Τόσους ”έφαγε” όλους ο Ζελένσκι , ο Σολτς θα γλίτωνε ; Ένας ένας οι πολεμοχαρείς ευρωπαίοι αλλά κα σε όλο τον κόσμο ηγετίσκοι , λάτρεις του ουκρανοναζιστικού καθεστώτος γκρεμίζονται απ’ την εξουσία. Δεν θα λείψουν από κανένα και κανένας δεν θα τους λυπηθεί . Ας πρόσεχαν!
Π.Δ.
Με την ακροδεξιά ante portas σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η επανεκλογή Τραμπ έρχεται να σπείρει πανικό στους Ευρωπαίους ηγέτες. Πέρα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις χώρες τους και στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, η αίσθηση του φόβου
όπως καταγράφηκε στη σύνοδο της ΕΕ στη Βουδαπέστη φαίνεται ότι είναι καθολική και δεν αφορά μόνο το θέμα της ασφάλειας. Το πλέγμα των προκλήσεων με το οποίο τους βάζει αντιμέτωπους η νίκη Τραμπ είναι πιο περίπλοκο και γίνεται κατανοητό στην περίπτωση της Γερμανίας. Η υπερταχεία της Ευρώπης πλέον μοιάζει με «καρβουνιάρη» μετά την εμπλοκή στον πόλεμο στην Ουκρανία που επέφερε υψηλό ενεργειακό κόστος. Η αυτοκινητοβιομηχανία της αγκομαχά, εργαζόμενοι προχωρούν σε απεργίες και απειλούν με κλιμάκωση, ο προϋπολογισμός εκκρεμεί και πλέον η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας βρίσκεται υπό κατάρρευση.
Με τα προβλήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας, και ειδικά της Volkswagen, αλλά και τις απολύσεις μετά τα άσχημα οικονομικά στοιχεία συνολικά οι ευθύνες προσγειώθηκαν στους ώμους του –πρώην πλέον– υπουργού Οικονομικών, φιλελεύθερου Κρίστιαν Λίντνερ.
Πώς ήρθε η ρήξη
Οι σχέσεις μεταξύ των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού ήταν ταραχώδεις σχεδόν από τη στιγμή της ορκωμοσίας μέχρι και το διαζύγιο με τον Λίντνερ και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP). Η κυβέρνηση εδώ και καιρό δεν μπορούσε να πάρει ξεκάθαρη θέση σε κρίσιμα ζητήματα, από την εξωτερική πολιτική μέχρι την οικονομία και την ενέργεια.
Η σύγκρουση Σολτς – Λίντνερ τελικά οδήγησε στην αποπομπή του τελευταίου και του κόμματός του, ενδεικτική της κατάστασης στον κυβερνητικό συνασπισμό και στη χώρα την ώρα που ο κόσμος αλλάζει μετά τη νίκη Τραμπ. Η ρήξη επήλθε γιατί ο αρμόδιος για την κατάρτιση του προϋπολογισμού Λίντνερ επέμενε ότι η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να παραμείνει πιστή στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες περί χρέους και ταυτόχρονα να υπάρξει μείωση φόρων –στο πνεύμα Τραμπ–, περιορισμός κοινωνικών δαπανών και χαλάρωση νομοθεσίας για τους περιβαλλοντικούς ρύπους. Ωστόσο τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Ολαφ Σολτς όσο και οι Πράσινοι ζητούσαν αύξηση των δαπανών για το κοινωνικό κράτος εν γένει αλλά και ενίσχυση της γερμανικής βιομηχανίας με κονδύλια και επιδοτήσεις. Επιπλέον, κατά τον Σολτς ο Λίντνερ είχε επίσης αρνηθεί να αυξηθεί η βοήθεια προς την Ουκρανία.
Μετά τη ρήξη και ενώ ο προϋπολογισμός για το 2025 παραμένει στον αέρα, ο καγκελάριος και η κυβέρνηση θα ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης το αργότερο μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Επειδή χωρίς το FDP η κυβέρνηση δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τη λάβει, η χώρα θα οδεύσει σε πρόωρες εκλογές το αργότερο τον Μάιο. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι κάλπες ίσως στηθούν και άμεσα, δεδομένης της αφόρητης διεθνούς και εσωτερικής πίεσης για επιστροφή στη σταθερότητα.
Ψηλά η ακροδεξιά
Μετά και τη νίκη Τραμπ βασικό πρόβλημα στη γερμανική πολιτική ζωή, το οποίο και θα γιγαντωθεί, είναι η άνοδος της ακροδεξιάς και του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Στις δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται να υποχωρεί (δεύτερο με 18%) παρά την ακραία δεξιά στροφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης των Χριστιανοδημοκρατών (CDU/ CSU) που βγαίνουν πρώτο κόμμα (32%).
Τα ποσοστά των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού έχουν καταβαραθρωθεί: κοντά στο 4% – κάτω από το όριο εισόδου στην Μπούντεσταγκ– το FDP, στο 15% το SPD και στο 10% οι Πράσινοι. Ανεβαίνει πάντως (8%) ο αριστεροσυντηρητικός σχηματισμός της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW).
Νέες πιέσεις για τη γερμανική οικονομία
Οι εξελίξεις θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τις αλλαγές που αναμένονται επ’ αφορμή της εκλογικής νίκης του Τραμπ. Η γερμανική ηγεσία καλείται να σταθμίσει γρήγορα τις κινήσεις για να σταθεροποιήσει το παραγωγικό και εμπορικό της μοντέλο, καθώς με την κυβέρνηση Τραμπ που απειλεί με δασμούς είναι βέβαιο ότι ο ανταγωνισμός που ήδη διαλύει τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν θα αφορά πλέον μόνο την πλευρά της Κίνας.