Τα ρεμπέτικα τραγούδια ή τώρα με τον νέο τους τίτλο «λαϊκά αστικά τραγούδια» (αμφίβολο αν θα επικρατήσει) στην ουσία ήταν ένας λαϊκός πολιτισμός που τελούσε μέχρι πρόσφατα υπό διωγμόν.
Τραγούδια του υπόκοσμου και του λούμπεν προλεταριάτου, που δεν είχαν καμία σχέση με την καθώς πρέπει κοινωνία η οποία άκουγε όπερες και οπερέτες και ελαφρά τραγούδια (άλλος ένα υποτιμητικός όρος για τραγούδια που ήταν ισάξια της διεθνούς παραγωγής – είναι σαν να λέμε πως η Εντίθ Πιαφ και η Νίνα Σιμόν τραγουδούσαν ελαφρά τραγούδια. Πώς τα ζυγίζουν οι ειδικοί, δεν ξέρω. Να έχει επινοηθεί κάποιο «τραγουδόζυγο» και να μην το ξέρω; Κανείς δεν είναι βέβαιος για τις γνώσεις του).
Εκτός από την περιθωριοποίηση αυτών των τραγουδιών από την καλή κοινωνία, υπήρχε και η ποινική δίωξη από τον φασίστα Ι. Μεταξά και παραδόξως και το ΚΚΕ συμμερίστηκε τις απόψεις του δικτάτορα.
Εντούτοις αυτά τα τραγούδια είχαν ευρύτατη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Σε αυτά αναγνώριζαν τη ζωή τους και τον μόχθο τους. Τα ρεμπέτικα βρήκαν την πλήρη απελευθέρωσή τους μετά την πτώση της στυγνής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Και άρχισαν τα ρεμπέτικα να ερευνώνται συστηματικά ακόμα και σε επίπεδο ντοκτορά (αν και κάποιοι πρωτοπόροι είχαν αρχίσει την έρευνα και τη μελέτη πριν από τη δικτατορία).
Αν και η σχετική βιβλιογραφία για τα ρεμπέτικα είναι πολύ μικρότερη από αυτή των δημοτικών, εντούτοις η έρευνα προχωράει από ενθουσιώδεις νέους. Κι όλο και κάτι καινούργιο μαθαίνουμε. Στο ΧΙΙ Συνέδριο για το Μεσογειακό Τραγούδι, που οργανώνει το Πανεπιστήμιο Κύπρου, ο καθηγητής εθνομουσικολογίας Γλαύκος Νεάρχου έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση για τις άγνωστες καταδίκες του Τσιτσάνη από την ελληνική Δικαιοσύνη.
Να παραθέσω εν περιλήψει αυτήν την εκτεταμένη ανακοίνωση: «Μια πανέμορφη δικηγόρος ονόματι Αγνή Παρθένη σύχναζε στο μαγαζί και γλεντούσε μέχρι το χάραμα. Και ο Τσιτσάνης εμπνεύστηκε από αυτόν τον ερωτικό άγγελο το εξής τραγούδι: “Για κοίτα, κόσμε, ένα κορμί/που μπήκε μες στο μαγαζί/Αμάν Πασά μου, θα τρελαθώ/ώς και τα ρούχα μου πουλώ”.
Και ο Τσιτσάνης της έδωσε τους στίχους σε ένα πακέτο τσιγάρα “Ασσος” με την αφιέρωση “Κα Αγνή, αυτό το τραγουδάκι γράφτηκε για σας και σας αφορά”. Ο ενθουσιασμός της ήταν τέτοιος που χόρεψε ένα τσιφτετέλι και πέταξε τα στήθη της έξω. Στο μαγαζί έγινε χαλασμός.
Αλλά για λόγους που αγνοεί η έρευνα (δεν μπόρεσε να υπεισέλθει στον οντά τού συνθέτη), η σχέση αυτή πήρε άσχημη τροπή. Η δικηγόρος έκανε μήνυση στον συνθέτη για συκοφαντική δυσφήμηση. Η λέξη “πασάς” είναι αιμοσταγής θεσμός της βάρβαρης Τουρκοκρατίας που είχε υποδουλώσει για τετρακόσια χρόνια την Ελλάδα μας και άρα την παρουσίαζε ως συνεργάτιδα των βάρβαρων κατακτητών, ενώ αυτή είναι κόρη του ήρωα στρατηγού Παρθένη.
Ο πολέμαρχος αυτός συνέτριψε τους κουμμουνιστοσυμμορίτες σε Γράμμο-Βίτσι και έδωσε στην πατρίδα το ένα του μάτι και το ένα του αυτί. Αρα η καταδίκη του συκοφάντη ήταν εθνικό θέμα. Οταν έγραφε τη μηνυτήρια αναφορά, ήρθε η καθαρίστριά της από το Πέραμα, μαζί με τη δεκαεξάχρονη κόρη της, ντυμένη στα κυριακάτικά της με μια φούστα με φουρό.
Την παρακάλεσε αν μπορεί να βρει καμιά δουλίτσα για την κορούλα της. Η δαιμόνια δικηγόρος μόλις είδε την κοπελίτσα θυμήθηκε το άλλο τραγούδι του Τσιτσάνη: “Μια κούκλα μες στη γειτονιά μου/τσολιά την εφωνάζουν/γεια σου, τσολιά μου, γεια σου, τσολιά μου, γεια σου, τσολιά μου/ και στο σεργιάνι σαν θα βγει/τα κάλλη της θαυμάζουν/γεια σου, τσολιά μου”.
Η καθαρίστρια πείσθηκε και αυτή να καταθέσει μήνυση στον Τσιτσάνη για προσβολή της οικογενειακής τιμής και υπόληψης. Γιατί δεν μπορεί να παρομοιάζουν το τρυφερούλι της με έναν σκληροτράχηλο μυστακοφόρο τσολιά με τσαρούχια. Πώς θα έβρισκε γαμπρό η κόρη της αν ήταν όπως την περιγράφει ο Τσιτσάνης;
Αυτό αντίκειται και στη θρησκεία και στην οικογένεια. (Την άλλη μέρα η νεαρά προσελήφθη ως δακτυλογράφος.) Και η συνέχεια στα δικαστήρια ήταν οδυνηρή για τον δημιουργό. Καταδικάστηκε και στις τρεις βαθμίδες της Δικαιοσύνης. Για τη λέξη “πασά” αποφάνθηκαν πως ήταν συκοφαντική γιατί σήμαινε δωσιλογισμό. Για τη λέξη “τσολιά”, όταν αποδίδεται σε γυναικεία πρόσωπα, προσβάλλει τα χρηστά ήθη και έθιμα της πατρίδος και του έθνους. Η υπόθεση δεν πήρε δημοσιότητα γιατί τότε ο Τύπος δεν ασχολιόταν με τέτοια ευτελή θέματα.
Αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Ο ανιψιός του Τσιτσάνη, διαπρεπής δικηγόρος με ντοκτορά από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με καθηγητή τον Σόιμπλε φον Κανάρις, της γνωστής οικογενείας, έκανε αναψηλάφηση της δίκης και φώναξε μάρτυρα τον διαπρεπή ελληνιστή καθηγητή του. “Πασάς”, αποφάνθηκε ο καθηγητής, στα νεοελληνικά σημαίνει ευδαίμων, ευτυχής, και έφερε σαν παράδειγμα το “πασάς στα Γιάννενα”.
Και η λέξη “τσολιάς” την εποχή που τα κορίτσια φορούσαν φουρό σημαίνει το περήφανο και αγέρωχο γυναικείο κορμί. Και ο Τσιτσάνης αθωώθηκε πανηγυρικά και τιμήθηκε από το εν λόγω Πανεπιστήμιο με το Μετάλλιο των Γραμμάτων».
ΥΓ. Η ιστορία με τον Τσιτσάνη είναι φανταστική. Αλλά αποτελεί ένα μικρό μάθημα γλωσσολογίας προς τους δικαστές που δεν γνωρίζουν τι θα πει η λέξη «γκαουλάιτερ» στα νεοελληνικά και αποφάσισαν να κλείσουν την «Αθηναϊκή Επιθεώρηση Βιβλίου» (ARB) γιατί χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη για κάποιον απολογητή του σταλινισμού, αγνοώντας πως αυτή η λέξη σημαίνει πια «φανατικός».
Πηγή: efsyn.gr