Το υποκοριστικό του Nouriel Roubini είναι «Dr. Doom», και όχι άδικα, αφού οι προβλέψεις του είναι ζοφερές…
Aυτή τη φορά, όμως, φαίνεται πως οι ζοφερές προοπτικές και το χρηματοπιστωτικό ατύχημα ως πιθανότητα διαχέεται ως ιδέα και αντίληψη σε ευρεία ομάδα διακεκριμένων οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής του Harvard αλλά και πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ Kenneth Rogoff, που βλέπει παντού θύλακες οικονομικών ευπαθειών και ίσως νέα μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, τύπου 2008…
Ειδικότερα, όπως λέει σε άρθρο του στο Project Syndicate, «το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ήλθε αντιμέτωπος με μια συστημική χρηματοπιστωτική κρίση το 2022 είναι ένα μικρό θαύμα, δεδομένης της αύξησης του πληθωρισμού και των επιτοκίων – για να μην αναφέρουμε την αύξηση της έντασης του γεωπολιτικού κινδύνου.
Όμως, με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε επίπεδα ρεκόρ, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν τα πολύ χαμηλά επιτόκια, και τις πιθανότητες ύφεσης διογκωμένες, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο stress test.
Μια κρίση σε μια προηγμένη οικονομία –για παράδειγμα, την Ιαπωνία ή την Ιταλία– θα ήταν δύσκολο να περιοριστεί.
Είναι αλήθεια, λέει ο Rogoff, ότι η αυστηρότερη νομοθεσία μείωσε τους κινδύνους για τον τραπεζικό τομέα, αλλά αυτό δεν επρόκειτο για τίποτε άλλο πέρα από μια μετατόπιση των κινδύνων σε άλλα μέρη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Για παράδειγμα, τα αυξανόμενα επιτόκια ασκούν τεράστια πίεση στις εταιρείες private-equity που δανείστηκαν για να αγοράσουν ακίνητα.
Τώρα, με την αγορά του real estate και τα εμπορικά ακίνητα να βρίσκονται στο κατώφλι μιας απότομης, διαρκούς πτώσης, ορισμένες από αυτές τις εταιρείες πιθανότατα θα καταρρεύσουν.
Σε αυτή την περίπτωση, οι τράπεζες που παρείχαν μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης για αγορές ακινήτων θα βρεθούν για άλλη μία φορά στο κόκκινο.
Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη, εν μέρει επειδή τα private equities είναι ελαφρώς ρυθμιζόμενες εταιρείες και δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες πιέσεις σε ό,τι αφορά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που είναι εγγεγραμμένα στα βιβλία τους.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι τα επιτόκια παραμένουν πεισματικά υψηλά ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης (μια ισχυρή πιθανότητα καθώς βγαίνουμε από την εποχή των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων).
Σε αυτή την περίπτωση, οι εκτεταμένες καθυστερήσεις πληρωμών, ακόμα και οι αθετήσεις, θα δυσκόλευαν τη μη εμφάνιση των προβλημάτων στον αφρό της δημοσιότητας…
Τα παρ’ ολίγον μοιραία… και μοιραία
Το παράδειγμα της Ιαπωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας: Οι πρόσφατες οικονομικές ατυχίες του Ηνωμένου Βασιλείου καταδεικνύουν το είδος των αγνώστων «X» που θα μπορούσαν να εμφανιστούν καθώς αυξάνονται τα παγκόσμια επιτόκια.
Παρότι η πρώην πρωθυπουργός Liz Truss ανέλαβε όλη την ευθύνη για την παρ’ ολίγον κατάρρευση των αγορών ομολόγων και του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας της, ο κύριος ένοχος αποδείχθηκε ότι ήταν οι διαχειριστές των συνταξιοδοτικών ταμείων, που ουσιαστικά στοιχημάτισαν ότι τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν θα αυξάνονταν γρήγορα.
Επίσης, στην Ιαπωνία, όπου η κεντρική τράπεζα διατηρεί τα επιτόκια σε μηδενικά ή αρνητικά επίπεδα επί δεκαετίες, μπορεί να είναι η πιο ευάλωτη χώρα στον κόσμο.
Εκτός από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, η Κεντρική Τράπεζά της χρησιμοποιεί το εργαλείο ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων, περιορίζοντας την απόδοση των πενταετών και δεκαετών ομολόγων περίπου στο μηδέν.
Δεδομένης της αύξησης των πραγματικών επιτοκίων παγκοσμίως, της απότομης υποτίμησης του γεν και των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου μπορεί τελικά να εξέλθει από την εποχή της νομισματικής χαλαρότητας.
Τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκούσαν αμέσως πίεση στην ιαπωνική κυβέρνηση, καθώς το χρέος της χώρας ανέρχεται στο 260% του ΑΕΠ.
Αν κάποιος ενσωματώσει τον ισολογισμό της BOJ, περίπου το μισό δημόσιο χρέος που αγόρασε ο ιδιωτικός τομέας είναι ουσιαστικά ομόλογα μικρής διάρκειας, δηλαδή βραχυπρόθεσμες λήξεις.
Μια αύξηση των επιτοκίων κατά 2% θα ήταν διαχειρίσιμη σε ένα περιβάλλον υψηλής ανάπτυξης, αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης της Ιαπωνίας πιθανότατα θα περικοπούν, καθώς τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια συνεχίζουν να αυξάνονται.
Το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας σίγουρα περιορίζει τις επιλογές των πολιτικών για τη διαχείριση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Ωστόσο, δεδομένων των δημοσιονομικών εξουσιών της κυβέρνησης και της πιθανότητας διόγκωσης του χρέους, το πρόβλημα μάλλον είναι διαχειρίσιμο.
Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα είναι εάν υπάρχουν κρυμμένα τρωτά σημεία στον χρηματοπιστωτικό τομέα που θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει να ανεβαίνει και τα πραγματικά επιτόκια της Ιαπωνίας αυξηθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ.
Τα καλά νέα είναι ότι μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, οι
προσδοκίες για μηδενικό πληθωρισμό είναι καλά αγκυρωμένες – αν και πιθανόν να αλλάξουν εάν οι σημερινές πληθωριστικές πιέσεις αποδειχθούν μακροχρόνιες.
Τα κακά νέα είναι ότι η επιμονή αυτών των συνθηκών θα μπορούσε εύκολα να παραπλανήσει ορισμένους επενδυτές και να τους κάνει να πιστέψουν ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν ποτέ, ή τουλάχιστον όχι πολύ.
Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχήματα για τα επιτόκια που θα παραμείνουν σχετικά χαμηλά μπορεί να γίνουν ανεξέλεγκτα στην Ιαπωνία, όπως συνέβαινε στο παρελθόν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε αυτό το σενάριο, περαιτέρω νομισματική σύσφιξη θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τα πράγματα, δημιουργώντας αστάθεια και αυξάνοντας τα δημοσιονομικά προβλήματα της.
Το ιταλικό παράδειγμα: Η Ιταλία είναι ένα άλλο παράδειγμα λανθάνοντος κινδύνου.
Από πολλές απόψεις, τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ήταν η κόλλα που συγκρατούσε την ευρωζώνη.
Οι εγγυήσεις για το ιταλικό χρέος, σύμφωνα με την υπόσχεση του 2012 του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι να κάνει «ό,τι χρειαστεί», ήταν φθηνές όταν η Γερμανία μπορούσε να δανειστεί με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια.
Αλλά οι ραγδαίες αυξήσεις των επιτοκίων φέτος άλλαξαν τα πράγματα.
Σήμερα, η οικονομία της Γερμανίας μοιάζει περισσότερο με τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν κάποιοι την αποκαλούσαν «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης».
Μοιραία, λοιπόν, η Ευρώπη πρέπει να ανησυχεί ότι ένα διαρκές κύμα νομισματικής σύσφιξης θα μπορούσε, όπως και στην Ιαπωνία, να αποκαλύψει τεράστιους θύλακες ευπάθειας.
Εάν υπάρξει παγκόσμια ύφεση χωρίς χρηματοπιστωτική κρίση, η πιθανότητα η επερχόμενη οικονομική ύφεση να είναι ηπιότερη από την αναμενόμενη είναι αξιοπρεπής.
Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον αρνητικής ανάπτυξης, υψηλού πληθωρισμού και αύξησης των πραγματικών επιτοκίων, αυτό μάλλον θα είναι αμφίβολο.
Kenneth Rogoff, Καθηγητής Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το 2001 έως το 2003.
Είναι συν-συγγραφέας του This Time is Different: Eight Centuries of Financial Folly (Princeton University Press, 2011) και συγγραφέας του The Curse of Cash (Princeton University Press, 2016).