Πριν από 1 περίπου χρόνο, την 1η Οκτωβρίου του 2024, δημοσιεύτηκε στην Ίσκρα άρθρο μου με τίτλο “Ολοταχώς για τις 3000 $/ουγγιά η τιμή του χρυσού”. Αν το είχα γράψει 1 χρόνο μετά, την 1η Οκτωβρίου του 2025, θα έπρεπε να το τιτλοφορήσω “Ολοταχώς για τις 4000 $/ουγγιά η τιμή του χρυσού”, αφού η τιμή μίας ουγγιάς χρυσού είχε φτάσει ήδη τα 3.895 δολάρια. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες η τιμή είναι 4325 δολάρια και πιθανότατα το πρωί που θα το διαβάσουν οι περισσότεροι αναγνώστες, θα έχει φτάσει τα 4400.
“Και τι μας ενδιαφέρει εμάς;” θα ρωτήσουν εύλογα πολλοί. “Ούτε κιούπια με λίρες έχουμε θαμμένα στην αυλή μας, ούτε μας περισσεύουν χρήματα για να τζογάρουμε (αν μας περίσσευαν βέβαια, δε θα το ονομάζαμε τζόγο αλλά “επένδυση”, ενώ στην πραγματικότητα δε θα ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο – η σωστή λέξη θα ήταν “αποταμίευση”). Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, όπως θα αναπτύξω παρακάτω, μας ενδιαφέρει και πολύ μάλιστα.
Όπως ανέφερα στο περυσινό άρθρο, αντίθετα με ότι φαίνεται, η τιμή του χρυσού ΔΕΝ ανεβαίνει. Απλά πέφτει η τιμή του δολαρίου (και των περισσοτέρων νομισμάτων, ιδιαίτερα των δυτικών). Όταν είμαστε σε ένα ασανσέρ και βλέπουμε τους τοίχους γύρω μας να ανεβαίνουν αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι κατεβαίνουμε εμείς. Με τον ίδιο τρόπο, το ότι μία χρυσή λίρα, που παλιά ήταν αρκετά συνηθισμένο να τη δίνουν οι συγγενείς για δώρο στις βαφτίσεις, σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο για έναν εργαζόμενο να την αγοράσει, δε σημαίνει ότι ο χρυσός για κάποιο μαγικό λόγο ακριβαίνει (ούτε μειώνονται τα αποθέματα – αντίθετα, συνεχώς ανακαλύπτονται καινούρια, ούτε γίνεται δυσχερέστερη η εξόρυξή του), αλλά απλά ότι ευτελίζονται τα χαρτονομίσματα.
Χρυσά νομίσματα
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, τα νομίσματα ήταν φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα. Η αττική δραχμή της αρχαιότητας ήταν φτιαγμένη από το ασήμι που έβγαζαν οι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου και στο οποίο στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, ο πλούτος και συνακόλουθα η ακτινοβολία της Αθήνας. Σε άλλες χώρες εχρησιμοποιείτο ο χρυσός για την κατασκευή νομισμάτων. Ο λόγος είναι απλός: Το ασήμι, και ακόμη περισσότερο ο χρυσός, είχαν μία σειρά ιδιότητες που τα καθιστούσαν κατάλληλα για αυτή τη δουλειά. Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, η αξία ενός προϊόντος είναι ανάλογη της ποσότητας (και ποιότητας) ανθρώπινης εργασίας που απαιτείται για να κατασκευαστεί. Ο πρώτος και κύριος λόγος που κάνει τα πολύτιμα μέταλλα κατάλληλα για χρήση σε νομίσματα, είναι ότι ένα νόμισμα με μικρό σχετικά όγκο και βάρος “περιέχει” μεγάλη ποσότητα ανθρώπινης εργασίας, έχει επομένως μεγάλη αξία. Μέταλλα που ήταν πιο χρήσιμα, όπως ο μπρούτζος ή ο σίδηρος, επειδή ήταν πιο εύκολο να εξαχθούν από τη γη ήταν κατάλληλα μόνον για νομίσματα ευτελούς αξίας (αναφέρεται ότι στην αρχαία Σπάρτη, για να αποθαρρυνθεί η φιλαργυρία, χρησιμοποιούσαν σιδερένια νομίσματα, τα οποία ήταν βαριά και δύσχρηστα). Από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα, η τιμή ενός χρυσού νομίσματος είναι ουσιαστικά η τιμή του χρυσού που περιέχει. Στην τιμή αυτή προστίθεται ένα πολύ μικρό ποσοστό, γνωστό διεθνώς ως aggio, που αντιπροσωπεύει την αξία που προστέθηκε με την εργασία που χρειάστηκε ώστε το κομμάτι χρυσού να γίνει κέρμα. Η πρόσθετη χρησιμότητα ενός κέρματος έναντι ενός σβώλου χρυσού είναι το ότι αυτός που το εκδίδει (συνήθως ένα κράτος) εγγυάται την ποσότητα μετάλλου που περιέχει.
Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, τα νομίσματα – ιδιαίτερα των χωρών με ισχυρή οικονομία, αλλά όχι μόνον – είχαν χρυσή βάση. H Μεγάλη (τότε) Βρετανία είχε την ισοτιμία 1 χάρτινη λίρα=1 χρυσή λίρα (περίπου 7.32 γρ. καθαρού χρυσού) μέχρι το 1930. Οι ΗΠΑ είχαν ισοτιμία 20.67 δολάρια=1 ουγγιά χρυσού μέχρι το 1934, που το δολάριο υποτιμήθηκε σε 1/35 της ουγγιάς. Αυτή η ισοτιμία έμεινε μέχρι το 1971 οπότε “απελευθερώθηκε” η τιμή του δολαρίου από το χρυσό. Η Ελλάδα είχε προσχωρήσει στη Λατινική νομισματική ένωση, η οποία εγκαθιδρύθηκε το 1865 από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελβετία και το Βέλγιο. Σιγά σιγά, αρκετές χώρες προσχώρησαν στην ένωση ή τουλάχιστον προσάρμοσαν τα νομίσματά τους. Η Ελλάδα προσχώρησε το 1867: Το χρυσό εικοσάδραχμο ήταν ανταλλάξιμο με τα εικοσάφραγκα της ΛΝΕ και είχαν τις ίδιες προδιαγραφές: 5.805 γραμμάρια καθαρού χρυσού σε ένα νόμισμα βάρους 6.45 γραμμαρίων καθαρότητας 0.900. Τελικά η Λατινική Νομισματική Ένωση κατέρρευσε το 1926. Ένας από τους λόγους ήταν το ότι είχε διμεταλλικό σύστημα – π.χ. το νόμισμα των 5 φράγκων (ή δραχμών) είχε 22.5 γρ. καθαρού ασημιού – και καθώς η ισοτιμία του αργύρου με το χρυσό σκαμπανέβαζε αυτό ήταν μη βιώσιμο. Ο βασικός όμως λόγος ήταν ότι διάφοροι λόγοι, με κύριο τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, είχαν οδηγήσει σε μαζική έκδοση χαρτονομισμάτων των οποίων η ισοτιμία με το χρυσό δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί.
Αν και ποτέ ο χρυσός και το ασήμι δεν ξανάγιναν το κύριο μέσον χρηματικής κυκλοφορίας, μετά το Β’ Π.Π. έγινε μία νέα προσπάθεια στήριξης του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος στο χρυσό, προσπάθεια που κατάληξε, μετά από δυόμισι δεκαετίες, σε φιάσκο. Οι συμφωνίες προέβλεπαν τη μεταφορά των αποθεμάτων χρυσού των δυτικών χωρών στις ΗΠΑ, οι οποίες σε αντάλλαγμα έδωσαν χάρτινα δολάρια. Τα δολάρια αυτά, βάσει των συμφωνιών του Bretton Woods, ήταν ανταλλάξιμα με χρυσό (δηλαδή, μία χώρα είχε δικαίωμα να στείλει πίσω δολάρια και να πάρει χρυσό, σε ισοτιμία 1 ουγγιά για κάθε 35 δολλάρια). Στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ, η οικονομία των ΗΠΑ δε μπορούσε πλέον να στηρίξει την ισοτιμία αυτή, αφού για να καλύψει τα έξοδα του πολέμου η κυβέρνηση τύπωνε δολάρια χωρίς αντίκρυσμα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την υποχώρηση της παραγωγικής βάσης των ΗΠΑ σε σχέση με αυτήν άλλων χωρών και τελικά το 1971 ο Νίξον κατάργησε μονομερώς τις συμφωνίες του Bretton Woods και μαζί με αυτές την ανταλλαξιμότητα του δολαρίου με χρυσό, Η κατάργηση του “χρυσού κανόνα”, με τον κλονισμό της διεθνούς εμπιστοσύνης στο δολάριο που την προκάλεσε αλλά και επιδεινώθηκε με τη σειρά της από αυτήν, οδήγησε τελικά στην κατάργηση των σταθερών ισοτιμιών των διαφόρων νομισμάτων, που ήταν η άλλη πλευρά των συμφωνιών του Bretton Woods.
Η σημασία του χρυσού ως δείκτη
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ερώτημα: Γιατί μας ενδιαφέρει η “άνοδος” της τιμής του χρυσού, ή ακόμη η πτώση της εκφρασμένης σε ποσότητα χρυσού τιμής των νομισμάτων; Ούτε τρώγεται ο χρυσός, ούτε έχει πλέον ιδιαίτερο ρόλο στις οικονομικές συναλλαγές.
Έγραψα παραπάνω ότι “Το ασήμι, και ακόμη περισσότερο ο χρυσός, είχαν μία σειρά ιδιότητες που τα καθιστούσαν κατάλληλα” για χρήση σε νομίσματα. Πέρα από αυτήν που ανέφερα (σχετικά μεγάλη αξία σε μικρό όγκο και βάρος), ένας ιδιαίτερα σημαντικός λόγος είναι η σχετικά σταθερή αξία των μετάλλων αυτών. Επειδή η εργασία που απαιτείται για την εξόρυξη μίας ποσότητας χρυσού δεν αλλάζει ιδιαίτερα από χρόνο σε χρόνο, ο χρυσός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος ως μέτρο αξίας. Η αλήθεια είναι ότι και η παραγωγικότητα των ορυχείων αυξάνεται με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, αυτό όμως είναι, σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογο με την αύξηση της παραγωγικότητας σε άλλους τομείς.
Στον πρώτο τόμο του “Κεφαλαίου” του Μαρξ, η συγγραφή του οποίου τελείωσε το 1867, αναφέρεται το παράδειγμα ενός ράφτη που πουλάει ένα παλτό προς δύο λίρες. Σήμερα που με δύο λίρες είναι ζήτημα αν παίρνει κανείς ένα πακέτο τσιγάρα, μπορεί το παράδειγμα να φαίνεται περίεργο. Αν αναλογιστούμε όμως ότι η λίρα για την οποία μίλαγε ο Μαρξ ήταν η χρυσή, όχι η χάρτινη, το παράδειγμα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το ότι σήμερα ένα παλτό δεν κοστίζει 1800 ευρώ (όσο δύο χρυσές λίρες) οφείλεται στο ότι η αύξηση της παραγωγικότητας στα χρυσωρυχεία είναι μικρότερη απ’ ότι στα κλωστοϋφαντουργεία και τις βιομηχανίες ρούχων. Όμως η τάξη μεγέθους παραμένει η ίδια, ενώ αν εκφράζαμε τις τιμές σε χαρτονομίσματα, στο διάβα του χρόνου θα έχαναν όλωσδιόλου το νόημά τους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του ασημιού, του δεύτερου μετάλλου που έχει χρησιμοποιηθεί σε πολύ μεγάλη κλίμακα, ιστορικά, για την κατασκευή νομισμάτων. Μία από τις πηγές που έχουμε για την αγοραστική δύναμη του ασημιού, σχετίζεται με το ισλαμικό ντιρχάμ (ετυμολογικά προέρχεται από τη δραχμή, ενώ από το ντιρχάμ προέρχεται το δράμι). Το νόμισμα αυτό τυποποιήθηκε στο χαλιφάτο των Ομαγιαδών, το 698 μ.Χ., από τον χαλίφη Αμπντ αλ Μαλικ ιμπν Μαρουάν. Το βάρος του είναι 2,975 γραμμάρια. Το ίδιο ακριβώς βάρος, σε ασήμι, έχει σήμερα το ντιρχάμ της Μαλαισίας και των Εμιράτων, ενώ υπάρχουν σκέψεις για ένα είδος νομισματικής ένωσης του ισλαμικού κόσμου με τη δημιουργία της “ζώνης του ντιρχάμ”. Η σημερινή αξία του μετάλλου είναι 4,5 ευρώ. Γραπτές μαρτυρίες από το 800 μ.Χ., το 1100 μ.Χ. και το 1800 μ.Χ., με απίστευτη σταθερότητα, δείχνουν ότι με ένα ασημένιο ντιρχάμ αγόραζε κανείς ένα κοτόπουλο. Δε διαφέρει πολύ από την τιμή τιμή ενός κοτόπουλου σήμερα!
Ο λόγος επομένως που ασχολούμαστε με τη διακύμανση της τιμής του χρυσού είναι ότι δείχνει, ιδιαίτερα παραστατικά, το βαθμό με τον οποίο διαρκώς υποτιμούνται τα νομίσματα της δύσης. Θα μπορούσε κανείς, για τον ίδιο λόγο, να χρησιμοποιήσει το “καλάθι της νοικοκυράς” – με τη διαφορά ότι το τελευταίο χειραγωγείται από τις κυβερνήσεις για τη δημιουργία εντυπώσεων. Γνωστός μου που πριν από χρόνια είχε ανοίξει κατάστημα Flocafe μου έλεγε ότι σε συνάντηση των franchisees με τη μητρική εταιρεία, τους είχαν πει ότι τότε υπουργός εμπορίου ασκούσε ασφυκτική πίεση ζητώντας να μειώσουν ειδικά την τιμή του ελληνικού καφέ, λέγοντας ότι δεν τον νοιάζει καθόλου αν σε αντιστάθμισμα θα αυξήσουν την τιμή άλλων – η υπόθεσή τους, αν και δεν τους είχε ειπωθεί ανοιχτά, ήταν ότι ο συγκεκριμένος καφές από τη συγκεκριμένη αλυσίδα περιλαμβανόταν στο “καλάθι” με το οποίο υπολογίζεται η άνοδος του τιμαρίθμου.
Τι δείχνει η “άνοδος”;
Η χρήση πληθωριστικών νομισμάτων σε όλες πρακτικά τις χώρες, εκτός των άλλων χρησιμεύει στις κυβερνήσεις και για να κρύβουν τη συνεχή, και ιλιγγιώδη, αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Ας πάρουμε κάποιες ενδεικτικές ημερομηνίες σαν παράδειγμα:
– Το 1970, το βασικό μεροκάματο ενός εργάτη ήταν 103 δραχμές, δηλ περίπου 2575 δρχ το μήνα. Η τιμή μίας ουγγιάς χρυσού ήταν 1050 δραχμές (30 δρχ/δολάριο *35 δολ/ουγγιά). Επομένως ο ανειδίκευτος εργάτης έβγαζε 2.45 ουγγιές το μήνα. Σε σημερινά χρήματα, αυτό αντιστοιχεί σε 9144 ευρώ/μήνα.
– Το 1982, το βασικό μεροκάματο αντιστοιχούσε σε 20.625 δρχ. Το μήνα, ή 0.854 ουγγιές, είχε δηλαδή ήδη πέσει στα (σημερινά) 3186 ευρώ/μήνα
– Το 2016 ένας χαμηλόμισθος έπαιρνε περί τα 800 ευρώ το μήνα – 0.57 ουγγιές – 2123 σημερινά ευρώ
– Σήμερα, ένας σχετικά καλός μισθός είναι 1200 ευρώ το μήνα – 0.32 ουγγιές.
Μόλις δηλαδή πάψουμε να μετράμε σε πληθωριστικά ευρώ, και μετρήσουμε στο χρυσό αντίτιμο, γίνεται εμφανές ότι οι περίφημες “αυξήσεις” Μητσοτάκη δεν είναι τίποτε άλλο από ακόμη μεγαλύτερο γδάρσιμο όλης της κοινωνίας.
Να πάμε και πιο παλιά; Χρήσιμο είναι, για να δούμε τις γενικότερες τάσεις.
Το 1928, ένας υφαντής έβγαζε 165 χρυσές δραχμές το μήνα – 1.54 ουγγιές – 5740 σημερινά ευρώ.
Το 1914, ο ίδιος υφαντής έβγαζε 250 χρυσές δραχμές – 2.33 ουγγιές – 8700 σημερινά ευρώ.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει όταν ήμουν παιδάκι, ότι ο παππούς μου, όταν παντρεύτηκαν (γύρω στο 1930), έβγαζε πολλά λεφτά: 20 λίρες το μήνα (4.7 ουγγιές – 17.500 σημερινά ευρώ – ο παππούς μου μίλαγε τότε 4 ξένες γλώσσες)
Μήπως όλα τα παραπάνω είναι τερατολογίες; Μήπως τα νούμερα αυτά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβαίνει μόνον αν ο χρυσός, διαχρονικά, ανέβαινε σημαντικά σε σχέση με άλλα προϊόντα. Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει.
Θα πει κανείς, “θέλεις να μας πείσεις ότι παλιά οι άνθρωποι, και μάλιστα οι εργάτες στους οποίους αναφέρεσαι, ζούσαν πλουσιοπάροχα; Ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δε συνέβαινε”.
Πράγματι, δε συνέβαινε. Όμως ο πατέρας μου, στις αρχές της δεκαετίας του 60, όχι μόνον ζούσε μόνος του τετραμελή οικογένεια από τη δουλειά του, αλλά κατάφερε (είναι η αλήθεια δουλεύοντας πάρα πολύ) μέσα σε λίγα χρόνια να αγοράσει διαμέρισμα – χωρίς να πάρει δάνειο. Πράγμα που ήταν τότε αρκετά συνηθισμένο. Ποιο νέο ζευγάρι σήμερα, έστω και χωρίς παιδιά (που τα περισσότερα ζευγάρια αποφεύγουν να κάνουν επειδή θα δυσκολευτούν πολύ να τα συντηρήσουν), έστω δουλεύοντας και οι δύο, μπορεί να φανταστεί καν κάτι τέτοιο;
Να πάμε πιο πίσω; Ο παππούς μου (από την άλλη πλευρά της οικογένειας) με ένα μισθό δημοσίου υπαλλήλου ζούσε δεκαμελή οικογένεια.
Να έρθουμε πιο κοντά; Σε πράγματα που θυμάμαι ο ίδιος;
Το 1982, ένα σουβλάκι έκανε 25 δραχμές. Επομένως με το βασικό μισθό αγόραζε κανείς 825 σουβλάκια το μήνα. Σαραντατρία χρόνια μετά, με ένα μισθό που δεν είναι ο βασικός, μετά βίας παίρνει κανείς 300.
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω, κάθε μεσημέρι φεύγαμε ομαδικά από τη δουλειά και τρώγαμε σε κάποιο μαγέρικο του κέντρου. Ούτε καν υπολογίζαμε το έξοδο αυτό. Ποιος εργαζόμενος μπορεί να το κάνει σήμερα;
Για να δούμε τον πραγματικό ρυθμό αύξησης της εκμετάλλευσης, στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί και η ολοένα αυξανόμενη αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας τον τελευταίο αιώνα και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.. Στη δουλειά μου δεν είναι υπερβολή να πω ότι μέσα στα 40 χρόνια του εργασιακού μου βίου, η παραγωγικότητα έχει υπερδεκαπλασιαστεί. Το ίδιο έχει γίνει και σε πολλούς άλλους κλάδους. Και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας καθόλου δε μειώνεται. Με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας και μόνον, μια πιο ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας θα έδινε τη δυνατότητα να ζει αξιοπρεπέστατα μια οικογένεια – τετραμελής ας πούμε – με τους γονείς να δουλεύουν το πολύ 8-10 ώρες την εβδομάδα. Αντί γι αυτό, θέλουν να μας βάλουν να δουλεύουμε 13 ώρες την ημέρα!
Τα στοιχεία που δίνω αφορούν την Ελλάδα. Τα πράγματα όμως δεν είναι πολύ διαφορετικά σε όλο τον δυτικό κόσμο. Όταν ο Α. Παπανδρέου προετοίμαζε την εποχή λιτότητας δηλώνοντας ότι “οι Έλληνες θα πρέπει να καταλάβουν ότι δε μπορούν να καταναλώνουν περισσότερα απ’ όσα παράγουν”, όσοι υποστήριζαν αυτή τη θέση – στο ερώτημα ποιος είναι που παράγει το πλεόνασμα που καταναλώνουμε – “εξηγούσαν” ότι είναι οι Γερμανοί που παράγουν περισσότερα και τους τα τρώμε εμείς. Το ίδιο, πάνω κάτω, παραμύθι μας έλεγαν την εποχή που ξεκίνησαν τα μνημόνια. Τώρα ο νεοναζί καγκελάριος της Γερμανίας λέει και αυτός στους υπηκόους του το ίδιο: ότι καταναλώνουν πάρα πολλά και θα πρέπει να ανεβάσει το όριο σύνταξης για να καλύψει τη… λαιμαργία τους! Στη Γαλλία γίνεται το ίδιο, με συνεχείς συνταξιοδοτικές και άλλες αντιεργασιακές μεταρρυθμίσεις. Μήπως τελικά οι Γάλλοι και οι Γερμανοί καταναλώνουν αυτά που παράγουν οι τεμπέληδες Έλληνες;
Για να μη μιλήσουμε για τις ΗΠΑ, όπου ο Ντον Τραμπ προσπαθεί να κλείσει το βαρέλι δίχως πάτο των ελλειμμάτων υποχρεώνοντας την Ευρώπη να πληρώνει φόρο υποτέλειας (αγοράζοντας πανάκριβο φυσικό αέριο και άχρηστα όπλα) και φαντασιώνεται ότι θα μπορέσει να κλέψει τα υπόγεια αποθέματα χρυσού και πετρελαίου της Βενεζουέλας μπας και βουλώσει έτσι κάποιες τρύπες.
Στις ίδιες ΗΠΑ, η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος το έχει κάνει χαρτί υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι σκέφτονται στα σοβαρά (όσο σοβαρά μπορούν να σκέφτονται οι ηγετικοί κύκλοι των ΗΠΑ, και μάλιστα επί Τραμπ) να εκδώσουν χαρτονόμισμα των 250 δολαρίων (το οποίο, φυσικά, θα έχει πάνω τη μορφή του Τραμπ, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατίες του κόσμου). Και μπορεί προς το παρόν το σχέδιο να έχει παγώσει, αλλά ας μην εκπλαγούμε καθόλου αν το δούμε να εφαρμόζεται και μάλιστα σχετικά σύντομα. Εκτός αν προτιμηθεί να μπει η μορφή του παμμέγιστου ειρηνοποιού πολέμαρχου κατευθείαν στο χιλιοδόλαρο που μάλλον θα χρειαστεί να τυπωθεί πριν τη λήξη της θητείας του – όπως και αν αυτή λήξει.
Ειδικά στην Ευρώπη βέβαια, τα πράγματα θα πάνε πολύ χειρότερα, πριν αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα (για το τελευταίο θα πρέπει να γίνουν κοσμογονικές πολιτικοκοινωνικές αλλαγές). Γιατί εκτός από τα εγγενή της προβλήματα, τα οποία μας έφεραν μέχρι εδώ, έχει πλέον αναλάβει να σηκώσει στην πλάτη της την (πρώην) Ουκρανία που βουλιάζει αλλά και τις ΗΠΑ που βουλιάζουν εξίσου. Το καλό είναι ότι οι εξελίξεις αυτές, όπως και οι στρατιωτικές ήττες της Δύσης σε όλα τα μέτωπα, θα φέρουν άλλου είδους εξελίξεις. Οι εξεγέρσεις στις μητροπόλεις της Δύσης μπαίνουν πλέον στην ημερησία διάταξη. Και αργά ή γρήγορα θα πρέπει να οδηγήσουν ακριβώς στις κοσμογονικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που είναι απαραίτητες για να βγει η Ευρώπη από τον αργό θάνατο.
Το ερώτημα τώρα είναι τι τίτλο θα χρειαστεί να βάλω σε ένα χρόνο. “πάτησε τις 25.000”; “καβατζάρισε το πενηντάρι;”
Σημείωση:
Για τους υπολογισμούς χρησιμοποίησα στοιχεία από διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων:
– Τα δελτία τιμών χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδας.
– Για τους μισθούς των υφαντών το 1914 και το 1928, το βιβλίο του Π. Πουλιόπουλου, “Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;”
– Τη μελέτη του Στέργιου Μπαμπανάση, “ή διαμόρφωση τής φτώχειας στήν Ελλάδα του 20ού αιώνα (1900-1981)”