Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, αυξήθηκε κατά 1,8% το δ’ τρίμηνο του 2024, έναντι μείωσης -0,4% στην ΕΕ. Το χάσμα παραμένει, όμως δεν δικαιολογεί την καθήλωση των πραγματικών μισθών.

Τον μύθο των «τεμπέληδων» Ελλήνων (που κανείς πια δεν τον πιστεύει), διαψεύδουν τα νέα στοιχεία της Εurostat για την παραγωγικότητα της εργασίας.
Τα δεδομένα, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, δείχνουν ότι η παραγωγικότητα, σε όρους ΑΕΠ ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, αυξήθηκε στην Ελλάδα με διπλάσιο ρυθμό από ό,τι στην Ευρώπη: Κατά 0,8% έναντι 0,4%. Mάλιστα το δ’ τρίμηνο του 2024 είχαμε αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,8% στην Ελλάδα, έναντι μείωσης -0,4% στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Όσο για την παραγωγικότητα με όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε κατά 1,3% στην Ελλάδα, έναντι 0,9 στην ΕΕ και μόλις 0,5% στην Ευρζωζώνη.
Φτάνει αυτό για να μας «ξεκολλήσει» από τις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης;
Όχι, γιατί πρώτον η Ελλάδα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση. Δεύτερον, γιατί σε αντίθεση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον όρο «παραγωγικότητα» στην καθομιλουμένη, η αύξησή της δεν επιτυγχάνεται με το να βάζεις τους εργαζόμενους να τρέχουν ξεθεωμένοι σαν τα χάμστερ στον τροχό (που μένει ακίνητος).
Αντίθετα, η παραγωγικότητα της εργασίας, συναρτάται άμεσα με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, σε πάγια κεφάλαια (συμπεριλαμβανόμενων των επενδύσεων σε έρευνα-τεχνολογία).

Παραγωγικότητα και επενδύσεις
Ως παραγωγικές δε μπορούν να λογίζονται οι επενδύσεις που αφορούν κατεξοχήν το real estate, μέσω και των προγραμμάτων Golden Visa, που αποτελούν και τον «κορμό» των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ).
Ούτε συμβάλλουν απαραίτητα στην αύξηση της παραγωγικότητας – άρα και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας – επενδύσεις που αφορούν μερικές ή ολικές εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών ή οι γενικές ανακατατάξεις στην «πίτα» του επιχειρείν προς όφελος των μεγαλύτερων παικτών.
Παραγωγικές μπορούν να θεωρηθούν κυρίως οι λεγόμενες greenfield επενδύσεις, που δημιουργούν νέες επιχειρήσεις ή επεκτείνουν, ανανεώνουν και αναβαθμίζουν τις υποδομές σε ήδη υπάρχουσες. Σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί.
Όπως άλλωστε επισημαίνει η τελευταία Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, «η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, κατά 24,4% που αποτυπώνεται για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των αποθεμάτων/ Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, που προσθέτουν στο παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας αυξήθηκαν κατά 9%». Με άλλα λόγια, το 63% των επενδύσεων είναι μη-παραγωγικές. Αφορούν π.χ. επανεπενδυθέντα κέρδη, καταθέσεις, δάνεια, και όχι υποδομές, μηχανήματα, εξοπλισμό.
Στην Ελλάδα, από το 2020 μέχρι σήμερα, η αύξηση της κατά κεφαλήν παραγωγής οφείλεται πρωτίστως στη μεγαλύτερη εισροή εργαζομένων και στην αύξηση των ωρών εργασίας. Αντιθέτως η εισροή κεφαλαίου, που θα εκσυγχρονίσει την παραγωγική διαδικασία, αυξάνεται με πολύ βραδύτερο ρυθμό.
Τα παραπάνω τεκμηριώνονται από έρευνες του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, διαπιστώνοντας σαφές έλλειμμα παραγωγικών επενδύσεων.

Τι δείχνει η Εurostat για την παραγωγικότητα
Κατά μέσο όρο στην Ελλάδα την περίοδο 1999-2008, που περιλαμβάνει και τη γιγάντωση του κατασκευαστικού τομέα, η παραγωγικότητα ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας αυξανόταν ετησίως κατά 2,7%.
Τη δεκαετία 2009-2019, που σφραγίστηκε από την οικονομική κρίση, η παραγωγικότητα ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, υποχώρησε κατά -1,7%, λόγω της καθίζησης του ΑΕΠ και της γιγάντωσης της ανεργίας.
Έκτοτε η παραγωγικότητα αυξάνεται ετησίως με ρυθμό 0,5%, χωρίς όμως να γεφυρώνεται το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Eurostat (2023), η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα κυμαίνονταν στο 56,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, κατατάσσοντάς την στην τελευταία θέση, πολύ κοντά με τη Βουλγαρία.
Πάντως, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα κάνει μικρά βήματα, χώρες όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία κάνουν άλματα στην παραγωγικότητα – με αύξηση 4,8% και 3,9% το 2024, σύμφωνα με τη Εurostat. Mάλιστα αυτό το κατορθώνουν την ίδια στιγμή που οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο μειώνονται αισθητά, απόδειξη ότι η αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται και με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα – που έχει ήδη από τις μεγαλύτερες εργάσιμες εβδομάδες στην Ευρώπη – εξακολουθεί να αυξάνει τις ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο, έστω με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν (0,3%).
Που αυξήθηκε και πού μειώθηκε η παραγωγικότητα
Στην Ελλάδα ο κλάδος με τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας ήταν οι επιχειρήσεις τεχνολογίας (πληροφορίες-επικοινωνία), με αύξηση 4,7%. Ακολουθεί η βιομηχανία με 3,9%, οι τέχνες-πολιτισμός με 3,7%, η μεταποίηση με 3,1% και οι χρηματοπιστωτικές-ασφαλιστικές υπηρεσίες με 1,7%. Τη μεγαλύτερη μείωση παραγωγικότητας σημείωσε ο κατασκευαστικός τομέας, κατά -6,9% (έναντι ανόδου 8,3% το 2023)
Και τι γίνεται με τους μισθούς;
Το πάγιο επιχείρημα των επιχειρήσεων, όπως εκφράζονται μέσω του συλλογικού τους οργάνου του ΣΕΒ, είναι ότι για να αυξηθούν οι μισθοί πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Όμως εφόσον γι’ αυτό απαιτούνται επενδύσεις, κατά προτίμηση όχι μόνο στα ακίνητα, τότε μένουμε να γυρίζουμε γύρω από την ουρά μας, και οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς να είναι αναιμικές.
Ωστόσο, όπως απέδειξε έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, στην πραγματικότητα η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ταχύτερα από τον πραγματικό μέσο μισθό. Ιδίως την περίοδο 2019-2023, η απόκλιση μεταξύ παραγωγικότητας και πραγματικού μισθού, οδήγησε σε συστηματική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργασίας.
Η ψαλίδα μεταξύ παραγωγικότητας και μέσου μισθού είναι μεγαλύτερη στις χρηματοοικονομικές-ασφαλιστικές δραστηριότητες (24,6%), τη μεταποίηση (22,7%), τις κατασκευές (22%) και τη βιομηχανία (15,1%).
Υπό μία έννοια, όσο και αν γκρινιάζουν οι επιχειρηματίες, στην πραγματικότητα «τους παίρνει» να δώσουν υψηλότερους μισθούς, με βάση την παραγωγικότητα, αλλά και με βάση την αύξηση των κερδών τους.
Αυτό αποτυπώνεται και στα στοιχεία της Eurostat για το μερίδιο μισθών και κερδών στο ΑΕΠ.
Η Ελλάδα είναι δεύτερη από το τέλος ως προς το μερίδιο μισθών στο εισόδημα, με μόλις 35%, έναντι 48,7% στην Ευρωζώνη και 48% στην ΕΕ.
Στον αντίποδα, έχουμε το τρίτο υψηλότερο μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ, με 50,2%, έναντι 40,7% στην ευρωζώνη και 40,9% στην ΕΕ.
ΠΗΓΗ in.gr