Με τους φόρους παίρνουν πίσω τις αυξήσεις στους μισθούς – Η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών

140

Hδη τα ρεπορτάζ είναι πανηγυρικά στα συστημικά ΜΜΕ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να κατασκευάσει «κοινωνική ευαισθησία» και να φτιάξει το προφίλ της αποτελεσματικότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει θέσει στόχο ο κατώτατος μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ το 2027, με παράλληλη αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ. Υπό αυτά τα δεδομένα τον Απρίλιο επίκειται νέα αύξηση του κατώτατου μισθού κοντά στα 40 ευρώ για το 2025.

Τι και αν η διαδικασία δεν έχει ακόμη εκκινήσει; Τι και αν οι εμπλεκόμενοι φορείς (εργοδοτικές οργανώσεις, ΓΣΕΕ και διάφοροι εμπλεκόμενοι οργανισμοί) δεν έχουν καταθέσει τις εκθέσεις τους ώστε να αποφανθεί το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας για την αύξηση στις κατώτατες αποδοχές; Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ορίσει ήδη τον στόχο: αύξηση 40 ευρώ το 2025, άλλα τόσα το 2026 και άλλα τόσα το 2027. Συνεπώς από τα 830 ευρώ κατώτατου μισθού σήμερα, από τον ερχόμενο Απρίλιο θα διαμορφωθεί αυτός στα 870, για να αυξηθεί τον Απρίλιο του 2026 στα 910 και να φτάσουμε τον Απρίλιο του 2027 στα 950 ευρώ κατώτατες αποδοχές (μισθοί και ημερομίσθια).

Τώρα, γιατί θα πρέπει να αναλωθούν σε εκθέσεις οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και οι φορείς της οικονομίας (ΤτΕ, ΚΕΠΕ κ.ά.) σε προειλημμένες κυβερνητικές αποφάσεις, ας τα βρουν μεταξύ τους. Μας ενδιαφέρουν οι αυξήσεις στους μισθούς που τελικά δεν είναι αυξήσεις αλλά μειώσεις!

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φροντίσει με άλλες διατάξεις (π.χ. ελαστικό οκτάωρο Χατζηδάκη με τζάμπα υπερωρίες) να πατάξει το εισόδημα από μισθωτή εργασία. Είναι η μόνιμη επωδός του ΣΕΒ που επιβάλλει μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως μονόδρομο ώστε να καταστούν ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα και να εξάγονται. Οπως συνέβη στη μνημονιακή εποχή, έτσι συμβαίνει και μετά το 2021. Οι αμοιβές πατάσσονται, οι εισαγωγές εκτινάσσονται και τελικά σε μια οικονομία εσωτερικής κατανάλωσης, όπως η ελληνική, αυτό που μένει είναι το κέρδος στις εταιρείες-μέλη του ΣΕΒ.

Οπως έχει αναλυθεί πλειστάκις στο παρελθόν, για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία χρειάζονται επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και να καλυφθεί το παραγωγικό κενό, κάτι που αρνούνται να κάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις. Γιατί όμως καταγράφονται ονομαστικές αυξήσεις μισθών και εντέλει καταβαράθρωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στην Ελλάδα; Ποια είναι η λυδία λίθος που τελικά μετατρέπει τις αυξήσεις σε μειώσεις σε τέτοιο βαθμό που η Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μετά τη Βουλγαρία σε αγοραστική δύναμη;

«Γδέρνει» με τους φόρους

Πίσω λοιπόν από την κουρτίνα των ονομαστικών αυξήσεων στους μισθούς κρύβεται η φορολογία. Σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού της απληστίας, το οποίο μήνα τον μήνα τροφοδοτείται από την αισχροκέρδεια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εξεύρει την τέλεια παγίδα για να δίνει αυξήσεις πανηγυρίζοντας και μεγάλο μέρος αυτών να το παίρνει πίσω μέσω της φορολόγησης των εισοδημάτων. Κατ’ ουσίαν έδωσε ονομαστικές αυξήσεις από το 2022 χωρίς να προχωρήσει στην αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων. Ετσι προσέδωσε δυναμική αλλά φορομπηχτική ανάπτυξη του ΑΕΠ δημιουργώντας τη φούσκα της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών σε ένα περιβάλλον καταιγιστικής αισχροκέρδειας κατέβαλε περισσότερους φόρους μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε σε υψηλότερο φορολογικό κλιμάκιο. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και τα επόμενα έτη. Τουλάχιστον για το 2025 είναι δεδομένο. Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει αυτό για περίπου 700.000 μισθωτούς που αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές.

• Με τον κατώτατο μισθό στα 830 ευρώ (2024) ο μισθωτός θα πληρώσει κατ’ έτος 1.611 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 125 ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

• Με τον κατώτατο μισθό στα 870 ευρώ (2025) ο μισθωτός θα πληρώνει κατ’ έτος 1.689 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 231

ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Συνεπώς το 2025 η αύξηση σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος θα διαμορφωθεί στο 9,6%.

• Με τον κατώτατο μισθό στα 910 ευρώ (2026) ο μισθωτός θα πληρώνει κατ’ έτος 1.767 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 337 ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Συνεπώς το 2025 η αύξηση σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος θα διαμορφωθεί στο 17,5%.

• Με τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ (2027) ο μισθωτός θα πληρώνει κατ’ έτος 1.844 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 443 ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Συνεπώς το 2027 η αύξηση σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος θα διαμορφωθεί στο 24,1%.

Ο μέσος μισθός

Οσο για τον μέσο μισθό; Αν προστεθεί η πολύ εκτεταμένη μερική απασχόληση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, τότε ο μέσος μισθός για το 2023 διαμορφώνεται στα 1.251 ευρώ. Υπό αυτά τα δεδομένα και με βάση το γεγονός ότι –σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ– οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα ανέρχονται σε 2,3 εκατομμύρια, έχουμε τα εξής στοιχεία για τη φορολόγησή τους και τις ασφαλιστικές εισφορές:

• Με τον μέσο μισθό στα 1.251ευρώ (2023) ο μισθωτός πλήρωσε κατ’ έτος 2.429 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 1.302 ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

• Με τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ (2027) ο μισθωτός θα πληρώσει κατ’ έτος 2.912 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 2.022 ευρώ φόρο μισθωτών υπηρεσιών. Συνεπώς το 2025 η αύξηση σε ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος για τον μέσο μισθό των 1.500 ευρώ θα διαμορφωθεί στο 24,3%.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ

Οπως εύκολα καταλαβαίνουμε, οι κυβερνητικές πομφόλυγες εύκολα σπάνε μόνο από αυτή την παράθεση των φορομπηχτικών κλιμάκων. Σαν καρφιά που τρυπούν τις φούσκες τις κυβέρνησης Μητσοτάκη λειτουργούν οι διεθνείς πέραν πάσης αμφισβήτησης οργανισμοί όπως η Eurostat και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (τελευταία στοιχεία: Αύγουστος 2024) στην Ελλάδα καταγράφεται μείωση κατά 1,9% στο πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023. Αυτό το στοιχείο έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τον μέσο όρο του οργανισμού, καθώς στην ίδια σύγκριση καταγράφεται αύξηση κατά 0,9%.

Οπως παρατηρεί ο ΟΟΣΑ, αυτή η μείωση έρχεται παρά την αύξηση του ΑΕΠ και οφείλεται στο ότι σε άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Ιταλία και η Γερμανία παρά την οικονομική επιβράδυνση καταγράφεται σημαντική αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών λόγω αυξήσεων των μισθών και των συντάξεων που δόθηκαν για την αντιστάθμιση των απωλειών των εισοδημάτων λόγω του πληθωρισμού, ειδικά σε τρόφιμα και υπηρεσίες.

Η Ελλάδα σταθερά στον πάτο της Ευρώπης

Οπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (Νοέμβριος 2024), ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2023 στις 17.013 ευρώ. Με αναγωγή στον μήνα προκύπτει ότι αυτός έχει διαμορφωθεί στα 17.013 : 12 = 1.417 ευρώ. Αυτό όμως το μέγεθος αφορά μόνο όλους όσοι εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

Ωστόσο, αν δούμε τις συγκρίσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υυπηρεσίας, θα διαπιστώσουμε ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε το 2023 συγκριτικά με το 2022 (είχε μετρηθεί στα 16.407 ευρώ, ποσοστιαία 3,69%). Με αυτό το συγκριτικό στατιστικό στοιχείο βλέπουμε ότι το ποσοστό ήταν χαμηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που έδωσαν τέτοιες αυξήσεις ώστε να μπορεί ο πληθυσμός τους να αντέξει τις πληθωριστικές πιέσεις. Η χώρα μας δηλαδή με βάση το ποσοστό αύξησης που έδωσε κατατάσσεται στην τρίτη θέση από το τέλος μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Αν κάποιος δει τα στατιστικά στοιχεία που τηρεί η Eurostat, εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ΣΕΒ και οι εταιρείες-μέλη του αποτελούν τη μαύρη κηλίδα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας οι οποίες και εισφέρουν τα μέγιστα στον πληθωρισμό της απληστίας και συναγωνίζονται μεταξύ τους στον στίβο της αισχροκέρδειας. Εχουν λοιπόν καταφέρει μέσω υπαλλήλων που έχουν «φυτέψει» στην κυβέρνηση Μητσοτάκη (βλ. Ακης Σκέρτσος) να «ποδοπατούν» τις αμοιβές της μισθωτής εργασίας στο όνομα του κέρδους και της ψεύτικης ελπίδας ότι μέσω αυτών θα επιτευχθεί αύξηση των εξαγωγών.

Ολα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, λοιπόν, για το 2024 η Ελλάδα αποτελεί τη «σκοτεινή εξαίρεση». Συγκεκριμένα, σε όλα τα κράτη της ΕΕ το τρίτο τρίμηνο του 2024 (Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος) αυξήθηκε το κόστος εργασίας ανά ώρα ενώ στην Ελλάδα αυτό μειώθηκε. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τη Eurostat, το κόστος εργασίας ανά ώρα αυξήθηκε κατά 4,6% στη ζώνη του ευρώ και κατά 5,1% στην ΕΕ, σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Αντίθετα στην Ελλάδα –όπου κατά το κυβερνητικά αφήγημα αυξάνονται οι μισθοί– καταγράφηκε μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 2,9%. Πάντα σύμφωνα με τη Eurostat, στο τρίτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους οι μεγαλύτερες αυξήσεις αφορούν κράτη της ανατολικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, προηγούνται η Ρουμανία (17,1%), η Κροατία (15,1%), η Ουγγαρία (14,1%), η Βουλγαρία (12,7%) και η Λετονία (12,6%). Ακολουθούν η Πολωνία (12%), η Λιθουανία (11%) και η Αυστρία (10%).

Ακριβώς εδώ εμφαίνεται το δηλητήριο που έχει εγχύσει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη σε μια κοινωνία όπως η ελληνική που στηρίζεται στην κατανάλωση (κυρίαρχα την εσωτερική και δευτερευόντως σε αυτή του τουρισμού κατά την καλοκαιρινή περίοδο). Οταν χάνουν αγοραστική δύναμη τα νοικοκυριά σταματούν να καταναλώνουν. Οταν διακόπτουν την κατανάλωση μειώνεται ο τζίρος των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρότερων. Καθίσταται προφανές ότι εντός της ερχόμενης διετίας με βάση όσα συμβαίνουν στη Βουλγαρία (αύξηση 12,7% στο ωρομίσθιο όταν εμείς καταγράφουμε μείωση 2,9%) θα είμαστε η φτωχότερη χώρα της Ευρώπης σε αγοραστική δύναμη σε σχέση με το ΑΕΠ. Ομως θα είμαστε περήφανοι γιατί τα μέλη του ΣΕΒ θα έχουν αυξήσεις κερδοφορίας ετησίως άνω του 100%, τροφοδοτώντας διαρκώς την αισχροκέρδεια και προσφέροντας μέσω των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ) αύξηση του ΑΕΠ σε βάρος της κοινωνίας. Ενας φαύλος κύκλος καταστροφής που φέρει ολοφάνερα την υπογραφή του Κυρ. Μητσοτάκη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας