Τεχνητή νοημοσύνη, νέες μορφές ενέργειας, σπάνια ορυκτά. Οι οικονομίες του πλανήτη είναι σε «πόλεμο» για ύλες, όπως το γάλλιο και το γερμάνιο, και τις τεχνολογίες που κυριαρχούν στο παρόν και οδηγούν το μέλλον. Οι χαμένοι έως τώρα; Όσοι δεν μπορούν να ρίξουν το απαιτούμενο χρήμα στην «πολεμική μηχανή» τους.
Στις ΗΠΑ φοροελαφρύνσεις και γενναίες επιδοτήσεις έχουν προσελκύσει τεράστιες ροές κεφαλαίων στην παραγωγή μπαταριών, τα μικροτσίπ, τον εξοπλισμό ηλιακής ενέργειας και πάσης φύσεως νέα, πρωτίστως πράσινη τεχνολογία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να απαντήσει με το δικό της πράσινο ενεργειακό πακέτο. Η Ιαπωνία μόλις ανακοίνωσε σχέδια δανεισμού ύψους 150 δισ. δολαρίων για επενδύσεις σε αυτό το μέτωπο. Πρωταρχικός στόχος και των τριών να περιορίσουν την εξάρτηση από την Κίνα, η οποία έχει έχει σαφές πλεονέκτημα σε τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες, ενώ έχει αποκτήσει προβάδισμα και στην παραγωγή μπαταριών.
Το μέγεθος μετράει
Όπως επισημαίνεται σε αναλυτικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal το μέγεθος σε αυτόν τον πόλεμο μετράει. Οι μικρότεροι παίχτες είναι αυτοί που μένουν πίσω, ακόμη και εάν πρόκειται για ανοιχτές, ευέλικτες οικονομίες που γνώρισαν σημαντική άνοδο στις δεκαετίες της κυριαρχίας του ελεύθερου εμπορίου. Τώρα ωστόσο αυτή η εποχή παρήλθε.
Είμαστε σε μία νέα εποχή επιθετικής πολιτικής στήριξης της βιομηχανικής παραγωγής. Και σε αυτήν ακόμη και χώρες με παράδοση στη βιομηχανία, όπως η Βρετανία και η Σιγκαπούρη, δεν έχουν την κλίμακα που απαιτείται για να ανταγωνιστούν τα μεγάλα οικονομικά μπλοκ στην παροχή επιδοτήσεων, φθηνών δανείων, άμεσης και έμμεσης στήριξης και κινήτρων.
Αναδυόμενες αγορές όπως η Ινδονησία, που ήλπιζαν να αξιοποιήσουν τους φυσικούς πόρους τους για να ανέβουν τις κλίμακες της διεθνούς τάξης, επίσης δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στα νέα δεδομένα.
«Δεν μπορούμε να κερδίσουμε τα μεγάλα, πλούσια αγόρια»
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη προσφορά της γερμανικής κυβέρνησης στην Intel: 11 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις προκειμένου να ανοίξει δύο νέα εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών στη χώρα, σε μία κίνηση που ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, χαρακτήρισε τη μεγαλύτερη ξένη άμεση επένδυση στην ιστορία της Γερμανίας. Η προσφερόμενη χρηματοδότηση σε μία και μόνο εταιρεία είναι αισθητά μεγαλύτερη από τον συνολικό προϋπολογισμό του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σιγκαπούρης.
«Για να το πω απλά: Δεν έχουμε τα χρήματα να νικήσουμε στον πόλεμο προσφορών τα μεγάλα αγόρια» παραδέχθηκε ο Λόρενς Γουόνγκ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης σε πρόσφατη ομιλία του.
Όπως έχει επισημάνει σε μελέτη του το Γερμανικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης και Βιωσιμότητας (IDOS) «καθώς οι ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη πληρώνουν τεράστιες επιδοτήσεις. εκτοπίζουν τον υπόλοιπο κόσμο από την αγορά νέων τεχνολογικών».
Όταν οι ΗΠΑ καθιερώνουν ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων για να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με την Κίνα στο μέτωπο της πράσινης ενέργειας ή αλλού, τότε και άλλες χώρες ακολουθούν όσο μπορούν. Στην Ευρώπη είναι κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία οι δυνάμεις εκείνες που μπορούν να ανταγωνιστούν τις αμερικανικές και κινεζικές επιδοτήσεις ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο. Οι υπόλοιποι δεν έχουν μεγάλες ελπίδες.
Εκτός παιχνιδιού η Βρετανία;
Το ίδιο ισχύει όμως και για τη Βρετανία, η οποία κάποτε ήταν πρώτη επιλογή για πολλές τεχνολογικές εταιρείες. Σήμερα, ακόμη και εκείνες που γεννήθηκαν και «μεγάλωσαν» στη Βρετανία, ψάχνουν πλέον ευκαιρίες αλλού. Η βρετανική startup τεχνολογίας μπαταρίας Nexeon, «παιδί» της Οξφόρδης και οφελειμένη από κρατική επιχορήγηση, άντλησε πέρυσι χρηματοδότηση 200 εκατ. δολαρίων. Το πρώτο της εμπορικό εργοστάσιο όμως δεν θα είναι στη Βρετανία, αλλά στη Νότια Κορέα. Και το επόμενο πιθανότατα στη Βόρεια Αμερική.
«Δυστυχώς όχι στη Βρετανία. Και δεν βλέπουμε να αλλάζει αυτό εάν δεν υπάρξει μεγαλύτερη κρατική στήριξη στον κλάδο παραγωγής μπαταριών» παραδέχθηκε ο Σκοτ Μπράουν, διευθύνων σύμβουλος της Nexeon.
Η AMTE Power, επίσης παραγωγός μπαταριών, προειδοποίησε επίσης ότι θα επανεξετάσει τα σχέδια για νέο εργοστάσιο 200 εκατ. δολαρίων στη Σκωτία, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς στις επιδοτήσεις που προσφέρουν χώρες της Ε.Ε. και οι ΗΠΑ. Η Arrival, startup ηλεκτρικών οχημάτων, είπε πως θέλει να δώσει έμφαση στη γραμμή παραγωγής των ΗΠΑ αντί εκείνης στη Βρετανία, επικαλούμενη τις μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις στην αμερικανική αγορά.
Το Brexit, που σημαίνει ότι η Βρετανία έχει χάσει την άμεση, ελεύθερη πρόσβαση στην τεράστια ενιαία εσωτερική αγορά της Ε.Ε., είναι επίσης ένας παράγοντας που επικαλούνται συχνά οι μεγάλες επιχειρήσεις για να εξηγήσουν γιατί γυρίζουν την πλάτη στη χώρα.
ΗΠΑ, ο μεγάλος κερδισμένος – Ποιοι ακολουθούν
Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να προσφέρουν το ποσό των 369 δισ. δολαρίων για κίνητρα και χρηματοδότηση project καθαρής ενέργειας, στο πλαίσιο της Πράξης για τη Μείωση του Πληθωρισμού. Και επιβραβεύονται για αυτό. Η γερμανική BMW θα ανοίξει νέο εργοστάσιο μπαταριών στη Νότια Καρολίνα. Οι κορεατικές Hyundai και LG θα χτίσουν εργοστάσιο μπαταριών αξίας 4,3 δισ. δολαρίων στη Τζόρτζια και η ιαπωνική Panasonic θα ανοίξει το δικό της στο Κάνσας.
Από την παγκοσμιοποίηση
«Η κούρσα των επιδοτήσεων σηματοδοτεί την απομάκρυνση από την οικονομική ενοποίηση που επί χρόνια γκρέμιζε τείχη σε εμπόριο και επενδύσεις μεταξύ των χωρών» σχολιάζει η WSJ.
Η παγκοσμιοποίηση, εξηγεί, μεταμόρφωσε άλλοτε φτωχές χώρες και περιοχές όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν σε υψηλής τεχνολογίας, ανεπτυγμένες δυνάμεις, βγάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια.
Οι δυτικοί καταναλωτές απολάμβαναν αφθονία φθηνών ηλεκτρονικών και άλλων οικονομικών αγαθών και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι ιδέες κινούνταν ελεύθερα ανάμεσα στις χώρες, μαζί με τα αγαθά και τους οικονομικούς πόρους.
Σε έναν πιο κλειστό (και ανταγωνιστικό) κόσμο
Το μοντέλο αυτό είχε όμως και σοβαρό κόστος. Οι άλλοτε ακμάζουσες κοινότητες στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη είδαν τα εργοστάσιά τους να κλείνουν και τις θέσεις εργασίας να χάνονται. Μετακόμιζαν όλα στην Ασία ή τα κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Επιπλέον οι περιβαλλοντικές ανησυχίες γιγαντώθηκαν καθώς η παγκόσμια οικονομία κατανάλωνε ολοένα και περισσότερους φυσικούς πόρους. Και ορισμένες οικονομίες βίωσαν ισχυρούς τριγμούς και περιόδους αποσταθεροποίησης, καθώς οι βίαιες εκροές κεφαλαίων ήταν εξίσου συχνό φαινόμενο με την πλημμύρα εισροών, ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες.
Ύστερα από πληθώρα κρίσεων και εν μέσω εντεινόμενης ανησυχίας για τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες, τους κινδύνους εθνικής ασφαλείας και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, το μοντέλο της ενοποίησης έπαψε να είναι της μόδας. Τώρα όλοι θέλουν αυτονομία και αυτάρκεια.
«Όλα τα οικονομικά μπλοκ γίνονται πιο εσωστρεφή, απομακρύνονται από το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις» τονίζει στην WSJ o Ντέιβιντ Λέβινγκερ, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και διευθυντικό στέλεχος πλέον στην εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων TCW Group. «Η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι σε έναν ανταγωνισμό επιδοτήσεων και οι χαμένοι του ανταγωνισμού αυτού είναι οι μικρότερες οικονομίες με λιγότερους δημοσιονομικούς πόρους».
Σύμφωνα με το IDOS ο νέος οικονομικός πόλεμος έχει υπονομεύσει το στηριζόμενο σε κανόνες παγκόσμιο σύστημα εμπορίου, που είχε ως στόχο να εγγυάται την ισότητα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν έχει πια την ίδια ισχύ μπροστά στον νέο προστατευτισμό των ΗΠΑ, της Κίνα και της Ε.Ε. Το παιχνίδι άλλαξε. Θα πρέπει να αλλάξουν στρατηγική και οι παίχτες.