Ο Γερουσιαστής Ρότζερ Μάρσαλ του Κάνσας συμμετείχε με ενθουσιασμό στη γενικότερη οργή που ξέσπασε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Έσπευσε στο τουήτερ για να καταδικάσει την επίθεση ως “τη μεγαλύτερη παραβίαση της ειρήνης στην Ευρώπη εδώ και σχεδόν 80 χρόνια”.
Ταξίδεψε στη Γερμανία και στα πολωνό-ουκρανικά σύνορα τον Μάρτιο για να επισκεφθεί τα αμερικανικά στρατεύματα και παρακολούθησε τις ανθρωπιστικές επιχειρήσεις εκεί. Κατά την επιστροφή του, ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής κάλεσε τον πρόεδρο Μπάιντεν να “δώσει τα αναθεματισμένα όπλα”, ενώ επαίνεσε τη συμβολή της Πολωνίας και της Γερμανίας στην πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας ως “ηρωική”, η οποία προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.
Αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα, η οργή του είχε εξαφανιστεί. Ήταν ένας από τους 11 γερουσιαστές που καταψήφισαν το προτεινόμενο πακέτο βοήθειας των 40 δισ. δολαρίων από την κυβέρνηση Μπάιντεν στην Ουκρανία. Εξηγώντας τη ψήφο του, ο Μάρσαλ επισήμανε ότι οι συνεισφορές “των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ” έχουν υποχωρήσει σημαντικά, μετατρέποντας αυτό ουσιαστικά σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας”. Στη Βουλή, ο αντιπρόσωπος του Τενεσσί Τιμ Μπούρτσετ, αναρωτήθηκε γιατί οι ΗΠΑ θα στείλουν “40 δισ. δολάρια στην Ουκρανία, και δεν μπορούμε να πάρουμε μια baby formula; Ήρθε η ώρα να παρέμβει η Ευρώπη”. Ένας αυξανόμενος αριθμός ηγετικών προσωπικοτήτων άρχισε να ρωτά: εάν οι πλούσιοι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν επαρκώς έναν πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, γιατί θα πρέπει να το κάνει η Αμερική;
Το νομοσχέδιο πέρασε και για την ώρα, μόνο μια μικρή μειοψηφία Ρεπουμπλικάνων έχει αυτή την άποψη. Αλλά κατ’ ιδίαν, κυβερνητικοί αξιωματούχοι αμφιβάλλουν ότι θα είναι σε θέση να περάσουν μεγάλα πακέτα βοήθειας για την Ουκρανία μετά από τις ενδιάμεσες εκλογές. Κατά την άποψή τους, το Κογκρέσο έχει γίνει επιφυλακτικό για τα τεράστια ποσά που απαιτούνται για να συντηρηθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, ιδιαίτερα δεδομένων των διάφορων εσωτερικών προτεραιοτήτων και της διαφαινόμενης απειλής της Κίνας. Η μερική επιστράτευση από τον Πούτιν, σημαίνει ότι ο πόλεμος δεν θα λήξει γρήγορα. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης αναμένουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι είναι ευαίσθητοι σε θέματα προϋπολογισμού θα απαιτήσουν όλο και πιο έντονα από την Ευρώπη να εντείνει τη βοήθειά της –και ότι θα υπογραμμίσουν την αδράνεια των Ευρωπαίων ως αποτυχία της διπλωματίας της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ακόμη και κάποιοι αντιπαρεμβατικοί Δημοκράτες μπορεί να τους ακολουθήσουν.
Μπορεί να καταλάβει κανείς τι λένε. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη υποσχεθεί 44 δισ. δολάρια σε διμερή βοήθεια στην Ουκρανία και η κυβέρνηση μόλις ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει άλλα 13,7 δισ. δολάρια. πρόκειται για μεγάλα ποσά, ακόμη και για τα δεδομένα της Ουάσιγκτον. Στο μεταξύ, η από κοινού συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου, της ΕΕ και των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, ανέρχεται συνολικά σε μόλις 33 δισ. δολάρια. Στον βασικό τομέα της στρατιωτικής βοήθειας, το χάσμα είναι ακόμη μεγαλύτερο: οι ΗΠΑ έχουν υποσχεθεί 24 δισ. δολάρια, οι Ευρωπαίοι μόνο 12 δισ. δολάρια. Η πραγματική διαφορά μπορεί να είναι μεγαλύτερη, καθώς οι βασικοί Ευρωπαίοι δωρητές φέρεται να άργησαν να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η τρέχουσα ροή επιχειρημάτων για την απόδοση ευθυνών στην Ευρώπη, μπορεί να μετατραπεί σε χείμαρρος εάν οι Ρεπουμπλικάνοι αναλάβουν τον έλεγχο του Κογκρέσου τον Νοέμβριο. Το πλεονέκτημα αυτών των ισχυρισμών είναι ότι θα επέτρεπαν σε πρόσφατα ενισχυμένους επικριτές του Κογκρέσου να αντιταχθούν στην πολιτική του Μπάιντεν, χωρίς να χρειάζεται να φανούν μαλακοί απέναντι στη Ρωσία.
Το νέο 2%
Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο. Οι ΗΠΑ διαμαρτύρονται για την αποτυχία της Ευρώπης να συνεισφέρει στη δική της ασφάλεια από τη δεκαετία του 1950. Το 2006, όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να δαπανούν ποσό τουλάχιστον αντίστοιχο με το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα. Η αποτυχία διάφορων Ευρωπαίων συμμάχων να ανταποκριθούν σε αυτό το όριο, έγινε η πηγή πολλών υπερατλαντικών ρήξεων με την πάροδο των ετών.
Ο στόχος του 2% αποτελούσε πάντα ένας κακός δείκτης μέτρησης της συμβολής κάθε χώρας στην κοινή άμυνα του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά έγινε κεντρικό χαρακτηριστικό των διαφωνιών μεταξύ της Αμερικής και της Ευρώπης, διότι ήταν ένας σαφής, ορατός και μετρήσιμος στόχος στον οποίο όλοι είχαν συμφωνήσει. Για παράδειγμα, τα επιχειρήματα ότι οι Ευρωπαίοι συνέβαλαν περισσότερη αναπτυξιακή βοήθεια από τις ΗΠΑ, είχε το πλεονέκτημα των γεγονότων. Αλλά είχαν μικρή απήχηση στην Ουάσιγκτον, όπου ακούστηκαν σαν αξιολύπητες προσπάθειες να ξεφύγουν από μια δέσμευση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει σε μεγάλο βαθμό διευθετήσει τη συζήτηση για το 2%, καθώς τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν ουσιαστικά ξεπεράσει αυτό το όριο. Όμως, δεδομένης της απροθυμίας του Κογκρέσου να δαπανήσει ολοένα και μεγαλύτερα ποσά για την Ουκρανία, το ευρύτερο ζήτημα θα παραμείνει οξύ όσο ποτέ. Φαίνεται πιθανό ότι στην Ουάσιγκτον, οι αριθμοί της στρατιωτικής βοήθειας της Ουκρανίας θα παρέχουν έναν νέο, μετρήσιμο τρόπο για να διαμαρτυρηθούν για την νοοτροπία του “τσάμπα” που έχει η Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναμφίβολα θα υποστηρίξουν ότι η στρατιωτική βοήθεια δεν είναι το μόνο κριτήριο υποστήριξης στην Ουκρανία. Θα υπογραμμίσουν τα σημαντικά κεφάλαια που διαθέτουν για να φιλοξενούν τους πρόσφυγες στις χώρες τους και το τεράστιο κόστος του απογαλακτισμού τους από τη ρωσική ενέργεια. Όπως και πριν, υπάρχει μια ισχυρή λογική εκεί, αλλά στην Ουάσιγκτον αυτά θα ακουστούν ως δικαιολογίες για αδράνεια. Εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ακολουθήσουν αυτή την πορεία, αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε να αρχίσει να κυριαρχεί στις διατλαντικές συνόδους κορυφής και να απειλήσει τη δυτική ενότητα σχετικά με την Ουκρανία και με άλλα θέματα.
Για να διατηρήσουν τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν ενεργά την ηγεσία στην παροχή βοήθειας στην Ουκρανία. Ορισμένοι συνάδελφοι και εγώ στο ECFR έχουμε περιγράψει τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει αυτό και προτείναμε ένα σχέδιο τεσσάρων μερών για την ανάληψη πρωτοβουλίας για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό το σχέδιο εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι μπορούν να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια, διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια, οικονομική ασφάλεια και ενεργειακή. Υπάρχουν πολλές άλλες επιλογές για να γίνει αυτό. Αλλά εάν οι Ευρωπαίοι δεν υιοθετήσουν μία από αυτές, η Ουκρανία θα μπορούσε σύντομα να αποτελέσει ένα εξαιρετικά διχαστικό ζήτημα εντός της ατλαντικής συμμαχίας.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ