Ιστορικές μετεξελίξεις του Φασισμού

40

Η εκλογή στις ΗΠΑ του Τραμπ και τα μέτρα του προστατευτισμού που επακολούθησαν, δημιούργησαν στην φιλελεύθερη, γκλομπαλιστική ευρωπαϊκή Δύση (και ιδίως την «αριστερά» της) τόση ιδεολογική αλλεργία όση περίπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πούτιν στην Ουκρανία. Η «δημοκρατική» Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο θυμήθηκε τον ξεχασμένο μέχρι χθες αμερικάνικο ιμπεριαλισμό (οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό), αλλά και παρά τις δημοκρατικές της ευαισθησίες στα «ανθρώπινα δικαιώματα», τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της κινεζικής ατμομηχανής της παγκοσμιοποίησης, ευελπιστώντας πώς οι «σύντροφοι του Πεκίνου» θα τρίξουν τα δόντια στον «φασίστα, λαϊκιστή» Τραμπ.

Ο όρος φασισμός έχει βέβαια χάσει προ πολλού το ιστορικό πραγματικό του περιεχόμενο. Έχει καταντήσει συνώνυμος του ψυχοπολιτικού αυταρχισμού κάθε κυβέρνησης ή κάθε μορφής εξουσίας που προσπαθεί αυταρχικά να επιβάλλει εκ των άνω τους δικούς της κανόνες πολιτικής ορθότητας. Βεβαίως, αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν πολιτικά τις δικτατορίες ενυπάρχουν και σε κάθε φασιστική διακυβέρνηση. Όμως ο φασισμός, είτε υπό τη μορφή του εθνικοσοσιαλισμού, είτε υπό τη μορφή του σημερινού σοσιαλκοσμοπολιτισμού, είναι πρώτα απ’ όλα ένα σύνθετο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που συναρπάζει ιδεολογικά τις στριμωγμένες και απελπισμένες μικροαστικές μάζες: «κάθε μανιασμένος μικροαστός δεν θα μπορούσε να γίνει Χίτλερ, αλλά υπάρχει ένα μικρό κομματάκι Χίτλερ μέσα σε κάθε μανιασμένο μικροαστό» έγραφε ο Τρότσκι το 1933 («Τι είναι ο εθνικο- σοσιαλισμός;»).

Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με την μετατόπιση της παραγωγής στα φθηνά μεροκάματα της Ασίας και την απελευθέρωση των κεφαλαίων – συνεπώς των τραπεζών που τα διαχειρίζονται, από κάθε πολιτικό ή κοινωνικό έλεγχο πέραν εκείνου των ολιγαρχών που συνεδριάζουν στα διάφορα Νταβός, ως άτυπη ακόμα, παγκόσμια διακυβέρνηση του παγκόσμιου «πλήθους» της εξίσου παγκοσμιοποιημένης, αποεθνοποιημένης και εξατομικευμένης «συμπεριληπτικής», αντισυνεκτικής κοινωνίας των επτά δισεκατομμυρίων ομιλούντων διπόδων – ιδιωτών που κατοικούν τον πλανήτη με την ζωολογική ιδιότητα των ατόμων του ανθρώπινου είδους, μετατόπισε τους ανταγωνισμούς και τα οράματα κοινωνικής διάκρισης των δυτικών μικρομεσαίων στρωμάτων στη σφαίρα της διανομής του πλούτου. Διεκδικώντας με πάθος την καταναλωτική τους αυτοπραγμάτωση στο αέναο παρόν της αγοράς, ένα μεγάλο τμήμα των μικρομεσαίων δυτικών μαζών, όπως τότε, (στα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ), έτσι και τώρα, «ζει στη σκιά της μεγάλης βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος. Τρέφεται από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των μονοπωλίων και των καρτέλ, από την πνευματική ελεημοσύνη που της πετούν οι επαγγελματίες θεωρητικοί και οι πολιτικοί του συστήματος… Η πτώχευση τους, κατατρώει όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν από όλα την πίστη τους στο δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού.» (Τρότσκι, στο ίδιο).

Όπως τότε, στις βαθιά διχασμένες κοινωνίες του μεσοπολέμου, όταν τα στρώματα αυτά στράφηκαν κατά της εργατικής τάξης και των πολιτικών της οργανώσεων που δεν ήταν σε θέση να δώσουν μια λύση στην μόνιμη κρίση, έτσι και τώρα, ένα τμήμα τον μικροαστικών, τυπικά εγγράμματων και υπερπληροφορημένων μαζών του σύγχρονου φιλελεύθερου κόσμου, στράφηκε με οικειόφοβο, ρατσιστικό πάθος κατά της λαϊκής του καταγωγής και ταυτόχρονα με ψευτοταξικούς όρους, κατά των ίδιων των πατρίδων του, που δεν ήταν παρά «πατρίδες των πλουσίων και των ισχυρών». Όπως τότε, με την «εθνική αναγέννηση» των ευρωπαϊκών φασιστικών καθεστώτων, έτσι και τώρα, η πολιτισμική και πολιτική αναγέννηση της παγκόσμιας κοινωνίας των ιδιωτών και των κάθε λογής δικαιωματούχων μειονοτήτων «στηρίχθηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις που αποτελούν το πιο καθυστερημένο κομμάτι της κοινωνίας. Η πολιτική τέχνη συνιστάται μόνο στο να συνενώσουν τους διασπασμένους μικροαστούς μέσω μιας κοινής εχθρότητας» (Λέων Τρότσκι): τότε, εχθρότητας προς την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της. Τώρα, προς τον «βαθύ λαό» και το ιστορικό «αφήγημα» των εθνικών κρατών ή των πατρίδων.

Όπως τότε, έτσι και τώρα ο υπεράνω της ιστορίας βιολογικός αναγωγισμός ως μεθοδολογικό τσιμέντο των ερμηνειών της κοινωνίας και του ανθρώπου. Τότε, υπό τους ρατσιστικούς όρους των «ιδιοτήτων της φυλής». Τώρα, υπό τους δήθεν αντιρατσιστικούς, γκλομπαλιστικούς, του κοινού ανθρώπινου DNA, που μας συνενώνει υπεράνω της ιστορίας, ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο με το όνομα «ανθρωπότητα», στο πλαίσιο της ανοιχτής, συμπεριληπτικής και πανανθρώπινης «κοινωνίας». Όπως τότε, οι μικροαστικές επιθυμίες κοινωνικής διάκρισης «εκ των άνω», έστω σε επίπεδο λάιφ στάιλ, με παράλληλη απόρριψη κάθε αρνητικής διάκρισης ή της εξίσωσης με το λαϊκό, κατώτερο στρώμα της κοινωνικής ιεραρχίας – ή όπως το διατύπωνε ο Τρότσκι «την ζηλόφθονη εχθρότητα απέναντι στις ανισότητες που παίρνουν την μορφή ενός αυτοκινήτου ή τον ζωώδη φόβο απέναντι στην ισότητα με τον εργάτη που φοράει τραγιάσκα».

Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς έκανε κάποτε ο παραδοσιακός φασισμός, έτσι ακριβώς και ο δήθεν αντιφασισμός της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού «ανέβασε στην πολιτική τον βούρκο της κοινωνίας» (Τρότσκι, στο ίδιο). Ο ίδιος «άμορφος συναισθηματισμός» που μεταμφιέστηκε σε πολιτικά ορθό ανθρωπισμό, η ίδια «έλλειψη πειθαρχημένης σκέψης», ακόμα και η ίδια «άγνοια διανθισμένη με ποικιλόχρωμα διαβάσματα» – τώρα πια θα προσθέταμε και με πανεπιστημιακά διπλώματα που κατοχυρώνουν υποτίθεται τον ορθολογικό χαρακτήρα της πολιτικής άποψης του κάθε πληροφορημένου και διπλωματούχου ιδιώτη που θεωρεί τον εαυτό του ριζοσπάστη και προοδευτικό, δημιούργησαν τις συνθήκες:

Α) Της ανάπτυξης νέων μετα- φασιστικών ταγμάτων εφόδου που σε όλο το δυτικό κόσμο εμφανίζονται υπό το πρόσημο του «αριστερού» ριζοσπαστικού αντιφασισμού και λειτουργούν σαν δήθεν παρακρατικές συμμορίες τρομοκράτησης του εχθρού των πατριωτικώς σκεπτόμενων δημοκρατών και αντιφρονούντων. Πρόσφατα, μια τέτοια μαυροντυμένη νεοφασιστική συμμορία «αριστερών» μελανοχιτώνων, βιαιοπράγησαν χωρίς ιδιαίτερες κυρώσεις στους χώρους της Νομικής Σχολής Αθηνών κατά καθηγητών της γεωπολιτικής και των φοιτητών τους, «ξαφνιάζοντας» περιέργως την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ωστόσο εδώ και δύο δεκαετίες έχουν δοθεί πολυάριθμα παρόμοια δείγματα γραφής σε αρκετά πανεπιστήμια της χώρας. Ελλείψει όμως μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης του πραγματικού ιστορικού χαρακτήρα τους, τα επεισόδια αυτά, ποιος ξέρει γιατί, σπανίως αναλύθηκαν στη συγκεκριμένη κοινωνιοπολιτική τους διάσταση ως τα πιο γνήσια δείγματα του φασισμού της εποχής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα οποία θα όφειλαν να αντιμετωπιστούν πολιτικά από το δημοκρατικό κόσμο, χωρίς συγκαταβατικούς συναισθηματισμούς και ανούσιες επιεικείς καταγγελίες.

Β) Της συντηρητικής, αμυντικής, εκλογικής κυρίως συσπείρωσης των πιο λαϊκών στρωμάτων των δυτικών κοινωνιών ενάντια στη μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη νέα συμβολική τάξη και του αντιλαϊκισμού που τα απαξίωνε πολιτικά, ηθικά και πολιτισμικά. Ο τραμπισμός είναι λοιπόν η επίσημη έκφραση της αντίθεσης αυτών των στρωμάτων στη φιλελεύθερη πολιτική τάξη που είχε επικρατήσει ως θεσμικό σύστημα deep state τα τελευταία πενήντα χρόνια (ΜΜΕ, Εκπαίδευση, Δικαιοσύνη κλπ.) σε όλο το δυτικό κόσμο. Το αμερικανικό δημοκρατικό κόμμα, καθώς και τα απανταχού φερέφωνα του, καθώς και η κουλτούρα που διέδωσαν τα πολιτικώς ορθά αμερικάνικα campus σε όλα τα «φοιτητ@» και σε όλους τους πολιτισμικά και πολιτικά αποικιοκρατούμενους του πλανήτη, υποδεικνύονται πλέον, όχι ως απλοί πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά ως εχθροί του μεταφιλελεύθερου, νέου τραμπικού ηγεμόνα.

Διότι η αντικατάσταση της πάντα σχετικής, πολιτικής διάκρισης της δεξιάς από την αριστερά, από την οργουελιανής έμπνευσης, ηθική, απόλυτη διάκριση του «καλού» από το «κακό», έχει ήδη δημιουργήσει τις τελευταίες δεκαετίες ένα κλίμα εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης σε όλο το μήκος και πλάτος του δυτικού κόσμου. Προφανώς, το «καλό» βρισκόταν φαντασιακά στο χώρο του πολιτισμικού ριζοσπαστισμού, της αποϊεροποίησης, του κοσμοπολιτισμού, της παγκόσμιας συμπεριληπτικής κοινωνίας και της τεχνοεπιστημονικής της προόδου. Εξίσου μονομερώς το «κακό» βρισκόταν στο χώρο του λαϊκισμού, της συντήρησης των κοινωνικών και πολιτικών κεκτημένων ή της ιστορικής μνήμης, της διαφύλαξης της κοινωνικής και πολιτισμικής συνεκτικότητας των κοινωνιών και του πατριωτισμού. Οι συντηρητικοί δεν ήταν πλέον απλοί πολιτικοί αντίπαλοι εκείνης της «προοδευτικής αριστεράς» (συχνά ριζοσπαστικής, κατά δήλωση, «κάπως τροτσκίζουσας»), που στο όνομα του διεθνισμού, είχε δαιμονοποιήσει τα έθνη και ενσωματώσει στην πράξη και στην ρητορική της τα οικειόφοβα πολιτισμικά και πολιτικά στερεότυπα του νεοφιλελεύθερου διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Έγιναν οι απόλυτοι εχθροί της. Συνεπώς, στιγματίστηκαν ως «φασίστες» (ψεκασμένοι , συνωμοσιολόγοι κλπ). Ο συντηρητισμός σήμερα ανταποδίδει την εχθρότητα με ανάλογους όρους.

Η σημερινή κυβέρνηση Τραμπ δηλώνει post liberal ή ακόμα illiberal– μη φιλελεύθερη τρόπον τινά- και όχι απλώς συντηρητική. Aντίθετα από τους γνωστούς συντηρητικούς, δεν τρέφει κανένα σεβασμό για το θεσμικό σύστημα που έχει καθιερώσει ο εχθρός, ακριβώς όπως ο εχθρός έκανε ως τώρα τα πάντα για να εκτοπίσει πολιτικά και πολιτισμικά κάθε αντίπαλο δέος και να φιμώσει τη φωνή του. Δεν πρόκειται προφανώς για κάποιο είδος λαϊκισμού που θα στηριζόταν σε οράματα κάποιας άμεσης δημοκρατίας, ούτε για μια κινέζικα καπιταλιστική παραλλαγή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (χωρίς σοβιέτ και χωρίς «προλεταριάτο»). Πρόκειται περισσότερο για ένα είδος εξιδανικευμένου «αριστο – λαϊκισμού» που, όπως επισημαίνει ο Patrick Deneen (στο «Regime Change, Toward a PostLiberal Future»), επιδιώκει να αλλάξει τις σημερινές ελίτ της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Τι θα ήταν λοιπόν αυτός ο «αριστο-λαϊκισμός»; Ίσως η μελέτη της κοινωνίας των άνισων, αλλά ομοίων πολιτών της αρχαίας Σπάρτης ή του ρόλου των εφόρων στη διοίκηση της Πόλης να δίνει ακόμα καλές ιδέες στους σημερινούς δυτικούς πολιτικούς στοχαστές…

Θα ήταν δημοκρατική ευχή ο αμφιλεγόμενος «μεταφιλελεύθερος» δυτικός κόσμος, κάτω από την πίεση των λαϊκών δημοκρατικών κινημάτων και των πατριωτικών τους αντανακλαστικών, να μην επιτρέψει στις νέες παγκόσμιες ελίτ να τον παγιδεύσουν σε έναν ψυχροπολεμικό, πολιτικά διχαστικό και ιστορικά ξεπερασμένο «αντικομμουνισμό». Ωστόσο, όσο και αν φαίνεται απαισιόδοξο, αυτή η όμορφη προσδοκία, προς το παρόν τουλάχιστον, μοιάζει με εκείνη της αφύπνισης των μαζικά και συλλογικά κεκοιμημένων. Βραχυπρόθεσμα, ίσως και μεσοπρόθεσμα, είναι το ίδιο πιθανόν να πραγματοποιηθεί με εκείνην την παραδοσιακότερη, της ανάστασης των νεκρών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας