Σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα του Reuters, οι Κινέζοι επιχείρησαν να διαβεβαιώσουν τους Αμερικάνους συνομιλητές τους ότι δεν πρόκειται να καταφύγουν στην χρήση πυρηνικών όπλων ή να απειλήσουν με αυτά σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική ήττα στην Ταϊβάν.
«Είπαν στην αμερικανική πλευρά ότι ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι είναι σε θέση να επικρατήσουν σε μια συμβατική μάχη για την Ταϊβάν χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων», δήλωσε ο μελετητής David Santoro, ο Αμερικάνος διοργανωτής αυτών των συνομιλιών, τις οποίες φέρνει στο φως για πρώτη φορά το Reuters.
Όπως αναφέρεται, οι συμμετέχοντες σε αυτές τις συνομιλίες είναι γενικά πρώην αξιωματούχοι και ακαδημαϊκοί που μπορούν να μιλήσουν για τις θέσεις των κυβερνήσεων τους, ακόμα και αν δεν εμπλέκονται άμεσα στη διαμόρφωση τους.
Οι ΗΠΑ εκπροσωπήθηκαν από περίπου 6 αντιπροσώπους, συμπεριλαμβανομένων πρώην αξιωματούχων και μελετητών, στις διήμερες συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε ξενοδοχείο στη Σανγκάη, ενώ το Πεκίνο έστειλε μια αντιπροσωπεία μελετητών και αναλυτών που περιλάμβανε πολλούς πρώην αξιωματικούς του στρατού της Κίνας.
Σημειώνεται πως αυτές οι συνομιλίες ονομάζονται
«Track Two», όταν οι συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων και αντιπροσωπειών τους έχουν τον χαρακτηρισμό «Track One».
Εκπρόσωπος του State Department υποστήριξε πως αυτού του είδους οι συνομιλίες θα μπορούσαν να είναι «ωφέλιμες», ενώ επισήμανε πως μπορεί να μην συμμετείχε το αμερικανικό ΥΠΕΞ στη συνάντηση του Μαρτίου, αλλά ήταν ενήμερο για αυτήν.
Είναι προφανές πως τέτοιες συζητήσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις «που απαιτούν από τους συμμετέχοντες να μιλούν με ειλικρίνεια για θέματα που συχνά διαχωρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τους κινεζικούς κυβερνητικούς κύκλους» υποστήριξε ο εκπρόσωπος του State Department.
Σύμφωνα με το Reuters, μέλη της κινεζικής αντιπροσωπείας και του υπουργείου Άμυνας της Κίνας δεν απάντησαν στο αίτημα του πρακτορείου για σχολιασμό.
Οι άτυπες συζητήσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων έγιναν σε μια χρονική στιγμή που ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται σε αντιπαράθεση για μεγάλα οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα, με τους ηγέτες στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο να αλληλοκατηγορούνται.
Σημειώνεται πως σε κυβερνητικό επίπεδο, ΗΠΑ και Κίνα επανέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα τις συνομιλίες για τα πυρηνικά όπλα τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά έκτοτε οι όποιες διαπραγματεύσεις έχουν σταματήσει.
Σενάρια πυρηνικών όπλων
Το αμερικανικό Πεντάγωνο, το οποίο εκτιμά ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο του Πεκίνου αυξήθηκε κατά περισσότερο από 20% μεταξύ 2021 και 2023, υποστήριξε τον περασμένο Οκτώβριο ότι η Κίνα «θα εξετάσει τη χρήση πυρηνικών εάν μια συμβατική στρατιωτική ήττα στην Ταϊβάν απειλήσει την κυριαρχία του Κομουνιστικού Κόμματος».
Η Κίνα ποτέ δεν απαρνήθηκε τη χρήση βίας για να θέσει την Ταϊβάν υπό τον έλεγχό της και τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει εντείνει τη στρατιωτική δραστηριότητα της γύρω από το νησί.
Οι συνομιλίες σε αυτό το επίπεδο (Track Two) αποτελούν μέρος ενός διαλόγου που εξελίσσεται εδώ και δύο δεκαετίες για τα πυρηνικά όπλα, και που σταμάτησε μετά την απαγόρευση χρηματοδότησης τους από την κυβέρνηση Trump.
Μετά την πανδημία του COVID-19, ξεκίνησαν εκ νέου κάποιες άτυπες συζητήσεις για ευρύτερα θέματα ασφάλειας και ενέργειας, αλλά μόνο η συνάντηση της Σαγκάης ασχολήθηκε λεπτομερώς με τα πυρηνικά όπλα.
Ο Santoro, ο οποίος διευθύνει το think-tank Pacific Forum με έδρα τη Χαβάη, έκανε λόγο για απογοήτευση και από τις δύο πλευρές, οι οποίες ωστόσο αναγνώρισαν την ανάγκη για τη συνέχεια των συνομιλιών.
Σύμφωνα με τον Santoro, περισσότερες συζητήσεις σχεδιάζονταν για το 2025.
Ο αναλυτής πυρηνικής πολιτικής William Alberque του think-tank του Κέντρου Henry Stimson, ο οποίος δεν συμμετείχε στις συζητήσεις του Μαρτίου, είπε ότι οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Track Two είναι χρήσιμες σε μια εποχή που οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι «παγωμένες».
«Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να μιλάμε με την Κίνα χωρίς καμία απολύτως προσδοκία», όταν πρόκειται για πυρηνικά όπλα υποστήριξε ο Alberque.
500 πυρηνικές κεφαλές… έτοιμες
Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ εκτίμησε το 2023 ότι το Πεκίνο διαθέτει 500 επιχειρησιακές πυρηνικές κεφαλές και πιθανότατα θα διαθέτει περισσότερες από 1.000 έως το 2030.
Αυτό συγκρίνεται με 1.770 και 1.710 επιχειρησιακές κεφαλές που έχουν αναπτυχθεί από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία αντίστοιχα.
Το Πεντάγωνο είπε ότι μέχρι το 2030, μεγάλο μέρος των όπλων του Πεκίνου πιθανότατα θα βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα ετοιμότητας.
Από το 2020, η Κίνα έχει επίσης εκσυγχρονίσει το οπλοστάσιό της, ξεκινώντας την παραγωγή του υποβρύχιου βαλλιστικών πυραύλων επόμενης γενιάς, δοκιμάζοντας κεφαλές οχημάτων υπερηχητικής ολίσθησης και πραγματοποιώντας τακτικές θαλάσσιες περιπολίες με πυρηνικά όπλα.
Τα όπλα στην ξηρά, στον αέρα και στη θάλασσα δίνουν στην Κίνα την «πυρηνική τριάδα» – χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας μεγάλης πυρηνικής δύναμης.
Πολιτική μη πρώτης χρήσης
Ένα βασικό σημείο που ήθελε να συζητήσει η αμερικανική πλευρά, σύμφωνα με τον Santoro, ήταν αν η Κίνα εξακολουθεί να τηρεί τις πολιτικές της μη πρώτης χρήσης και ελάχιστης αποτροπής, οι οποίες χρονολογούνται από τη δημιουργία της πρώτης της πυρηνικής βόμβας στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Η ελάχιστη αποτροπή αναφέρεται στην κατοχή αρκετών ατομικών όπλων για να αποθαρρύνει τους αντιπάλους.
Η Κίνα είναι επίσης μία από τις δύο πυρηνικές δυνάμεις – η άλλη είναι η Ινδία – που έχει δεσμευτεί να μην ξεκινήσει πυρηνική ανταλλαγή.
Κινέζοι στρατιωτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η πολιτική «μη πρώτης χρήσης» τελεί υπό όρους – και ότι τα πυρηνικά όπλα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των συμμάχων της Ταϊβάν – αν και αυτή παραμένει η δεδηλωμένη στάση του Πεκίνου.
Ο Santoro είπε ότι οι Κινέζοι εκπρόσωποι είπαν στους αντιπροσώπους των ΗΠΑ ότι το Πεκίνο διατηρεί αυτές τις πολιτικές και ότι «δεν μας ενδιαφέρει να επιτύχουμε την πυρηνική ισοτιμία μαζί σας, πόσο μάλλον την ανωτερότητα».
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τα πράγματα είναι όπως συνήθως, είστε υπερβολικοί», είπε ο Santoro συνοψίζοντας τη θέση του Πεκίνου.
Η περιγραφή του Santoro για τις συζητήσεις επιβεβαιώθηκε από τον Lyle Morris, μελετητή για θέματα ασφάλειας στο Ινστιτούτο Πολιτικής της Ασίας της Κοινωνίας που συμμετείχε σε αυτές τις συνομιλίες.
Όπως αναφέρεται, μια έκθεση για αυτές τις συζητήσεις ετοιμάζεται για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά δεν θα δημοσιοποιηθεί, επισήμανε ο Santoro.
Τρομάζει τις ΗΠΑ το πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας
Η κορυφαία αξιωματούχος του ελέγχου των όπλων των ΗΠΑ, Bonnie Jenkins, είπε στο Κογκρέσο τον περασμένο Μάιο ότι η Κίνα δεν απάντησε στις προτάσεις για μείωση του κινδύνου από πυρηνικά όπλα που έθεσε η Ουάσιγκτον κατά τις επίσημες συνομιλίες του περασμένου έτους.
Η Κίνα δεν έχει ακόμη συμφωνήσει σε περαιτέρω συναντήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων.
«Η άρνηση του Πεκίνου να συμμετάσχει ουσιαστικά σε συζητήσεις για τα πυρηνικά όπλα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ήδη διφορούμενη πολιτική «μη πρώτης χρήσης» του και το πυρηνικό του δόγμα ευρύτερα» είπε ο εκπρόσωπος του State Department.
Σύμφωνα με τους Santoro και Morris, η κινεζική αντιπροσωπεία στις συνομιλίες «Track Two» δεν συζήτησε με λεπτομέρειες την προσπάθεια του Πεκίνου για τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού του οπλοστασίου, ενώ ο Alberque επισήμανε πως η Κίνα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό «στον κίνδυνο και στην αδιαφάνεια» για να μετριάσει την πυρηνική υπεροχή των ΗΠΑ και για αυτό το λόγο δεν βλέπει καμία επιτακτική ανάγκη να έχει εποικοδομητικές συνομιλίες.
«Το διευρυμένο οπλοστάσιο της Κίνας – που περιλαμβάνει πυραύλους cruise κατά πλοίων, βομβαρδιστικά, διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους και υποβρύχια – ξεπέρασε τις ανάγκες ενός κράτους με ελάχιστη πολιτική αποτροπής και μη πρώτης χρήσης» υποστηρίζει ο Alberque.
Τα κινεζικά σημεία συζήτησης περιστράφηκαν γύρω από την «επιβιωσιμότητα» των πυρηνικών όπλων του Πεκίνου εάν υποστεί ένα πρώτο χτύπημα, είπε ο Morris.
Οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ είπαν ότι οι Κινέζοι περιέγραψαν τις προσπάθειές τους ως ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που βασίζεται στην αποτροπή για να αντιμετωπίσουν εξελίξεις όπως η βελτιωμένη πυραυλική άμυνα των ΗΠΑ, οι καλύτερες δυνατότητες επιτήρησης και οι ενισχυμένες συμμαχίες.
Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Αυστραλία υπέγραψαν πέρυσι συμφωνία για την κοινή χρήση της τεχνολογίας των πυρηνικών υποβρυχίων και την ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας σκαφών, ενώ η Ουάσιγκτον συνεργάζεται τώρα με τη Σεούλ για να συντονίσουν τις απαντήσεις σε ενδεχόμενη ατομική επίθεση.
Η πολιτική της Ουάσιγκτον για τα πυρηνικά όπλα περιλαμβάνει τη δυνατότητα χρήσης τους εάν αποτύχει η αποτροπή, αν και το Πεντάγωνο λέει ότι θα το εξετάσει μόνο σε ακραίες συνθήκες.
Ένας Κινέζος εκπρόσωπος «επισήμανε μελέτες που ανέφεραν ότι τα κινεζικά πυρηνικά όπλα εξακολουθούν να είναι ευάλωτα στα χτυπήματα των ΗΠΑ – η ικανότητά τους για δεύτερο χτύπημα δεν ήταν αρκετή» είπε ο Morris.