Του Κώστα Ράπτη
Στους ηγετικούς κύκλους της Ε.Ε. περισσεύει η χρήση του επιθέτου “ιστορικός”. Και “ιστορικές” έσπευσαν να χαρακτηρίσουν οι “27” τις αποφάσεις του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της χρονιάς, το οποίο συνεδρίασε χθες και προχθές, με αποκορύφωμα τη δρομολόγηση ενός νέου κύματος διεύρυνσης προς Ανατολάς, παρά τις αντιδράσεις του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν.
Στην πραγματικότητα, το εικονικό υπερισχύει όλο και περισσότερο του πραγματικού. Διότι αν η παράσταση που έδωσε ο Όρμπαν κάλλιστα μπορεί να περιγραφεί ως “προσομοίωση βέτο”, άλλο τόσο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “προσομοίωση ευρωπαϊκής προοπτικής” αυτή που προσφέρθηκε κατεξοχήν στην εμπόλεμη Ουκρανία.
Τελικά, έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις σε μικρά σύνολα ή ολομελειακά, τη λύση έδωσε το… coffee break που πρότεινε στον Όρμπαν ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς. Πράγματι, την κρίσιμη ώρα ο Ούγγρος πρωθυπουργός εγκατέλειψε τη σύνοδο, υπερηφάνως “αρνούμενος να συμπράξει”, επιτρέποντας έτσι στους υπόλοιπους 26 Ευρωπαίους ηγέτες να εγκρίνουν την υποψηφιότητα της Ουκρανίας με την απαιτούμενη από το κοινοτικό δίκαιο ομοφωνία – που όμως υπολογίζεται μόνο επί των παρόντων.
Όμως το “ισχυρό πολιτικό μήνυμα” ενθάρρυνσης της Ουκρανίας, όπως χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται στερημένο κάθε υλικότητας. Διότι το θέμα της οικονομικής ενίσχυσης του Κιέβου με 50 δισ. ευρώ σε χορηγία ή χαμηλότοκα δάνεια παραπέμφθηκε για τον Ιανουάριο, στο πλαίσιο της εκκρεμούς επανεξέτασης του κοινοτικού Προϋπολογισμού. Εδώ ο Όρμπαν υπήρξε περισσότερο αποτελεσματικός, χωρίς να δελεασθεί επαρκώς από την αποδέσμευση 10,2 δισ. ευρώ τα οποία η Βουδαπέστη δικαιούνταν από το Ταμείο Συνοχής, αλλά είχαν παγώσει λόγω της πειθαρχικής διαδικασίας της Κομισιόν για παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία, που επιμένει να διεκδικεί περισσότερα.
Άγνωστο παρέμενε έως την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές αν οι “26” θα κατάφερναν να αντιγράψουν τη συνταγή της πρώτης μέρας, παρακάμπτοντας τον Όρμπαν, ώστε να υπάρξει απεμπλοκή στο χρηματοδοτικό ζήτημα και “να μην αφεθεί χωρίς υποστήριξη η Ουκρανία”, τη στιγμή ακριβώς που την έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ, όχι μόνο για τη συνέχιση της πολεμικής της προσπάθειας, αλλά και για τη λειτουργία της κρατικής της μηχανής.
Διότι η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι μετά την ουσιαστική αποτυχία της θερινής αντεπίθεσης των Ουκρανών στα πεδία των μαχών η απαισιοδοξία για τις προοπτικές της χώρας του Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξαπλώνεται, ακόμα και στις χώρες της Δύσης, ενώ την ίδια στιγμή ο εγκλωβισμός του θέματος στις αντιπαραθέσεις της όλο και πιο πολωμένης αμερικανικής πολιτικής σκηνής αφήνει μετέωρη και τη χορήγηση της βοήθειας των 60 δισ. δολαρίων που αναμένει το Κίεβο από τις ΗΠΑ.
Ρωσική σκλήρυνση
Ενδεικτική, την ίδια στιγμή, είναι η σκλήρυνση της στάσης της Ρωσίας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην ετήσια μαραθώνια συνέντευξη Τύπου του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος εμφανίσθηκε βέβαιος πως ό,τι η Μόσχα αποκαλεί “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” θα επιτύχει τους στόχους της, ήτοι την “αποστρατιωτικοποίηση” και “αποναζιστικοποίηση” της Ουκρανίας, χωρίς το άγχος της ανεπάρκειας μέσων και προσωπικού, αφού η διαρκής εισροή εθελοντών καθιστά περιττή μια νέα επιστράτευση. Μάλιστα επανέλαβε τη θεωρία του ότι Ουκρανοί και Ρώσοι είναι “κατά βάση ο ίδιος λαός” και χαρακτήρισε “ρωσική πόλη” την Οδησσό, κάνοντας πολλούς να πιστέψουν ότι θέτει την κατάληψή της ως αναπόσπαστο στοιχείο των ρωσικών φιλοδοξιών.
Το αντιστάθμισμα του αποκλεισμού από το ΝΑΤΟ
Η πικρή αλήθεια είναι πως η προσφορά “ευρωπαϊκής προοπτικής” στην Ουκρανία δεν αποτελεί παρά το “χρύσωμα του χαπιού” για την εμπέδωση του γεγονότος ότι ο δρόμος της χώρας του Ζελένσκι προς το ΝΑΤΟ είναι κλειστός.
Αλλά το ότι για την εξασφάλιση αυτού του αντισταθμιστικού “δώρου” χρειάστηκε η καταφυγή σε συζητήσιμης νομιμότητας διαδικαστικούς χειρισμούς είναι ενδεικτικό των ορίων που πλέον αντιμετωπίζει η Ε.Ε.
Το μονομερές εμπάργκο απέναντι στα φθηνότερα ουκρανικά αγροτικά προϊόντα και το κλείσιμο μεθοριακών περασμάτων στα οποία έχουν καταφύγει ανατολικοευρωπαϊκές χώρες από αυτές που κατά τα λοιπά αποτελούν θερμούς πολιτικούς υποστηρικτές της περαιτέρω διεύρυνσης αναδεικνύει την αντίφαση.
Γεωπολιτική αφωνία
Πόσω μάλλον που η αδυναμία των “27” στην ίδια σύνοδο να καταλήξουν σε μια συμφωνημένη διατύπωση στο κείμενο συμπερασμάτων σχετικά με την κρίση της Γάζας μόνο απαισιοδοξία μπορεί να εμπνέει για τα αντανακλαστικά της Ε.Ε. και τη δυνατότητά της να λειτουργήσει, και μάλιστα στην άμεση γειτονιά της, ως ο “γεωπολιτικός πρωταγωνιστής” που θα φιλοδοξούσε να είναι.
Όλα αυτά την ίδια ώρα που ακριβώς οι προτεραιότητες της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία έφεραν στο προσκήνιο την ενταξιακή προοπτική της Ουκρανίας, χωρίς κανέναν σεβασμό είτε προς τις οικονομικές πραγματικότητες (οι οποίες στην περίπτωση της χώρας του Ζελένσκι είναι μάλλον τραγικές) είτε προς τις “ευρωπαϊκές αρχές” σε θέματα πολιτικών ελευθεριών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφάνειας κ.ο.κ.
Αυτού του τύπου η αυτοαναίρεση (αρκεί να θυμηθεί κανείς πόσο απαιτητική έχει υπάρξει η Ε.Ε. απέναντι στην “αιώνια υποψήφια” Τουρκία ή πώς υποχρέωσε τη Βόρεια Μακεδονία να αλλάξει τη συνταγματική ονομασία της) δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις. Ο μόνος που μπορεί ίσως να επιχαίρει αυτή τη στιγμή είναι η Γερμανία του Όλαφ Σολτς, η οποία βλέπει να “(αυτο)δικαιώνεται” η πρότασή της για κατάργηση της απαίτησης ομοφωνίας σε όλες τις ευρωπαϊκές ψηφοφορίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, δηλ. του θεμελίου της εθνικής κυριαρχίας.