαούς σημαίνει γνώση. Αυτοί που αρνούνται να αναμετρηθούν με το παρελθόν, αυτοί που αρνούνται να βιώσουν το πένθος και την απώλεια, δεν μπορούν να ζήσουν αυθεντικά ούτε το παρόν.

Παρατηρούμε λοιπόν, όχι δυστυχώς με έκπληξη, ότι 60 χρόνια μετά, ο Εμφύλιος Πόλεμος συνεχίζει να αποτελεί αγκάθι για την κοινωνία.

Και πώς να γίνει διαφορετικά, όταν μόλις μετά το 1989 άνοιξε ουσιαστικά για τους ιστορικούς η συζήτηση (μεγάλη η συμβολή του Γιώργου Μαργαρίτη, του Αγγελου Ελεφάντη και του Φίλιππου Ηλιού), όταν ακόμα τα κυριότερα αρχεία βρίσκονται στα υπόγεια του Περισσού και η ιστορική έρευνα σκοντάφτει στην κομματική διαχείριση της ιστορίας.

Ενώ λοιπόν η πολιτική αντιπαράθεση τόσο στο εσωτερικό της αριστεράς , όσο και των πολιτικών κομμάτων (δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών), είναι ακόμα ζωντανή, ο σκηνοθέτης επέλεξε ως θέμα της ταινίας του τις μάχες στο Γράμμο που οδήγησαν στο τέλος του εμφυλίου και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, (1949) με την εμπλοκή των Αμερικανών.

Ετσι όμως, σχηματικά μιλώντας, ήταν σαν να παρακολουθήσαμε το τρίτο μέρος μιας τραγικής τριλογίας χωρίς να γνωρίζουμε τα δύο πρώτα . Δηλαδή το έπος της Αντίστασης (πρώτο) και τη περίοδος της τρομοκρατίας μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά του 1944 (δεύτερο), που οδήγησαν και στην εμφύλια σύρραξη.

Σαν να ξεκινά δηλαδή η τραγωδία με τον Οιδίποδα τυφλό και θρηνούντα, χωρίς οι θεατές να γνωρίζουν τί αμαρτίες πλήρωσε ο τραγικός ήρωας.

Αυτή η ελλειμματικότητα στην οικονομία της αφήγησης, δημιούργησε την σεναριακή αμηχανία που ακολουθούσε όλη την εξέλιξη. Ηταν προφανώς όμως αναγκαία για την ιδεολογία της «ψυχικής συμφιλίωσης», της λογικής των «Αδερφοφάδων» που επέτρεψε την συγκατοίκηση των «δύο Ελλάδων» των μεταπολεμικών δεκαετιών, και της λογικής των μοιραίων «ξένων επεμβάσεων» που ανακυκλώνει αφηγηματικά η ταινία.

Βεβαίως είναι γνωστό ότι η αισθητική του Βούλγαρη σε όλες τις ταινίες του από το Happy day έως τα Πέτρινα χρόνια, συνίσταται ακριβώς στην επίδραση που έχουν τα δραματικά ιστορικά γεγονότα στο άτομο προσωπικά και στον ψυχισμό του , την ανάδειξη δηλαδή του βιωμένου συναισθήματος όταν έρχεται αντιμέτωπο με τη θηριωδία της Ιστορίας, σε αντίθεση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που τοποθετεί την ίδια την Ιστορία στο προσκήνιο. Οπου επικά σχεδόν πρωταγωνιστεί η Ιστορία , τα μεγάλα αγάλματα και όχι το πρόσωπο του καθενός που λειτουργεί σχεδόν ως «ρόλος» κατά τον «ρουν» της ιστορίας.

Παρόλα αυτά, στις αρετές της ταινίας εγγράφεται σαφώς η αφήγηση του εμφυλίου ως πολέμου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο σκληρά ποιητικός ρεαλισμός της , όσο και αν ακούγεται αδόκιμος ο όρος, σε συνδυασμό με τις σκηνές- ντοκουμέντα για τη χρήση βομβών ναπάλμ από τους Αμερικανούς, η δουλοπρέπεια των στρατηγών του εθνικού στρατού μπροστά στο κατσάδιασμα των Αμερικανών και η προσπάθεια εικαστικής αποτύπωσης της ψυχικής διάρρηξης των εμπλεκομένων μερών, νικητών και ηττημένων σ’ ένα ρημαγμένο τοπίο μετά ρεαλιστικής αισθητικής, αποτελούν τα δυνατά της σημεία.

Θα μου μείνει αξέχαστη η στιγμή που το μικρό κορίτσι, κατακαμένο από τις βόμβες ναπάλμ, τριγυρνώντας μόνο του μέσα στο μαυρισμένο δάσος, ρωτάει «ποιος νίκησε; Εμείς»;

Και σ’ αντιδιαστολή, το βαθουλωμένο βλέμμα του Θανάση Βέγγου όταν ψάχνει να βρει για να παραλάβει τη σωρό του νεκρού γιού του, φαντάρου του εθνικού στρατού, που δεν τον ρώτησε κανείς εάν ήθελε να υπηρετήσει. Ένα ταξίδι ανάμεσα σε φέρετρα ».

Νοέμβριος 2017 και ο Βούλγαρης κινάει για ένα ταξίδι προς τα πίσω και στις αίθουσες προβάλλεται το «Τελευταίο Σημείωμα» που αφορά μια ηρωική και τραγική συνάμα στιγμή της Εθνικής Αντίστασης.

Την εκτέλεση 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, εγκλείστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου από τους Γερμανούς, με σημαίνουσα μορφή τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ως αντίποινα για την εκτέλεση τρεις μέρες πριν, του Γερμανού μεράρχου , διοικητή της Λακωνίας, στρατηγού Κρεγκ, από τους αντάρτες. Αφηγείται κινηματογραφικά αυτήν την τόσο φορτισμένη συναισθηματικά και πολιτικά ιστορία που έδωσε το προσωνύμιο «Θυσιαστήριο» στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και τιμάται κάθε χρόνο (δεν αναλύουμε εδώ τη σκοπιμότητα των τιμώντων προσώπων).

Μία πάρα πολύ γνωστή δηλαδή ιστορία.

Δεν μπορούμε λοιπόν να αγνοήσουμε ή να θεωρήσουμε συμπτωματικό το γεγονός της χρονικής στιγμής προβολής αυτής της ταινίας, που προφανώς έχει αρκετά χρόνια προετοιμασίας πίσω της.

Εφτά χρόνια μετά την επιβολή των Μνημονίων, το να φέρνει κανείς στο προσκήνιο τη φρικτή σφαγή των κομμουνιστών από τους Γερμανούς ναζί και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου η ΕΕ προσπαθεί να «αποκομουνιστοποιήσει» την αντιφασιστική νίκη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και να εξισώσει τους δύο δήθεν «ολοκληρωτισμούς» (σταλινισμό με ναζισμό), βγάζοντας λάδι την συμμετοχή του γερμανικού Κεφαλαίου στην άνδρωση και επικράτηση του φασισμού, δεν είναι μια «ουδέτερη» στάση. Δείχνει ότι ο Παντελής Βούλγαρης και η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη που έγραψε το σενάριο , λειτουργούν «εντός ιστορικού χρόνου» και κάνουν μια γενναία και συνειδητή επιλογή «στρατοπέδου», ακυρώνοντας στο μέτρο που τους αναλογεί «τους αναθεωρητές» της Ιστορίας. Κι αυτό τιμάει πρώτα εμάς που μοιραζόμαστε αυτόν τον ίδιο τόπο και την ιστορία του, αλλά και τους ίδιους, την προσωπική τους ιστορία και διαδρομή από τις φυλακές και εξορίες της χούντας έως τα θλιβερά χρόνια των «μνημονίων» .

Και όχι δεν θα ξεχάσω ότι τον πρώτο χρόνο των μνημονίων, όταν κανένας διανοούμενος ή καλλιτέχνης (τουλάχιστον από τους πιο επώνυμους) δεν έκανε δημόσια παρέμβαση υπέρ ενός λαού που βρισκόταν στους δρόμους για να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα που ένιωθε ότι είχε ξεσπάσει, ήταν ένα γράμμα της Ιωάννας Καρυστιάνη και της Μάρως Δούκα στις εφημερίδες, που έσπασε τη μαύρη σιωπή και μας έδωσε θάρρος. Μια επιστολή που ρητά και χωρίς αστερίσκους έπαιρνε θέση κατά του Μνημονίου της λαϊκής και εθνικής λεηλασίας.

«Το τελευταίο σημείωμα» θεωρώ πως είναι ίσως η πιο άρτια ταινία του γνωστού σκηνοθέτη. Ένα απαύγασμα των ιδεών του και το καταστάλαγμα της φόρμας του, σαν η κινηματογραφική του γλώσσα να έχει βρει τις ακριβείς διόδους της αφήγησης.

Το οποίο και μεταφράζεται σ’ αυτό που θα ονομάζαμε «ποιητικό και ψυχογραφικό ρεαλισμό», δηλαδή στη σύζευξη της πιο πιστής απεικόνισης ενός ιστορικού γεγονότος (ακόμα και με στοιχεία ντοκουμέντου) με την κινηματογραφική αποτύπωση των πιο βαθέων συναισθημάτων των ηρώων , με την ανάδειξη του Προσώπου ενός εκάστου. Μια ατμόσφαιρα που εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων και την άλλη, την ονειρική , την ανθρώπινη, την ερωτική , την αγαπησιάρικη των κρατουμένων –μελλοθανάτων.

Μια μάχη ανάμεσα στην Ομορφιά του Αγωνιζόμενου Ανθρώπου και την Ασχήμια των Γερμανών Ναζιστών και της κοσμοθεωρίας τους.

Και το κυριότερο: Ο Κομμουνιστής – Κομμουνίστρια (υπέροχες οι σκηνές από τους θαλάμους των γυναικών )ανάγεται μπροστά στα μάτια μας ως ο Αρτιος Ανθρωπος.

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν είναι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, ούτε ο Εκλεκτός, είναι αυτός που συλλογικά αναδείχτηκε ως Πρώτος μέσα στους Πρώτους. Γιατί όλοι οι κρατούμενοι έχουν τη δική τους αξιοθαύμαστη ιστορία ζωής, που η ταινία αναδεικνύει.

Οι κομμουνιστές οδεύουν στο θάνατο με θάρρος γιατί επέλεξαν μια αγωνιστική αξιοπρεπή στάση ζωής και είναι έτοιμοι να πληρώσουν τις συνέπειες . Αγαπούν τη ζωή έως το μεδούλι, δεν είναι κατατονικοί ούτε αυτοκτονικοί . Δεν είναι «τζιχαντιστές» για να τολμήσω έναν νεολογισμό.

Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941,. Δεν έγινε ηρωίδα γι αυτό.

Αυτή είναι η άποψη που κυριαρχεί στην ταινία του Βούλγαρη. Αυτή είναι η κύρια οπτική του γωνία πάνω σε ένα γνωστό ιστορικό γεγονός.

Μια ταινία ιστορικού περιεχομένου την κρίνουμε πρώτα ως ένα έργο τέχνης και εν προκειμένου της τέχνης του κινηματογράφου και κατά δεύτερο λόγο για την «αλήθεια» των ιστορικών γεγονότων στα οποία στηρίζεται. Αν αποδίδεται δηλαδή, χωρίς παραχαράξεις, το ιστορικό πλαίσιο. Δεν είναι ιστορικό ντοκιμαντέρ ώστε η αξία του να κρίνεται από την λεπτομερή και εκτενή αναφορά των ιστορικών γεγονότων.

Για παράδειγμα ανάμεσα στους «200» εκτελεσθέντες αγωνιστές, ήταν 7 τροτσκιστές και 5 αρχειομαρξιστές, δεν ήταν όλοι μέλη του ΚΚΕ, αλλά το γεγονός αυτό είναι αδιάφορο από την πλευρά ενός σκηνοθέτη μια δραματοποιημένης ιστορικής ταινίας που τον αφορά το γενικό πολιτικό πλαίσιο, σημαντικό όμως για έναν σκηνοθέτη και σεναριογράφο ντοκιμαντέρ…

Παράλληλα, πέραν όλων των άλλων, αυτού του είδους τα έργα προτρέπουν τον θεατή φεύγοντας από την αίθουσα προβολής, ν’ αναζητήσει περισσότερα στοιχεία πάνω στο ιστορικό θέμα που αναδείκνυε η ταινία.

Ο Παντελής Βούλγαρης και κυρίως η Ιωάννα Καρυστιάνη, απέδωσαν τα γεγονότα με την ακρίβεια ιστορικού και την ευαισθησία του καλλιτέχνη.

Με απόλυτη οικονομία αφήγησης, στα πρώτα πέντε λεπτά μας συστήνει τον κεντρικό ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη μέσα από τον διάλογο με τον Γερμανό διοικητή του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ, ο οποίος και τον περιγράφει λεπτομερώς, διαβάζοντας τον φάκελό του (Κομμουνιστής, κρατούμενος στην Ακροναυπλία, μορφωμένος, γνώστης ξένων γλωσσών κλπ). Μέσα στους θαλάμους θα μάθουμε ότι ακολουθώντας πιστά την εντολή του κόμματος αποδέχθηκε τη θέση του διερμηνέα του γερμανού διοικητή.

Θα παρακολουθήσουμε την προσπάθεια του διοικητή να τον εκμαυλίσει και τη σταθερή του στάση να μην αφήνει ούτε πόντο να κερδίσει ο αντίπαλος. Κι όλα αυτά ήρεμα, σα να βγαίνουν μαζί με την ανάσα του χωρίς ηρωικές τυμπανοκρουσίες.

Σε άλλα πλάνα (μακριά από το στρατόπεδο) παρακολουθούμε τους αντάρτες να επιτίθενται και να σκοτώνουν το στρατηγό Κρεχ.

Και σε άλλο πλάνο τους Γερμανούς να εφαρμόζουν αντίποινα, να κυνηγούν και να σκοτώνουν ανθρώπους της υπαίθρου , δηλαδή της περιοχής των Μολάων.

Μέσα στο ντουζ βλέπουμε τους Γερμανούς αξιωματικούς να πλένονται, – ευφυής σκηνή εφόσον παρουσιάζονται ως άθλια ανθρωπάκια χωρίς τις στολές που τους δίνουν αξία- και να πληροφορούν ο ένας τον άλλον ότι πρόκειται να εκτελεστούν 200 κομμουνιστές.

Ο Ν. Σουκατζίδης που εκτελεί αγγαρεία πλένοντας τα βρώμικα πατώματα, λιποθυμάει… Δεν γνωρίζω προσωπικά αν αποτελεί στοιχείο ιστορικής έρευνας. Αλλά η σκηνή ήταν υπέροχη…. Είπαμε , η ταινία περιέχει και μυθοπλασία δεν είναι ντοκιμαντέρ…

Και πόσο ανθρώπινο είναι να λιποθυμήσει κάποιος όταν ακούει ότι 200 σύντροφοί του θα εκτελεστούν!!! Αυτό είναι μέρος του μεγαλείου του .

Μέσα στους θαλάμους των κρατουμένων θα παρακολουθήσουμε τις σοφές συζητήσεις του Σουκατζίδη με τον καθοδηγητή του, τον παλιό ακροναυπλιώτη, θα δούμε την οργάνωση των κρατουμένων από το κόμμα, ακόμα και τις μικρές συρράξεις ή αντιδικίες.

«Δε θέλω να πεθάνω, γιατί αγαπώ», θα ψιθυρίσει ο Σουκατζίδης στον καθοδηγητή του… Και τώρα γνωρίζουμε ότι αυτή τη φράση δεν την είπε ιστορικά ο Σουκατζίδης, αλλά μια ετοιμοθάνατη αγωνίστρια του ΔΣΕ στο αυτί του Χαρίλαου Φλωράκη… Ποια όμως η διαφορά;

Ο Σουκατζίδης δεν θα αποδεχτεί ν’ ανταλλάξει τη θέση του στο απόσπασμα με κάποιον άλλον «έστω ανάπηρο, ή γέρο»… Γιατί θα ήταν άτιμο….

Δεν είναι δυνατόν φυσικά στο πλαίσιο αυτού του κριτικού σημειώματος να αναφερθώ σε όλες τις σκηνές της ταινίας που όπως είπαμε κατευθύνονται όλες στο να αποτυπωθεί στο πανί η αισθητική άποψη (με την έννοια και της ηθικής ως τμήμα της ) του σκηνοθέτη για τα γεγονότα.

Αναφέρομαι σε κάποιες εμβληματικές σκηνές στην προσπάθειά μου να δώσω το στίγμα της.

Ολη η ταινία διαχέεται από μικρές προσωπικές εξομολογήσεις, με τις γυναίκες να εισβάλλουν αγέρωχες στους ανδρικούς θαλάμους, σαν Αντιγόνες..

Ακόμα και η αναφορά στο Νίκο Γλέζο, τον αδερφό του Μανώλη που σκοτώθηκε λίγο αργότερα, δείχνει την έννοια του Βούλγαρη να τιμήσει έναν έναν, αν είναι δυνατόν τους αγωνιστές.

Οι σκηνές της προετοιμασίας των αγωνιστών τη νύχτα που επίκειται η εκτέλεσή τους, μια νύχτα κάθαρσης, αποχαιρετιστήριου γλεντιού στη ζωή και περιφρόνησης του θανάτου , παραπέμπουν στους διονυσιακούς χορούς της αρχαίας τραγωδίας. Οι μουσικές , παραδοσιακές, με τον πολεμικό ήχο των ποντιακών να δίνουν τον τόνο και ο χορός τους ο αγκαλιαστός, σαν μια δεμένη κοινότητα, συνιστούν το νήμα συνέχειας που χάνεται στο παρελθόν ενός παλαιού λαού, όπως είναι οι Ελληνες. Αυτές οι σκηνές θα μείνουν στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου. Είναι αυτές που το κοινό παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.

Και τέλος οι εμβληματικές σκηνές του τόπου εκτέλεσης.

Όπως προχωρούν οι 200 προς τον τοίχο που πρόκειται να εκτελεστούν με μπροστάρη τον Ναπολέοντα, ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος συγχρονισμένων βημάτων και η σκηνή με μεταφέρει στο «1900» του Μπερτολούτσι και τη γνωστή αφίσα με τη σκηνή της διαδήλωσης.

Ο συνειρμός ήταν άμεσος. Οι 200 προχωρούν προς το θάνατο σαν μια εργατική διαδήλωση…

Η περηφάνια τους, η στιγμή που σηκώνουν τον ανάπηρο για να εκτελεστεί κι αυτός στο ίδιο ύψος με τους άλλους, η περιφρόνησή τους στους δημίους τους….Στοιχεία πολύτιμα που αποδόθηκαν κινηματογραφικά με τρόπο δωρικό που έπρεπε να ισορροπεί τη συγκίνηση και να μην περιπέσει στο μελοδραματισμό.

Ανάμεσα στους τελευταίους κι ο Σουκατζίδης. Σηκώνουν τη γροθιά… Ο ένας λέει «για πάντα κομμουνιστής», ο άλλος κάτι για την πατρίδα κι ο μάγκας, ο λαϊκός αγωνιστής, σαν άλλος Καραϊσκάκης, βωμολόχος, βγάζει μια τσατσάρα, χτενίζεται και την πετάει στους Γερμανούς φωνάζοντας: Χτενίστε μου τ’ αρ@@@!!!

Οι ερμηνείες των ηθοποιών άψογες, μέρος ενός συνόλου που μετέτρεψε τις φυλακές του Ιτσεδίν των Χανίων της Κρήτης σε στρατόπεδο Χαϊδαρίου, γεμάτο πραγματικούς πολυεπίπεδους ανθρώπους.

Να αναφέρουμε ξεχωριστά τον Αντρέ Χένικε στο ρόλο του Γερμανού Διοικητή του στρατοπέδου για την εξαιρετική του ερμηνεία, δίνοντας χωρίς περιττά λόγια το ψυχογράφημα ενός διαταραγμένου αξιωματικού.

Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου που υποδύεται τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, αποδείχθηκε μια εξαιρετική επιλογή. Μεταφέρει στο πανί εκείνη την τρυφερή αρρενωπότητα, εκείνο το υγρό βλέμμα των ευαίσθητων ανθρώπων, αυτών που διαθέτουν ενσυναίσθηση, δηλαδή μπορούν να πονάνε και για λογαριασμών των άλλων, αλλά να μην μετακινούνται ούτε σπιθαμή από τις αρχές τους.

Τελειώνοντας η ταινία ο κόσμος χειροκροτεί και δεν φεύγει αμέσως. Κάθεται και διαβάζει τα 200 ονόματα των κομμουνιστών – αγωνιστών του αντιφασιστικού αγώνα…

Πόσος πλούτος !!!

Ευχαριστούμε κύριε Παντελή

Ευχαριστούμε Ιωάννα

Υ.Γ.1.- Σε πολλές αίθουσες της χώρας, με τη συμμετοχή μαθητών ανάμεσα στο κοινό και με τη συνοδεία πολλές φορές των καθηγητών τους, μετά την προβολή της ταινίας ακολουθεί συζήτηση με την συμμετοχή του Σκηνοθέτη.

Αποτελεί για μένα μία αχτίδα φωτός στο σκοτάδι που πάει να κυριαρχήσει

Υ.Γ.2.- Αρνούμαι να συμμετάσχω σε έναν διάλογο που θλιβερά αναπτύχθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και που έκρινε την ταινία ζυγιάζοντας και μετρώντας πόσες φορές αναφέρεται στην ταινία η λέξη «κομμουνιστής». Όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί θα ντρέπονταν και οι παλιοί κομμουνιστές, που δεν θίγονταν όταν τους αποκαλούσαν «αγωνιστές» και «πατριώτες»…

2 Σχόλια

  1. Κατ’ αρχήν η ταινία πολύ καλή, αρτιότατη βλέποντάς την “κινηματογραφικά”, έχει πολλά να δώσει στο θεατή “υποψιασμένο” ή όχι, σίγουρα αποκαλυπτική για τους νέους. Αλλά επειδή η ταινία αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, μπορεί βέβαια “ποιητική αδεία” να τα διανθίζει με κάποιες δραματικές σεναριακές λεπτομέρειες, αλλά δεν μπορεί να “βιάζει” τα γεγονότα, για να τα στρογγυλέψει, ίσως σε μια λογική επίπλαστης εθνικής ενότητας. Αναφέρομαι στη μάλλον υπαινικτική παρά ελάχιστα ρητή αναφορά στην ιδιότητα της των εκτελεσμένων σαν κομμουνιστών – ενώ αυτός ακριβώς ήταν ο χαρακτηρισμός τους στην ανακοίνωση της γερμανικής ναζιστικής διοίκησης. Ακόμη ούτε καν υπαινικτικά δεν αναφέρεται στο άλλο σκέλος των αντιποίνων, αυτό που πραγματοποίησαν τα τάγματα ασφαλείας και οι συναφείς συμμορίες “εθελοντών” του Παπαδόγγονα, δηλ. από γερμανοντυμένους κι άλλους συνεργάτες των ναζί. Αυτοί οι έλληνες “εθελοντές” όπως τους χαρακτηρίζει η κατοχική ανακοίνωση, εκτέλεσαν άλλους 100 “κομμουνιτές”. Η εθνική ενότητα μπορεί να υπήρχε στη φάση του Αλβανικού μετώπου (βλ. και α’ γράμμα Ζαχαριάδη) αλλά δεν υπήρχε μετά τη ναζιστική κατάκτηση. Κάποιοι βάλθηκαν να τα βάλουν με το “θηρίο” της σβάστικα, παρά τον εφιαλτικό “συσχετισμό δυνάμεων” ξεκινώντας από τον αγώνα των Κρητών χωρικών με τους γκράδες ενάντια στους επίλεκτους αλεξιπτωστιστές των ναζί, σχεδόν ταυτόχρονα στην κατεχόμενη Αθήνα με την υποστολή της ναζιστικής σημαίας στην Ακρόπολη – και πριν “εκπνεύσει” το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ με τη ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ (για κάποια φίδια που τάχαμου μ’ αυτό εξισώνουν ναζί και ΕΣΣΔ), ήδη από τότε με φοβερά αντίποινα. Στη συνέχεια όλη η αντιστασιακή προσπάθεια προκαλούσε φοβερά ναζιστικά και φασιστικά αντίποινα. Αυτό ίσχυσε σε όλες τις χώρες, κι όμως στην Ελλάδα η Αντίσταση γιγαντώθηκε κι έφθασε να απασχολεί πολυάριθμες ναζιστικές μεραρχίες αποσπώντας τις από το Ανατολικό κυρίως Μέτωπο, όπου οι χιτλερικοί άρχισαν να συντρίβονται κυρίως από το Στάλινγκραντ και το Κούρσκ το 1943, την ίδια εποχή με τις τεράστιες διαδηλώσεις που οργάνωσε το ΕΑΜ. Τότε εκτός από την υποχρεωτική (που αποκρούστηκε από την Αντίσταση) και την “εθελοντική” επιστράτευση εργατών για τα ναζιστικά εργοστάσια κι εργοτάξια, “απογειώθηκε” κι η ένοπλη Αντίσταση του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα με την ιταλική συνθηκολόγηση το Σεπτέμβρη του ’43, όπου σημαντικό μέρος του ιταλικού οπλισμού αποκτήθηκε από τον ΕΛΑΣ. Οι ναζί, αναγκάζονται πλέον να κουβαλήσουν πρόσθετες στρατιωτικές δυνάμεις, εξαπόλυσαν τιμωρητικές εκστρατείες και τερατώδη τρομοκρατικά αντίποινα, όπως π.χ. στα Καλάβρυτα 13.12.43, μετά Δϊστομο, Χορτιάτη κλπ. Παρά τις φοβερές απώλειες σε αμάχους ή ομήρους, η Αντίσταση δεν κάμφθηκε, μην υποτιμούμε ότι είχαμε ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ πόλεμο, στα Αν. Μέτωπο χάνονταν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες, μόνο η ΕΣΣΔ είχε περίπου 11 εκατ. νεκρούς φαντάρους και 27 εκατ. συνολικά μαζί με τους πολίτες, οπότε έστω κι ένας ναζί φαντάρος λιγότερος στο Αν. Μέτωπο “άξιζε” τις εκτελέσεις αντιποίνων για την Αντιστασιακή δράση. Όσο κι αν αυτό είναι μακάβριο – αυτή όμως είναι η πραγματικότητα του “ολοκληρωτικού” πολέμου! Κι εδώ υπάρχει ένα σχετικό “κενό” στην ταινία: οι 200 εκτελέστηκαν σαν “κομμουνιστές” από τους ναζί, που ήταν βέβαια και προς τιμήν τους, αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν, πάλι έτσι τους βάφτιζαν οι ναζί, γι αυτό έκαναν τον πόλεμο μέχρις εσχάτων για να εξαλείψουν μαζί με τους Εβραίους, Ρομά, Σλαύους κλπ, κύρια και το μίασμα των “μπολσεβίκων”, “κομμουνιστών” κλπ. Στο ΕΑΜ κι ΕΛΑΣ άλλωστε, η μεγάλη πλειοψηφία δεν ήταν μέλη του ΚΚΕ, αλλά σαν “κομμουνιστές” τους κυνηγούσαν οι ναζί, έτσι εξασφάλιζαν και την υποστήριξη των ντόπιων συνεργατών τους, που προέρχονταν από το αντικομμουνιστικό φασιστικό δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου (αγγλόφιλο πάντως μέχρι να επέλθει η Κατοχή). Οι Έλληνες Κουσίσλιγκ που πολλοί απ’ αυτούς ήταν στρατιωτικοί ηγέτες στο Αλβανικό, ανέλαβαν το ρόλο τους της συνεργασίας με τους ναζί, ακριβώς και για να αναχαιτίσουν τον “κομμουνιστικό” κίνδυνο. Έτσι από τα μέσα του 1943 οργανώθηκαν και τα Τάγματα Ασφαλείας που ορκίζονταν στον Χίτλερ για να εξοντώσουν τους “κομμουνιστές” συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό όποιους αντιστέκονταν στη Νέα Τάξη ή συμπαρατάσσονταν με τους “μπολσεβίκους” που την απειλούσαν στο Αν. Μέτωπο. Μια χαρά λοιπόν η δημοσιοποιημένη (π.χ. στην Καθημερινή της εποχής) ανακοίνωση των ναζί για τους 200 της Καισαριανής τους βαφτίζει κομμουνιστές – κι ήταν βέβαια – αλλά και συμπληρώνει για τις εκτελέσεις αντιποίνων από τους ναζί στο δρόμο Μολάων-Σπάρτης για το φόνο του Γερμανού υποστράτηγου αλλά και 3 ακό
    μη Γερμανών στρατιωτών (αυτό υπάρχει στην ταινία) ΑΛΛΑ ΚΑΙ 100 ΕΠΙΠΛΕΟΝ “ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ” που σκότωσαν “ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ”!!! ΕΛΛΗΝΕΣ, δηλ. τα Τάγματα Ασφαλείας – γι αυτούς τους “κομμουνιστές” δεν λέει τίποτε η ταινία, ίσως γιατί Έλληνες τους σκότωσαν (οι πρόδρομοι της χούντας – ο ίδιος ο χουντοδικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος υπηρέτησε “ευδοκίμως” στα Τ.Α. στην Αχαϊα αλλά και στην φιλοναζιστική οργάνωση “Χ” την επίμαχη εποχή!) Επίγονοί τους είναι σήμερα αυτοί που δολοφονούν και τρομοκρατούν μετανάστες, αγωνιστές (όπως ο Φύσσας) κλπ. Αν θέλουμε να δυναμώνουμε την ιστορική μνήμη, να μην παρακάμπτουμε αυτή τη ζωτική, και με τα σημερινά δεδομένα – διάσταση. Και κάτι ακόμη: σύμφωνα με την ανακοίνωση αντιποίνων (αναφέρονται και τραυματίες στρατιώτες πέραν των 4 νεκρών) αλλά και με Γερμανικές πηγές (και μάλιστα ακόμη και φιλοναζιστικές), ο υποστράτηγος Φράντς Κρέτς συνοδευόταν στη μετακίνησή του από στρατιωτικό απόσπασμα 26 ανδρών κι όχι μόνο από τους άλλους 3 που σκοτώθηκαν όπως δείχνει η ταινία – επομένως η επιχείρηση των ανταρτών και σοβαρή και ριψοκίνδυνη ήταν και γ’ αυτούς. Πάντως η ταινία κατά τη γνώμη μου και κινηματογραφικά είναι άρτια και δυνατή και την ιστορική μνήμη υπηρετεί. Αυτό το τελευταίο αξιόλογα μεν αλλά “επιλεκτικά” και κάπως τζούφια, όταν αυτά που παραλείπει είναι αυτά που μας ταλανίζουν ακόμη σαν λαό 2 γενιές μετά τα γεγονότα όπου στηρίζεται – και θα συνεχίσει αυτό όσο δεν αναμετρούμαστε ότι αυτοί οι συνεργάτες των ναζί όχι απλά δεν τιμωρήθηκαν αλλά έγιναν στη συνέχεια κράτος – Γ. Παπαδόπουλος – ή παρακράτος – π.χ. ο δοσίλογος χασάπης στο Χορτιάτη “φον” Γιοσμάς που επανακάμψας από τη Γερμανία όπου είχε καταφύγει στην Απελευθέρωση κι αμνηστευθείς σε λίγο από το βασιληά, στηρίχτηκε από τους επίσημους μηχανισμούς του κράτους κι οργάνωσε τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη κι αργότερα παρασημοφορήθηκε και συνταξιοδοτήθηκε από τη χούντα σαν “αντιστασιακός” της κατοχής…).
    Έχω την αίσθηση πως πολλοί θεατές βγαίνοντας από την παράσταση αισθάνονταν αηδία κι απαξία για τα ναζιστικά κτήνη, τους ξένους Γερμανούς, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι γερμανοντυμένοι ντόπιοι “αντικομμουνιστές” ήταν υπεύθυνοι για μεγάλο αριθμό εκτελέσεων κι αντιποίνων – άλλωστε μην ξεχνάμε πως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρέδωσε τους Ακροναυπλιώτες κι εξόριστους στις αρχές κατοχής, για να γίνουν όμηροι και θύματα των εκτελέσεων στη συνέχεια. Εξ άλλου, οι 200 εκτελεσμένοι στην Καισαριανή δεν θεωρούνταν και τότε ήρωες απ’ όλους, ούτε βέβαια τους έκλαψαν στο “κλίμα του Κολωνακίου” (βλ. http://mao.gr/litokatakouzinou/), ακριβώς γιατί ήταν “κομμουνιστές”.

  2. Άβίαστα θα συμφωνήσω με την σχολιασμό – τοποθέτηση της κυρίας Μοσχοχωρίτου, σε αντίθεση με το μίζερο σχολιασμό του παντεπόπτη και παντογνώστη, γνωστού για τον διακαή πόθο του να προσομοιάζει του Β.Ι. Λένιν… Ως καρικατούρα βέβαια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας