Η αγορά εργασίας είναι «τεμαχισμένη». Έχει δύο, τρεις ακόμη και ίσως και τέσσερις ταχύτητες.
Οι επιχειρησιακές συμβάσεις ιδιαίτερα στον χώρο της βιομηχανίας είναι ελάχιστες όσες προβλέπουν αύξηση αμοιβών, οι οποίες κινούνται σε επίπεδα υψηλότερα του καθοριζόμενου κατώτατου μισθού.
Είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ ότι συμβαίνει στο λιανεμπόριο, όπου κατά τεκμήριο, οι επιχειρησιακές συμβάσεις προβλέπουν υψηλότερο εισαγωγικό μισθό.
Εργασία: «Φθηνή ανάπτυξη» με κακοπληρωμένους εργαζόμενους και ωράρια λάστιχο
Η ακρίβεια και οι χαμηλές αμοιβές
Όμως οι χαμηλές αμοιβές του ιδιωτικού τομέα πυροδοτούν την κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία συμπυκνώνεται στην έννοια της «ακρίβειας».
Μιλώντας προς τον ΟΤ ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Πελαγίδης επισημαίνει ότι «το πρόβλημα της ακρίβειας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με την αύξηση των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα, εφόσον το επιτρέπει η παραγωγικότητα της βιομηχανίας, που είναι το αποτέλεσμα της επενδυτικής δραστηριότητας των ίδιων των επιχειρήσεων».
Οι συμβάσεις
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος που αφορούν όμως το 2023, στο δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους υπογράφηκαν 209 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 137.179 μισθωτούς. Όμως από αυτές μόνο οι 59 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών!
Και αναφερόμενη στο 2024 η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ρυθμούς ανάλογους του 2023, ενώ η άνοδος της παραγωγικότητας θα παραμείνει περιορισμένη.
Οι αντιδράσεις από τις ΜμΕ
Κι όπως έλεγε πηγή της αγοράς είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν τον περασμένο Μάρτιο συζητούνταν το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, οι μεγαλύτερες αντιδράσεις προήλθαν από τις οργανώσεις των μικρομεσαίων, αλλά κι από ένα τμήμα της βιομηχανίας, που βασίζει την ανταγωνιστικότητα του στις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων.
Ίσως παρόμοιας έντασης θα είναι και οι αντιδράσεις το 2025 – περί τον Μάρτιο – όταν θα αρχίσει να συζητείται το ύψος της νέας αύξησης του κατώτατου μισθού.
Ο αντίθετος δρόμος του λιανεμπορίου
Ωστόσο στον αντίποδα της βιομηχανίας κινείται το λιανεμπόριο – πρωτίστως οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ και ακολούθως οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου. Οπως έλεγε πηγή του κλάδου των σούπερ μάρκετ μιλώντας προς τον ΟΤ οι επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν το 95% του ετήσιου τζίρου, απασχολούν 118.000 εργαζομένους.
Όλοι αυτοί αμείβονται υψηλότερα – κατά πολύ ή λιγότερο εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε επιχείρησης – από την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Εκτός όμως από τον υψηλότερο εισαγωγικό μισθό – έναντι του καθοριζόμενου κατώτατου, δηλαδή των 830 ευρώ το μήνα – οι εργαζόμενοι των αλυσίδων έχουν και διάφορες άλλες παροχές.
Οπως επί παραδείγματι οι εργαζόμενοι στα καταστήματα των τουριστικών περιοχών, για το διάστημα που διαρκεί η τουριστική περίοδος απολαμβάνουν μία έξτρα αμοιβή.
Η έλλειψη προσωπικού
Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν, σύμφωνα με την ίδια πηγή, λόγω του γεγονότος ότι οι «οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εύκολα προσωπικό και για να μην χάσουν υπαλλήλους δίνουν υψηλότερο μισθό και διάφορες επιμέρους παροχές».
Μάλιστα παρατηρείται ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός μεταξύ των αλυσίδων στο θέμα του «πακέτου» προσφέρει η κάθε επιχείρηση για να κρατήσει τους εργαζομένους της και να μην μεταπηδήσουν στην ανταγωνίστρια της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για αρκετά χρόνια προ της κρίσης η εργασία σε ένα σούπερ μάρκετ θεωρούνταν «υποδεέστερη» και ως εκ τούτου ευκαιριακή, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στον κλάδο.