Σαν σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου 1982, έφυγε από τη ζωή ο μελωδός της καρδιάς μας, ο καλλιτέχνης που στο σύντομο διάβα του από τη ζωή πρόσφερε μια μεγάλη σε ποιότητα δημιουργία, η οποία παραμένει ζωντανή και συνεπαίρνει με την ίδια δύναμη εδώ και χρόνια, ο Μάνος Λοΐζος.
Αναμφίβολα, ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού, καταθέτοντας μουσική μεγάλης έμπνευσης και ταυτόχρονα οικεία και κοσμαγάπητη. Λάτρης του λυρισμού, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ, όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου».
Το έργο του παραμένει ζωντανό, συνεχίζει να φωλιάζει στις καρδιές και να συνεπαίρνει με την ίδια δύναμη εδώ και χρόνια. Ποιος, άραγε, δεν έχει τραγουδήσει κομμάτια, όπως το «Αχ χελιδόνι μου», «’Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο – νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ’ ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος» και τόσα άλλα;
Τραγούδια που αποκτούν ολοένα και περισσότερους φίλους, που τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές ολόκληρες. Τραγούδια που τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος και αγάπη. Γιατί, πολύ απλά, η μουσική αυτή δημιουργία, που προέρχεται από το ταλέντο αυτού του ανθρώπου, από την ευαισθησία, την ποιότητα, τη φρεσκάδα, την αίσθηση ελευθερίας, την αλήθεια, την ομορφιά, είναι μια δημιουργία παλλόμενη, ζωντανή, που πρωτοείδε το φως μέσα στη δεκαετία του ’60, των Λαμπράκηδων, των συνεχών διαδηλώσεων για το 114, των δυναμικών φοιτητικών, κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και που έπεφτε σαν δροσιά στους διψασμένους για ομορφιά, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη.
Στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκε, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το δρόμο που μένανε, ένας γερο – βιολιστής. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί, δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε μ’ ένα δικό του τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Ο Μάνος Λοΐζος θυμόταν με τι λαχτάρα τον περιτριγύριζαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ώσπου μια μέρα ο πατέρας του, του αγόρασε ένα βιολί και άρχισε κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι, δώρο του θείου, μια κιθάρα και μετά απέκτησε και πιάνο. Κάπως έτσι άρχισαν όλα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: Η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του ’62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Ενεργό μέλος, όπως πολλοί νέοι καλλιτέχνες, του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής» (ΣΦΕΜ) αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Χορωδίας του στην παράσταση της «Όμορφης Πόλης» του Μ. Θεοδωράκη στο «Παρκ» (1962). Ένα χρόνο αργότερα, διευθύνει τη χορωδία στην παράσταση των Χατζιδάκι – Θεοδωράκη «Μια πόλη μαγική» (την ορχήστρα διευθύνει ο Χρήστος Λεοντής), όπου οι δύο νέοι συνθέτες παρουσιάζουν και κάποια δικά τους τραγούδια. Το 1964, ο ΣΦΕΜ διοργανώνει την πρώτη κοινή συναυλία των Μ. Λοΐζου – Χρ. Λεοντή, στο «Ακροπόλ» με τραγούδια τους σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Φώντα Λάδη και Μάρως Λήμνου, της πρώτης συζύγου του Μ. Λοΐζου και μητέρας της μοναχοκόρης του Μυρσίνης. Τα έσοδα της συναυλίας διατίθενται στο Δ’ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Σ’ αυτήν την εκδήλωση, ο Μ. Θεοδωράκης θα προσφέρει ως δώρο στους δύο νέους συναδέλφους του την πέτρα, που του είχε περάσει ξυστά στο κεφάλι, όταν διηύθυνε τον «Επιτάφιο» στη Νάουσα, το 1961.
Το κλίμα της εποχής, οι δημοκρατικοί αγώνες του 1964 – ’65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ήταν η περίοδος που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία, οι οποίοι μαζί με τα τραγούδια του Μίκη τραγουδούν με πάθος τα τραγούδια του Μάνου: Το «Δρόμο», τον «Στρατιώτη», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο».
Η ιδεολογική στράτευση του Μάνου Λοΐζου , η ευαισθησία του για τους αδικημένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για έναν καλύτερο κόσμο βρίσκουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα, όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη Φοιτητική Εβδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής, με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο και στη συνέχεια στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967, με τη συμμετοχή του Διονύση Σαββόπουλου. Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί, όπως εξάλλου και τα άλλα μέχρι τότε τραγούδια του. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών ήταν η αιτία της μη πραγματοποίησης της τρίτης συναυλίας με τα «Νέγρικα», που οργάνωνε η Πανσπουδαστική για τις 21 Απρίλη του ’67.
Στρατευμένος αγωνιστής, ο Μ. Λοΐζος και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δίκαιη κοινωνία. Η στράτευση για τον ίδιο ενσαρκωνόταν στη «διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης», όπως έλεγε ο ίδιος. «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».
Ο δρόμος του είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης, ο ασυμβίβαστος άνθρωπος άφησε την τελευταία του πνοή, σε νοσοκομείο της Μόσχας, στο οποίο με τη φροντίδα του ΚΚΕ είχε μεταφερθεί και νοσηλευόταν, βαριά άρρωστος.
ΠΗΓΗ : ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ