«Η κατάσταση στις διεθνείς αγορές μετοχών και ομολόγων είναι δραματική, και απειλεί να επιδεινωθεί» δήλωσε στο Reuters. «Είναι, λοιπόν, πιο επείγον από ποτέ για τη Γερμανία να αποκαταστήσει τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα το συντομότερο δυνατό».
Οι δασμοί 20% σε όλες τις ευρωπαϊκές εξαγωγές έρχονται σε μια περίοδο έντονων πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων για τη Γερμανία, και απειλούν να εξαλείψουν τα πιθανά οφέλη από το πακέτο δαπανών ύψους €1 τρισ. που εξήγγειλε ο Merz για την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας και των παλαιών υποδομών της χώρας.
Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης εξαρτάται από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ για το 4% του ΑΕΠ της – ποσοστό υψηλότερο από αυτό της Γαλλίας ή της Ιταλίας.
Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και τρία χρόνια, έχοντας πληγεί από το υψηλό ενεργειακό κόστος, τη μειωμένη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα στην Κίνα και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από Κινέζους αντιπάλους.
Σύμφωνα με εκτίμηση του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας της Κολωνίας, η συνολική οικονομική ζημιά για τη γερμανική οικονομία κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Trump ενδέχεται να φτάσει τα €200 δισ., ήτοι σε επίπεδο ΑΕΠ πτώση 1,5 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο ως το 2028.
Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μία στις δέκα γερμανικές εξαγωγές.
«Βραχυπρόθεσμα, η επερχόμενη κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να απορροφήσει το άμεσο σοκ» ανέφεραν αναλυτές της Deutsche Bank τη Δευτέρα, προσθέτοντας ότι η Γερμανία ενδέχεται να αντιμετωπίσει και τρίτο συνεχόμενο έτος μείωσης του ΑΕΠ το 2025.
Αν οι δασμοί των ΗΠΑ εφαρμοστούν στο σύνολό τους, η ζημιά για τη γερμανική οικονομία θα είναι «τεράστια» και ενδέχεται να την οδηγήσει σε ύφεση εντός του έτους, δήλωσε το Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου την προηγούμενη εβδομάδα. «Ορισμένοι βασικοί κλάδοι, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η μηχανολογία, θα πληγούν ιδιαίτερα σκληρά» ανέφερε.
«Καθώς η γερμανική οικονομία βρίσκεται ήδη σε στασιμότητα, είναι πιθανό οι δασμοί των ΗΠΑ να ωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας κάτω από το μηδέν», δήλωσε ο πρόεδρος του Ifo, Clemens Fuest.
Ο Merz, του οποίου το συντηρητικό μπλοκ CDU/CSU κέρδισε τις εκλογές του Φεβρουαρίου, δέχεται ολοένα και μεγαλύτερη πίεση να ολοκληρώσει τις περίπλοκες διαπραγματεύσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Όπως είπε στο Reuters, οι επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών «πρέπει πλέον να βρίσκονται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό συνασπισμού».
Μετά τις εκλογές, η δημοτικότητα του Merz έχει μειωθεί, καθώς οι συντηρητικοί ψηφοφόροι εμφανίζονται σκεπτικοί για το αν θα μπορέσει να υλοποιήσει τις φιλοεπιχειρηματικές μεταρρυθμίσεις και τις φοροελαφρύνσεις που είχε υποσχεθεί.
Παράλληλα, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο αναδείχθηκε δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στις εκλογές, βλέπει τη στήριξή του να αυξάνεται.
Μόλις λίγες ημέρες μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Merz προχώρησε σε μια ασυνήθιστη κίνηση, χρησιμοποιώντας το προηγούμενο κοινοβούλιο για να περάσει μεταρρύθμιση στο συνταγματικό όριο χρέους, επιτρέποντας απεριόριστο δανεισμό για αμυντικές δαπάνες.
Η μεταρρύθμιση απαιτούσε πλειοψηφία δύο τρίτων, την οποία δύσκολα θα εξασφάλιζε στη νέα Bundestag, όπου AfD και Αριστερά (Die Linke) κατέχουν μαζί πάνω από το ένα τρίτο των εδρών.
Σε αντάλλαγμα για τη στήριξη στην άμυνα, το SPD εξασφάλισε τη δημιουργία ενός Ταμείου Υποδομών ύψους €500 δισ. με διάρκεια 12 ετών για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας — οδικών δικτύων, νοσοκομείων και σχολείων.
Το πακέτο, που αναμένεται να οδηγήσει σε επιπλέον €1 τρισ. νέο δανεισμό μέσα στην επόμενη δεκαετία, σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στη δημοσιονομική πολιτική της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης.
Ωστόσο, έκτοτε ο Merz εμπλέκεται σε δύσκολες διαπραγματεύσεις με το SPD για κοινωνικές παροχές, φορολογικές ελαφρύνσεις και μεταναστευτική πολιτική.
Ο μόνος πιθανός κυβερνητικός του εταίρος χρειάζεται έγκριση από τα μέλη του κόμματος πριν από την εκλογή του Merz ως καγκελάριου, πιθανότατα στις αρχές Μαΐου, σύμφωνα με πηγές από το εσωτερικό του κόμματος.