Αν οποιοσδήποτε από εμάς, μια συνηθισμένη μέρα αποπειραθεί να μπει στο εργοστάσιο της «Μαλαματίνα», στη Θεσσαλονίκη, χωρίς άδεια, θα πάρει την απάντηση ότι πρόκειται περί ιδιωτικού χώρου. Αν προσπαθήσουμε να αποφασίσουμε μαζί με την ιδιοκτησία του εργοστασίου, τι θα κάνει η τελευταία τα λεφτά της, οι ιδιοκτήτες θα μας απαντήσουν ότι πρόκειται για τα δικά τους λεφτά, τα οποία «βγάζουν» από τη δική τους επιχείρηση και ότι δεν μας πέφτει λόγος.
Βεβαίως, δεν θα μας πουν για τις προνομιακές ρυθμίσεις που απολαμβάνουν από το κράτος, προκειμένου να αβγατίσουν την περιουσία τους αλλά αυτά είναι συνηθισμένα πράγματα στις ολιγαρχίες και στον καπιταλισμό.
Να σου όμως, που όταν προκηρύσσεται μια απεργία σε αυτό το κατά τα λοιπά, ιδιωτικό εργοστάσιο, τους απεργοσπάστες και τους ιδιοκτήτες, τους φυλάνε οι κρατικές δυνάμεις καταστολής, δηλαδή τα ΜΑΤ.
Πρόκειται για ένα «ΣΔΙΤ» (σύμπραξη δημοσίου ιδιωτικού τομέα), στο πλαίσιο του οποίου, ο Έλληνας φορολογούμενος πληρώνει τα σώματα καταστολής, προκειμένου τα τελευταία να λειτουργούν και επισήμως ως μπράβοι των ολιγαρχών, μεγάλης και μεσαίας κλίμακας. (Η ανεπίσημη λειτουργία «μπράβου» έχει να κάνει με τις γνωστές πια διαδρομές αστυνομικών που γίνονται φρούρηση πλουσίων και ισχυρών και κατόπιν μπαίνουν στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος).
Με την ίδια νοοτροπία, αν και με πιο σκοτεινό τρόπο, οι μυστικές υπηρεσίες μας (και όχι μόνο οι δικές μας) αγοράζουν τις υπηρεσίες ιδιωτικών εταιρειών, ούτως ώστε να παρακολουθούν και να παγιδεύουν και φίλους και αντιπάλους, του συστήματος εξουσίας.
Για να μιλήσουμε σχηματικά, ο φορολογούμενος πληρώνει τους ιδιώτες τραπεζίτες ώστε μετά να μπορούν να του πάρουν το σπίτι, τους ιδιώτες ιδιοκτήτες των συστημικών ΜΜΕ ώστε μετά να ασκούν προπαγάνδα εις βάρος του, τις δυνάμεις καταστολής ώστε να τον δέρνουν, υπερασπιζόμενες τους εργοστασιάρχες που τον απολύουν, τους ολιγάρχες της ενέργειας ώστε να λεηλατούν την τσέπη του, τα λογισμικά παρακολούθησης ων ιδιωτικών εταιρειών, ώστε να μπορούν οι μυστικές υπηρεσίες να τον παρακολουθούν, όποτε υπάρχει πιθανότητα να γίνει επικίνδυνος.
Όλα αυτά και πολλά ακόμα, λαμβάνουν χώρα, χάρη στο επίσημο κράτος, το οποίο άλλοτε ασκώντας φυσική βία στους πολίτες, άλλοτε εγκαταλείποντάς τους στην ακρίβεια, άλλοτε ψευδόμενο και άλλοτε παριστάνοντας το φιλεύσπλαχνο «κοινωνικό κράτος», αναγκάζει τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, να χρηματοδοτούν τους καταστροφείς τους.
Πρόκειται για το ‘outsourcing’ κράτους και παρακράτους, μέσα από την αναίρεση της όποιας, σχετικής αυτονομίας έτεινε να αποκτήσει το κράτος μερικές δεκαετίες πριν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Το κράτος (και όταν μιλούμε για κράτος εννοούμε την ολιγαρχία όπως μας έλεγε δεκαετίες πριν ο Τσάκωνας στην εξαιρετική ταινία «μάθε παιδί μου γράμματα») έχει πάρει τα μαθήματά του από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ως προς το παρακράτος.
Ένα δημόσιο παρακράτος, όπως αυτό της συμμορίας «καρφίτσα», μπορεί έστω σε ακραίες καταστάσεις, να αποκαλυφτεί ως προς πολλές από τις συνδέσεις του με το επίσημο κράτος.
Αντιθέτως, στον αχανή χώρο των «ΣΔΙΤ» κράτους- παρακράτους, όπου το παρακράτος κατά ένα μεγάλο μέρος ιδιωτικοποιείται, οι δίαυλοι αυτοί, χάνονται μέσα από ένα ατελείωτο δίκτυο ιδιωτικών εταιρειών. Μαζί με τη μυστικότητα του παρακράτους βεβαίως «φουσκώνουν» και οι βαλίτσες με τα λεφτά που πηγαίνουν και έρχονται, προερχόμενα από κάθε λογής κονδύλια, για τους διαχειριστές του κράτους και του παρακράτους.
ΜΑΤ και λογισμικά λοιπόν, στην υπηρεσία της ξενοκρατίας και της ολιγαρχίας. Άλλωστε, ένας απελπιστικός χειμώνας χρειάζεται εξοντωτικές επιλογές για τους πολλούς, προκειμένου να μεγεθυνθεί η ισχύς και ο πλούτος των λίγων. Και οι υπάλληλοι των δύο προαναφερθέντων θεμελίων του ελληνικού (παρα)κράτους δεν ορρωδούν προ ουδεμιάς εξ αυτών.
Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.