Το θαύμα της παιδαγωγικής
Μπροστά στη μικρή Μαρία Μοντεσσόρι, μια μέρα οι γονείς της τσακώνονταν. Ενστικτωδώς, η Μαρία γύρεψε ένα κάθισμα, τόσυρε ίσαμε ανάμεσά τους, σκαρφάλωσε και με τα δύο της χεράκια αγκάλιασε όσο δυνατώτερα μπορούσε τις σηκωμένες γροθιές της μαμάς και του μπαμπά. Ο καυγάς σταμάτησε απότομα.
Αυτή η συγκινητική φιλειρηνική χειρονομία μιας παιδούλας, που εκδηλώθηκε από μια καρέκλα δίχως λόγια, ήταν ένα μάθημα πρακτικής εξασκήσεως που προμήνυε την εργώδη δραστηριότητα μιας από τις μεγαλύτερες γυναίκες τις οποίες θα γνώριζε η ιστορία: ήταν ο συμβολισμός της προσπάθειας εκείνης που θ’ αγωνιζόταν για να πάρη ένα τέλος ο πόλεμος ανάμεσα στους μικρούς και τους μεγάλους.
Η Μαρία Μοντεσσόρι γεννήθηκε το 1870 και πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Ευχαρίστως κάθε κράτος θα την διεκδικούσε για δικό του τέκνο, αυτή που ακτινοβόλησε με το λαμπρό εκπαιδευτικό της σύστημα πίσω από τ’ Απέννινα όρη.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εναλλακτικές επενδύσεις με αποδόσεις έως 52%
Σήμερα, Μοντεσσόρι είναι μία κοινή λέξη, αν και το κοινό δεν την καταλαβαίνει πάντοτε. Για μερικούς είναι ένας ψυχρός όρος που δίνει στα παιδιά κάθε ελευθερία να κάμουν ό,τι θέλουν, ένα φτιαχτό παιγνίδι όπου τα ήρεμα γίνονται άγρια. Γι’ άλλους πάλι μία μοντεσσοριανή σχολή είναι εκείνη όπου τα πλουσιόπαιδα απολαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνη που ήδη τους αναγνωρίζεται σε υπερβολικό βαθμό. Γι’ άλλους ακόμη μία μοντεσσοριανή τάξη είναι ένας χώρος όπου οι φιλόδοξοι γονείς με κοκόρου γνώση στέλνουν τα παιδιά τους για να γίνουν αμέσως φωστήρες.
Οι ελαττωματικοί αυτοί ορισμοί οφείλονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στην έλλειψη επαρκών γνώσεων για τη Μαρία Μοντεσσόρι και τα πρώτα πειράματά της στο έρημο ακόμη, στην εποχή της, εργαστήριο πειραματισμού, όπου ο ισχυρός προβολέας μιας μεγαλοφυΐας φώτισε την ψυχολογία του παιδιού.
Γόνος μιας ιταλικής οικογενείας της ανωτέρας τάξεως, με προγόνους ανθρώπους των γραμμάτων και στρατιωτικούς, η Μαρία, σε ηλικία 12 ετών, ήρθε για πρώτη φορά στη Ρώμη από τη μικρή επαρχία της Αγκώνα. Φιλόδοξη, ιδιότροπη, συγκινημένη από τις εκδηλώσεις στοργής για το παιδί από τους φιλανθρώπους της εποχής της, είχε τις δικές της ιδέες για το μέλλον της. Στην αρχή θέλησε να γίνη μηχανικός, αλλά, μεταπηδώντας από το ανεξερεύνητο στο ανήκουστο, διάλεξε τον ιατρικό κλάδο, όπου θα υλοποιούσε τα όνειρά της. Της είπαν ότι αυτό ήταν κάτι αδύνατον. Εκείνη όμως επέμεινε και κατώρθωσε να γίνη η πρώτη γυναίκα γιατρός της Ιταλίας.
Αν και πέρασαν δέκα χρόνια προτού η Μαρία Μοντεσσόρι κατασταλάξη στην κλίση της για την απελευθέρωση του παιδιού, η συμβολή της ανάμεσα στους παράφρονες, τους απόρους και τους εγκαταλελειμμένους της Ρώμης δεν πήγε χαμένη.
«Η συγκέντρωση των δυνάμεών μας, κι’ όταν ακόμη αυτές φαίνονται σκορπισμένες και βλέπει κανείς συγκεχυμένα μόνο τον προορισμό του», έγραφε αργότερα, «είναι μία μεγάλη πράξη που αργά ή γρήγορα θ’ αποδώση τους καρπούς της».
Η εργασία της για τα διανοητικώς καθυστερημένα παιδιά, που η κοινωνία αποβάλλει με τη μεγαλύτερη ευκολία, επέσυρε την προσοχή του κοινού στο πρόσωπό της. Όσο περισσότερο εργαζόταν μαζί τους, τόσο μεγάλωνε η πεποίθησή της ότι τα παιδιά αυτά διέθεταν σημαντικές δυνατότητες πνευματικής και διανοητικής προσεγγίσεως. Οι πόρτες θάνοιγαν φαρδιά-πλατιά κι’ από τα συρτάρια θάβγαιναν, όμοια με καλοσιδερωμένες φορεσιές, οι ομαλές συλλήψεις και παραστάσεις — φθάνει να βρισκόταν ο τρόπος για να τις ξεκλειδώση. Μέσα σε λίγα χρόνια, τα παιδιά της, που υποτίθεται ότι θάμεναν ηλίθια για όλη τους τη ζωή, μπορούσαν να διαβάζουν, να γράφουν και να συναγωνίζονται στις εξετάσεις τα θεωρούμενα σαν ομαλά παιδιά.
Το κατάπληκτο κοινό χαιρέτισε την εργασία της «ντοτορέσσα», η Μοντεσσόρι όμως είχε κιόλας δεχθή το κέντρισμα μιας άλλης σκέψεως.
«Ενώ ο καθένας θαύμαζε τα καθυστερημένα παιδιά μου, εγώ ερευνούσα τους λόγους που μπορούσαν να συγκρατούν σε τέτοιο επίπεδο τα υγιά και ευτυχισμένα παιδιά των συνηθισμένων σχολείων, ώστε στα τεστ νοημοσύνης να επιτυγχάνουν τον ίδιο συντελεστή ευφυΐας με τους άτυχους μαθητάς μου».
Η απορία αυτή την βασάνιζε νύχτα και μέρα. Το 1906, αφού είδε αναρίθμητα παιδιά να μαραίνονται στα κρατικά σχολεία σαν βαριεστημένοι λακέδες, η Μοντεσσόρι άρπαξε την ευκαιρία να διδάξη σε μια ομάδα «μικρών αμαθών Βανδάλων» σε μία φτωχογειτονιά της Ρώμης, το Σαν Λορέντζο. Τα παιδιά ήσαν ηλικίας μεταξύ 3 και 6 χρονών.
«Πενήντα προσεκτικά, φοβισμένα παιδιά», τα περιέγραψε αργότερα η Μοντεσσόρι, «τόσο ντροπαλά ώστε ήταν αδύνατο να τα κάμης να μιλήσουν. Ανέκφραστα προσωπάκια, μάτια γουρλωμένα σαν να μην είχαν δη ποτέ τίποτε στη ζωή τους… Φτωχά εγκατελελειμμένα παιδάκια, που είχαν μεγαλώσει μέσα σε σκοτεινές τρώγλες, όπου δεν υπήρχε τίποτε για να ερεθίση το μυαλουδάκι τους».
Τα γεγονότα της «Κάζα ντέι Μπαμπίνι» —ή του «Σπιτιού των Νηπίων»— έγιναν τον επόμενο χρόνο ένα μέρος της ιστορίας του κόσμου: 50 νέες ζωές δημιουργήθηκαν με σκέψη, θέληση, ψυχή, που ώριζαν μόνες τους.
Τι είχε γίνει στην «Κάζα ντέι Μπαμπίνι»; Σε βιβλία όπως «Το μυστικό της παιδικής ηλικίας», «Το μυαλό σφουγγάρι», «Παιδαγωγική για έναν καινούργιο κόσμο» —που όλα τους δημοσιεύθηκαν πριν από πολλά χρόνια κι’ όμως παραμένουν πάντοτε επίκαιρα σαν κλασικά του είδους— η Μαρία Μοντεσσόρι συνώψισε τις μεθόδους της.
Το πρότυπο νηπιαγωγείο που εκείνη ίδρυσε πρώτη στον κόσμο το εχαρακτήρισε σαν «ένα ευχάριστο περιβάλλον όπου τα νήπια δεν ένοιωθαν κανένα φραγμό». Το τραπέζι, οι καρέκλες, τα θρανία, τα ράφια, οι νεροχύτες είχαν όλα κατασκευασθή στα μέτρα των νηπίων. Με το ν’ αφομοιώνονται σ’ ένα φιλικό και ζεστό περιβάλλον, η Μοντεσσόρι πίστευε ότι «τα παιδιά γίνονται όμοια με τα πράγματα που αγαπούν». Ο δάσκαλος «δεν είχε καμμία από τις φιλοδοξίες και τις προκαταλήψεις ενός πραγματικού δασκάλου σχολείου». Η Μοντεσσόρι επέμενε όπως ο ενήλικας μέσα στην τάξη δεν πρέπει να επεμβαίνη στις προσπάθειες των παιδιών, όσο καλοπροαίρετη κι’ εάν ήταν η επέμβασή του. «Τα παιδιά που εννοούν κάτι για πρώτη φορά επιδεικνύουν εξαιρετική βραδύτητα. Η ζωή τους διέπεται από νόμους που παρουσιάζουν ειδική διαφορά από εκείνους οι οποίοι ισχύουν για τους μεγάλους». Τα νήπια του μοντεσσοριανού σχολείου εργάζονται με υλικά που «μορφώνουν τις αισθήσεις». Η Μοντεσσόρι έγραψε ότι «όλα τα παιδιά αρέσκονται ν’ αγγίζουν πράγματα. Κι’ όμως, όταν θέλουν ν’ ακονίσουν τις αισθήσεις τους, όπως είναι, λόγου χάρη, η αφή, όλοι τα καταδικάζουν: Μην αγγίζης!»
Τ’ αποτελέσματα της εφαρμογής αυτών των αρχών καταφαίνονται σε κάθε νηπιαγωγείο όπου ακολουθείται πιστά η μέθοδος της μεγάλης παιδαγωγού.
Σ’ ένα κεφάλαιο από το βιβλίο της «Το μυστικό της παιδικής ηλικίας», που φέρει τον τίτλο «Τι μου έμαθαν», η Μοντεσσόρι περιγράφει με απλά λόγια πώς πραγματοποιείται η αλλαγή στο παιδί. Μια μέρα, ένα κοριτσάκι 3 χρονών περνούσε μέσα από τις τρύπες ενός πλαισίου μικρούς κυλίνδρους με διαφορετική διάμετρο. Επανέλαβε την άσκηση αυτή 42 φορές. «Νόμιζα ότι θα δω πόσο η παράξενη συγκέντρωση που έδειχνε μπορούσε ν’ αντισταθή στην ενόχληση», έγραψε η Μοντεσσόρι. Έβαλα άλλα νήπια να τραγουδήσουν και να χορέψουν ολόγυρά του, αλλά εκείνο εξακολουθούσε να προσπαθή να περάση τους κυλίνδρους. Η Μοντεσσόρι μετακίνησε την καρέκλα της. Και πάλι το κοριτσάκι συνέχιζε. Τελικά, με δική της απαίτηση, το κοριτσάκι «σταμάτησε, βγαίνοντας από ένα όνειρο, και χαμογέλασε ωσάν πλημμυρισμένο από ευτυχία… Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σε πολλές ευκαιρίες και κάθε φορά τα παιδιά έβγαιναν από την ονειροφαντασία τους ωσάν να είχαν ξεκουρασθή, γεμάτα ζωή».
[…]
Είναι λυπηρόν ότι η μοντεσσοριανή μέθοδος προσκρούει ακόμη στην άρνηση πολλών εκπροσώπων του κατεστημένου οι οποίοι έχουν μία υπεύθυνη γνώμη στα θέματα της παιδαγωγικής. Οι νέες ιδέες, όπως είναι γνωστό, συναντούν τις περισσότερες φορές τη δυσφορία. Ο ιδιωτικός τομέας αντιδρά επίσης στην υιοθέτηση των μοντεσσοριανών αρχών, διότι περιλαμβάνει πολλούς επιχειρηματίας οι οποίοι υποκλίνονται μόνο μπροστά στα εμπορικά κριτήρια.
Αλλά εκεί όπου η διδασκαλία της Μαρίας Μοντεσσόρι εφαρμόσθηκε πιστά και ανεπηρέαστα, δημιουργήθηκαν νέα παιδιά, νέες ψυχές τόσο θαυματουργές όπως κι’ εκείνες που ανακαλύφθηκαν κάποτε σε μια φτωχογειτονιά. Αλήθεια, κανείς δεν τόχε σκεφθή ότι στη συνοικία Σαν Λορέντζο της Ρώμης θα γινόταν ένα θαύμα.
*Άρθρο αφιερωμένο στη διάσημη ιταλίδα γιατρό και παιδαγωγό Μαρία Μοντεσσόρι, η οποία κατάφερε με τις πρωτοποριακές ιδέες της να αλλάξει την κουλτούρα της εκπαίδευσης, την αντίληψη της παγκόσμιας κοινότητας για την όλη εκπαιδευτική διαδικασία.
Το εν λόγω κείμενο για τη Μοντεσσόρι έφερε τον τίτλο «Ευχάριστο περιβάλλον όπου τα νήπια δεν νοιώθουν φραγμό» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» (αναδημοσίευση άρθρου της The Washington Post) στις 27 Σεπτεμβρίου 1970.
Η Μαρία Μοντεσσόρι (Maria Montessori) γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1870 και απεβίωσε στις 6 Μαΐου 1952.
ΠΗΓΗ : In.gr