Για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανθρωπότητα χρειάζεται τόσο επιτακτικά ένα ισχυρό, διεθνές κίνημα εναντίον του αντισημιτισμού. Ορισμένοι όμως αποφάσισαν να μετατρέψουν αυτή την προσπάθεια σε όπλο για τις μικροπολιτικές τους σκοπιμότητες. Μήπως είναι αυτοί οι πιο επικίνδυνοι αντισημίτες;
Πρώτα ήρθαν για τον αρχηγό των Βρετανών Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν. Αλλά δεν ήμασταν Εργατικοί και δεν μίλησε κανείς. Υστερα ήρθαν για την Ιλχάν Ομάρ, μία από τις ελάχιστες φωνές του αμερικανικού Κογκρέσου που αμφισβητεί τη διακομματική συναίνεση στην εξωτερική πολιτική.
Αλλά δεν ήμασταν μουσουλμάνοι και έτσι σιωπήσαμε. Οταν όμως ήρθαν και για τα «κίτρινα γιλέκα», αρκετοί άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο λόγος για τις καταγγελίες περί αντισημιτισμού που αντιμετωπίζει πλέον σχεδόν κάθε πολιτικός και κάθε κίνημα της Αριστεράς που τολμά να αμφισβητήσει κυρίαρχες και παγιωμένες απόψεις για το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα.
Το φαινόμενο φαντάζει παλιό και πολυσυζητημένο, αλλά έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τώρα κάνουν την εμφάνισή τους. Εδώ και δεκαετίες η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές του κράτους του Ισραήλ τοποθετούσαν την ταμπέλα του αντισημιτισμού σε οποιονδήποτε ασκούσε έστω και την ελάχιστη κριτική στην πολιτική του Τελ Αβίβ απέναντι στους Παλαιστινίους.
Ανάμεσα στα θύματά τους βρέθηκαν ακόμη και Εβραίοι διανοούμενοι, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Νόρμαν Φίνκελσταϊν, ο οποίος προέρχεται από οικογένεια θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Τους τελευταίους μήνες όμως παρατηρείται μια ποιοτική διαφορά. Οι επιθέσεις δεν ξεκινούν αναγκαστικά από το Ισραήλ, ενώ τα θύματα μπορεί να μην έχουν καν στην ατζέντα τους το Μεσανατολικό.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα «κίτρινα γιλέκα», τα οποία δέχτηκαν λυσσαλέα επίθεση από τον Μακρόν και τα ΜΜΕ που τον στηρίζουν, πάντα με την κατηγορία του αντισημιτισμού. Με αυτή την αφορμή μάλιστα, ο Γάλλος πρόεδρος υποσχέθηκε να τροποποιήσει τη νομοθεσία ώστε να αντιμετωπίζεται σαν έγκλημα όχι μόνο ο αντισημιτισμός αλλά και ο αντισιωνισμός, δηλαδή το ακραίο δεξιό και εθνικιστικό κίνημα που έχει συνδεθεί με σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων στη Μέση Ανατολή.
«Πρέπει να αντισταθούμε με κάθε μέσο στην εξίσωση του αντισημιτισμού με τον αντισιωνισμό», εξηγούσε από τις σελίδες του Guardian o πανεπιστημιακός Κενάν Μαλίκ, προειδοποιώντας ότι αν δεν τα καταφέρουμε «θα καταλήξουμε να νομιμοποιήσουμε τον αντισημιτισμό και ταυτόχρονα να ποινικοποιήσουμε κάθε αγώνα για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων».
Η απόφαση του Μακρόν προχωρά ένα βήμα παραπέρα καθώς έρχεται να προστεθεί σε σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων οι οποίες παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η μάχη κατά της τρομοκρατίας έδωσε στη Γαλλία την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία τελικά εντάχθηκε στο γαλλικό Δίκαιο και σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, χρησιμοποιείται και για την απαγόρευση αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Τώρα η μάχη ενάντια στον αντισημιτισμό μετατρέπεται σε μηχανισμό φίμωσης ενός κινήματος που δεν κάμφθηκε ούτε από τις προσπάθειες εκτόνωσης ούτε από τη βαναυσότητα της γαλλικής αστυνομίας.
Η παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων όμως είναι μόνη μία πλευρά του προβλήματος. Γιατί η συνεχής επίκληση των κατηγοριών περί αντισημιτισμού απειλεί σε τελική ανάλυση τους ίδιους τους Εβραίους.
Ο στιγματισμός κάθε αντικομφορμιστικής (και ίσως αντικαπιταλιστικής) φωνής με την κατηγορία του αντισημιτισμού, σε μια εποχή που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αναζητούν εναγωνίως τέτοιου είδους φωνές, εξασθενεί τη μάχη απέναντι στον αντισημιτισμό. Μια λέξη που θα έπρεπε να προκαλεί φρίκη, καθώς εκπροσωπεί την πιο επικίνδυνη και αρρωστημένη μορφή ρατσισμού που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, καταλήγει να προκαλεί από αδιαφορία έως καχυποψία.
Οπως εξηγούσε πριν από χρόνια ο Βρετανός βετεράνος ανταποκριτής Ρόμπερτ Φισκ, «αν συνεχιστεί η εκστρατεία δυσφήμησης έντιμων ανθρώπων, ο όρος “αντισημιτισμός” θα αποκτήσει θετική χροιά για ορισμένους. Και αυτός είναι ένας τεράστιος κίνδυνος γιατί εκεί έξω υπάρχουν πραγματικά κακοί άνθρωποι που θέλουν να κάψουν συναγωγές. Και αυτοί οι άνθρωποι θα ενισχυθούν».
Θα μπορούσαν, λοιπόν, οι πολιτικοί που καταγγέλλουν, ψευδώς, τους αντιπάλους τους για αντισημιτισμό να αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τις εβραϊκές κοινότητες σε όλο τον κόσμο; Υπό αυτό το πρίσμα πώς πρέπει αν αντιμετωπίσουμε τον Μακρόν, ο οποίος πρόσφατα επιχείρησε να αποκαταστήσει την εικόνα του κατοχικού προέδρου Φιλίπ Πετέν – του ηγέτη των Γάλλων δωσιλόγων που εξόντωναν τους Εβραίους για λογαριασμό της ναζιστικής Γερμανίας;
Και ύστερα πώς θα σχολίαζε κάποιος την παλαιότερη δήλωση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι αρχικά «ο Χίτλερ δεν ήθελε να αφανίσει τους Εβραίους», αλλά τελικά πείστηκε να τους εξοντώσει ύστερα από την παρέμβαση ενός Παλαιστίνιου μουφτή;
Οπως εξηγούσε τότε στους New York Times ο Μοσέ Ζίμερμαν, καθηγητής Ιστορίας στο Hebrew University του Ισραήλ, «ο Νετανιάχου εντάσσει πλέον τον εαυτό του στη μακρά λίστα των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται αρνητές του Ολοκαυτώματος».
INFO
Διαβάστε:
Antisemites use the language of anti-Zionism. The two are distinct
Τροφή για σκέψη από ένα άρθρο του Κενάν Μαλίκ για τις επιπτώσεις της ταύτισης του αντισημιτισμού με τον αντισιωνισμό αλλά και για τον ρόλο των identity politics (πολιτική ταυτότητας) στην άνοδο του πραγματικού αντισημιτισμού.
*Άρης Χατζηστεφάνου – Εφημερίδα των Συντακτών – 2/3/2019 – Στην αρχική μορφή του κειμένου εκ παραδρομής χρησιμοποιήθηκε σε δυο σημεία του κειμένου ο όρος αντισιωνισμός αντί του σωστού αντισημιτισμός. Το κείμενο έχει διορθωθεί