9 Δεκεμβρίου 1987: Οι Παλαιστίνιοι εξεγείρονται στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας εναντίον της καταπίεσης των Ισραηλινών, που εκδηλώνεται με φόνους, μαζικές φυλακίσεις, κατεδαφίσεις σπιτιών, βασανισμούς και εκτοπίσεις.
Η πρώτη Ιντιφάντα, που στα αραβικά σημαίνει «ταρακούνημα», υπήρξε μία νεανική εξέγερση. Ονομάστηκε και «πετροπόλεμος», επειδή οι νεαροί Παλαιστίνιοι χρησιμοποιούσαν κυρίως πέτρες και άλλα αυτοσχέδια όπλα για να αντιμετωπίσουν τον προηγμένο τεχνολογικά ισραηλινό στρατό.
Ο δρόμος προς την πρώτη Ιντιφάντα…
Το 1959 και ενώ το κράτος του Ισραήλ μετρά ήδη 11 χρόνια ζωής, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που ζουν στο Κουβέιτ ιδρύουν την οργάνωση «Φατάχ», της οποίας σκοπός ύπαρξης είναι η επιστροφή των Παλαιστινίων στη γη τους. Διότι όταν το 1947 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με απόφασή της, τάχθηκε υπέρ της διχοτόμησης της γης της Παλαιστίνης, το έκανε για να μοιραστεί αυτή η γη ανάμεσα στον εβραϊκό πληθυσμό (που τότε στην περιοχή αριθμεί μόνο 550.000) και στον αραβικό (1,2 εκατομμύριο).
Όμως, τον Φεβρουάριο του 1949 αρχίζει ο πρώτος αραβο-ισραηλινός πόλεμος, αμέσως μετά την αποχώρηση από την περιοχή των βρετανικών στρατευμάτων. Με τη λήξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο, 700.000 Παλαιστίνιοι έχουν εκδιωχθεί από την περιοχή, και τα εδάφη τους προσαρτώνται. Η Ιορδανία και η Αίγυπτος διατηρούν την κυριαρχία τους στη Δυτική Όχθη, ενώ η Ιερουσαλήμ διχοτομείται: Η δυτική περνά σε ισραηλινή κατοχή και η ανατολική σε ιορδανική.
Το 1961 ο Αραφάτ αναλαμβάνει την ηγεσία της Φατάχ και το 1964 ιδρύεται η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), το σχήμα στο οποίο ενώνουν τις δυνάμεις τους πολλές, διαφορετικές στις πολιτικές τους αρχές, παλαιστινιακές οργανώσεις, όπως το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και πολλές άλλες. Ωστόσο, σπονδυλική στήλη της ΟΑΠ είναι η «Φατάχ».
Τον Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ ξεκινά εκ νέου πόλεμο, με ταυτόχρονη επίθεση κατά της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, αφού πρώτα κατέστρεψε σε μια επιδρομή – αστραπή το σύνολο, σχεδόν, της αιγυπτιακής πολεμικής αεροπορίας στο έδαφος. Το Ισραήλ καταλαμβάνει την Χερσόνησο του Σινά και την Λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο, τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία. Ο πόλεμος των «6 ημερών» – όπως έχει μείνει στην ιστορία – τελειώνει με το Ισραήλ να έχει εξασφαλίσει έδαφος διπλάσιο της έκτασης που ήλεγχε πριν από αυτόν. Για τους Άραβες, ο πόλεμος αυτός έχει μείνει στην ιστορία ως «η Καταστροφή» – Αλ Νάκμπα. Για τους Παλαιστίνιους θα σημάνει την «αναβάθμιση» του Ισραήλ σε αποκλειστική δύναμη κατοχής των εδαφών τους.
Το 1980 το Ισραήλ προχωρά σε μια κίνηση ιδιαίτερης συμβολικής και πολιτικής σημασίας: Προσαρτά στην κυριαρχία του την ανατολική Ιερουσαλήμ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή χαρακτηρίζεται απλώς κατεχόμενο έδαφος. Η απόφαση αυτή προκαλεί κύμα αντιδράσεων σε όλο τον κόσμο. Τον Ιούνιο του 1982, οι ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις εισβάλλουν, για δεύτερη φορά, στο Λίβανο, με το πρόσχημα να απομακρύνουν από το λιβανικό έδαφος τα στελέχη και τους μαχητές της ΟΑΠ, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί εκεί. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο ισραηλινός στρατός, σε συνεργασία με τους συμμάχους του στο Λίβανο (χριστιανούς πολιτοφύλακες), εισβάλλει στα παλαιστινιακά προσφυγικά στρατόπεδα της Βηρυτού, Σάμπρα και Σατίλα, όπου σφαγιάζονται, μέσα σε λίγες ώρες, περισσότερα από 2.000 γυναικόπαιδα.
Η πρώτη Ιντιφάντα
Στην Λωρίδα της Γάζας η ισραηλινή στρατιωτική παρουσία σημαίνει κατασχέσεις γης, εποικισμό ισραηλινών στα κατεχόμενα εδάφη, καταπίεση, μαζικές φυλακίσεις, απελάσεις, κατεδαφίσεις κατοικιών και αυθαιρεσίες. Στις 9 Δεκέμβρη του 1987 κάτι αλλάζει. Ένα στρατιωτικό ισραηλινό όχημα έπεσε με δύναμη πάνω στα αυτοκίνητα Παλαιστινίων που επέστρεφαν από τις δουλειές τους, σκοτώνοντας τέσσερα άτομα. Την επόμενη ημέρα περίπου 10.000 Παλαιστίνιοι πηγαίνουν στην κηδεία και ακολουθούν πορείες διαμαρτυρίας. Σε μια από αυτές κάποιοι διαδηλωτές πετούν βόμβες μολότοφ σε όχημα περιπολίας των Ισραηλινών. Ο ισραηλινός στρατός απαντά με δακρυγόνα και αληθινά πυρά. Ένας 17χρονος πέφτει νεκρός. Η εξέγερση ξεκινά και εξαπλώνεται στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα.
Παιδιά και έφηβοι περνούν τα επόμενα χρόνια πετώντας πέτρες και μολότοφ στους πάνοπλους Ισραηλινούς. Αυτά ήταν τα όπλα τους. Γι’ αυτό και η Ιντιφάντα ονομάστηκε αλλιώς και «πετροπόλεμος». Οι Ισραηλινοί απαντούσαν με μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις. Θύματα αυτών περίπου 18.000 Παλαιστίνιοι. Δεν υπήρχε δικαίωμα δίκης. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας, λουκέτα στα σχολεία, μαζικές κατεδαφίσεις σπιτιών, καταστροφή γεωργικών εκτάσεων, περιορισμός του νερού ήταν τα αντίποινα των ισραηλινών.
Οι Παλαιστίνιοι έκαναν μποϊκοτάζ στα ισραηλινά προϊόντα, δημιούργησαν δικές τους ιατρικές μονάδες, έκαναν απεργίες και διαδηλώσεις και καλούσαν τη διεθνή κοινότητα να υποστηρίξει τον αγώνα τους. Η πρώτη αυτή Ιντιφάντα που άφησε πίσω τους χιλιάδες νεκρούς Παλαιστίνιους διήρκεσε έως το 1993, όταν και υπογράφηκε η Συνθήκη του Όσλο, μεταξύ του Γιασέρ Αραφάτ και του Γιτζάκ Ράμπιν που υποτίθεται ότι θα άνοιγε το δρόμο για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.
«Γέννημα» της πρώτης Ιντιφάντα και μάλιστα την πρώτη χρονιά του ξεσπάσματός της ήταν η δημιουργία της Χαμάς. Μιας σουνιτικής οργάνωσης, με πολιτικό και στρατιωτικό σκέλος, όπως άλλωστε όλες οι παλαιστινιακές οργανώσεις, αλλά με σαφή θρησκευτικό προσανατολισμό στις θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες της, αν και στις διακηρύξεις της ξεκαθαρίζει ότι ο αγώνας της ενάντια στο Ισραήλ είναι πολιτικός και όχι θρησκευτικός.
Πολύ γρήγορα η Χαμάς θα εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες του παλαιστινιακού πολιτικού συστήματος, αναπτύσσοντας μεγάλη κοινωνική δράση στα κατεχόμενα, όπως δημιουργία υποδομών (σχολεία, νοσοκομεία κλπ). Ταυτόχρονα, θα ακολουθήσει την τακτική των βομβιστικών επιθέσεων εναντίον ισραηλινών στόχων, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί και αυτή ως «τρομοκρατική» οργάνωση, όπως άλλωστε θεωρεί κάθε παλαιστινιακή οργάνωση του Ισραήλ.
Η καμπή
Η δημιουργία της Χαμάς έρχεται σε μια στιγμή που στο παλαιστινιακό απελευθερωτικό μέτωπο καταγράφεται μία καμπή στον προσανατολισμό του. Τον Δεκέμβριο του 1988 ο Αραφάτ υπερασπίζεται την εξέγερση στα Κατεχόμενα, αλλά καταδικάζει κάθε μορφή «τρομοκρατικής επίθεσης», ανοίγοντας το δρόμο στην αμερικανική «διπλωματία». Ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν ανακοινώνει, επισήμως, την έναρξη ενός «διαλόγου» με την ΟΑΠ.
Τον Οκτώβριο του 1991 συγκαλείται στη Μαδρίτη ειρηνευτική διάσκεψη, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι του Ισραήλ, της Συρίας, της Ιορδανίας, του Λιβάνου και των Παλαιστινίων. Αρχίζουν ισραηλινο-συριακές και ισραηλινο-ιορδανικές ειρηνευτικές συνομιλίες. Το 1993 αρχίζουν στη νορβηγική πρωτεύουσα, υπό αμερικανική εποπτεία, μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους της ΟΑΠ και του Ισραήλ. Τον Ιούλιο του 1993 επτά Ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώνονται σε μάχες με την οργάνωση «Χεζμπολάχ» στο Λίβανο. Σε αντίποινα, ο ισραηλινός στρατός εξαπολύει την επιχείρηση «Ευθύνη» στο Λίβανο, στο πλαίσιο της οποίας σφυροκοπούνται από το έδαφος και από τον αέρα, λιβανικοί στόχοι. Περισσότερο από 300.000 Λιβανέζοι μετατρέπονται σε πρόσφυγες.
Τον Σεπτέμβριο του 1993, μετά από την ενεργό αμερικανική παρέμβαση, η Ουάσιγκτον διευθετεί τις τελευταίες λεπτομέρειες και ανακοινώνει περιχαρής την επίτευξη συμφωνίας «Διακήρυξης Αρχών» ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους, την οποία υπογράφουν στο Λευκό Οίκο ο Γιάσερ Αραφάτ, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν. Η «Διακήρυξη Αρχών» προβλέπει την παροχή «σχετικής αυτονομίας στην ΟΑΠ», η οποία αναγνωρίζεται από το Ισραήλ, σε αντάλλαγμα για την επικράτηση ειρήνης και ηρεμίας, ενώ παράλληλα προβλέπεται η απάλειψη από τη Χάρτα της ΟΑΠ, του άρθρου που αναφέρεται στην ολοκληρωτική καταστροφή του Κράτους του Ισραήλ.
Τον Μάιο του 1994 το Ισραήλ και η ΟΑΠ καταλήγουν, υπό αμερικανική αιγίδα πάντα, παρά το γεγονός ότι ως εγγυήτριες δυνάμεις στην ειρηνευτική διαδικασία εμφανίζονται, τόσο η Ρωσία, όσο και ο Λίβανος, η Ιορδανία και η Αίγυπτος, σε συμφωνία, στο Κάιρο, για την πρώτη φάση εφαρμογής της «Διακήρυξης Αρχών». Η πρώτη αυτή φάση προβλέπει την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από το 60% της Λωρίδας της Γάζας (με εξαίρεση τους εβραϊκούς οικισμούς, οι οποίοι είναι πολυάριθμοι και διάσπαρτοι σε όλο το κατεχόμενο έδαφος) και από την πόλη Ιεριχώ της Δυτικής Όχθης.
Η συμφωνία αυτή αναφέρεται γενικόλογα και στην υλοποίηση περαιτέρω αποχωρήσεων από περιοχές, που οι δύο πλευρές καλούνται να συμφωνήσουν στην πορεία των συνομιλιών. Τα πέντε χρόνια τίθενται ως τελικό όριο διευθέτησης όλων των διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της παραμονής ή όχι των εβραϊκών οικισμών, στους οποίους πλέον κατοικούν περίπου 500.000 έποικοι, στα κατεχόμενα εδάφη, αλλά και της επιστροφής των, περίπου, 4 εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων. Ωστόσο, ταυτόχρονα και από τις αρχές της ισραηλινο-παλαιστινιακής προσέγγισης, τα ποσά που οι ισραηλινές κυβερνήσεις διαθέτουν για την ανάπτυξη των εποικισμών αυξάνονται σταθερά, ενώ μειώνονται οι κοινωνικές παροχές.
Τον Ιούλιο του 1994 ο Γιάσερ Αραφάτ επιστρέφει σε θριαμβευτική ατμόσφαιρα στη Γάζα. Τον Οκτώβριο το Ισραήλ υπογράφει ειρηνευτική συμφωνία με την Ιορδανία και τον Σεπτέμβριο του 1995, ο Γιάσερ Αραφάτ υπογράφει με τον Γιτζάκ Ράμπιν τη συμφωνία της Τάμπα (Όσλο 2) στην Ουάσιγκτον, η οποία προβλέπει περαιτέρω αποχώρηση του ισραηλινού στρατού και από άλλες πόλεις της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Τον Νοέμβριο του 1995 ο Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονείται από έναν Εβραίο εξτρεμιστή. Τον διαδέχεται ο Σιμόν Πέρες, ο οποίος προχωρεί σε επιτάχυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών με τη Συρία, οι οποίες, επίσης, πραγματοποιούνται υπό αμερικανική αιγίδα.
Είναι ευνόητο ότι η Χαμάς κάθε άλλο παρά συμφωνεί με αυτήν την αλλαγή τακτικής της παλαιστινιακής ηγεσίας. Έτσι, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1996 προχωρά σε σειρά βομβιστικών επιθέσεων που προκαλούν το θάνατο 57 Ισραηλινών. Η ισραηλινή ακροδεξιά και οι φανατικοί Εβραίοι πιέζουν τον Πέρες, ο οποίος διακόπτει τις συνομιλίες με τη Συρία. Τον Απρίλιο του 1996 και ενόψει των πρόωρων βουλευτικών εκλογών, ο Σιμόν Πέρες επιλέγει το «σκληρό δρόμο» απέναντι στις συνεχιζόμενες επιθέσεις της «Χεζμπολάχ» εναντίον των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής στο Ν. Λίβανο. Επί 17 ημέρες, η επιχείρηση «Σταφύλια της Οργής» σφυροκοπά το Λίβανο. Από τους βομβαρδισμούς πλήττεται και βάση του ΟΗΕ όπου φιλοξενούνται άμαχοι, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 100 άνθρωποι. Ο ΟΗΕ μιλά για «σχεδιασμένο αιματοκύλισμα», αλλά το θέμα μένει εκεί με την παρέμβαση των ΗΠΑ.
Τον Μάιο του 1996 καταγράφεται ακόμη μία καμπή, αυτή την φορά από την ισραηλινή πλευρά και προς το χειρότερο: Ο ηγέτης του ακροδεξιού «Λικούντ» Μπέντζαμιν Νετανιάχου αναλαμβάνει πρωθυπουργός. Αρχίζει μια περίοδος πλήρους «παγώματος» των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων και διόγκωσης των εβραϊκών οικισμών ακόμη και εντός της ανατολικής Ιερουσαλήμ. Το κλίμα βαραίνει ακόμη περισσότερο από τους συνεχόμενους αποκλεισμούς του ισραηλινού στρατού, ως απάντηση στις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας της «Χαμάς». Το 1998 υπό την αμερικανική πίεση, ο Νετανιάχου υπογράφει στις ΗΠΑ, με τον Αραφάτ, τη συμφωνία του «Ουάι Πλαντέισον», ένα κείμενο που έρχεται να επαναδιαπραγματευτεί τους τρόπους εφαρμογής των, ήδη, συμφωνημένων ισραηλινών στρατιωτικών αποχωρήσεων, χωρίς να υπάρχουν, πάλι, συγκεκριμένες τοπικές ή χρονικές δεσμεύσεις.
Τον Μάιο του 1999 ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, Εχούντ Μπάρακ, εκλέγεται πρωθυπουργός, σε πρόωρη εκλογική μάχη, διατεινόμενος ότι θα «δώσει πνοή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή ειρηνευτική διαδικασία». Η Παλαιστινιακή Αρχή έχει, ήδη, προχωρήσει στην πρώτη αναβολή, για ένα χρόνο, της ανακήρυξης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, που, σύμφωνα με το Όσλο, έπρεπε να έχει γίνει τον Μάη του 1999. Τον Νοέμβριο του 1999 αρχίζουν οι συνομιλίες για το τελικό καθεστώς των αυτονόμων, τους πρόσφυγες και την Ιερουσαλήμ, μετά από μία ακόμη υπογραφή ανανέωσης της ενδιάμεσης συμφωνίας του Ουάι Πλαντέισον. Μόλις ένα μήνα αργότερα, ο Εχούντ Μπάρακ ανακοινώνει την ανοικοδόμηση νέων κατοικιών σε εποικισμούς στη Δυτική Όχθη.
Τον Φεβρουάριο του 2000 Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι συμφωνούν να παρατείνουν από κοινού το χρονοδιάγραμμα των συνομιλιών, καθώς αδιέξοδες είναι όλες οι διαπραγματεύσεις για τα μείζονα ζητήματα των προσφύγων, της Ιερουσαλήμ και των τελικών ορίων και του καθεστώτος των αυτόνομων περιοχών. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου η Παλαιστινιακή Αρχή αναβάλλει και πάλι, για τον Σεπτέμβριο, την ανακήρυξη παλαιστινιακού κράτους. Τον Ιούλιο αποτυγχάνει η Σύνοδος Κορυφής στο Καμπ Ντέιβιντ, στην οποία η Ουάσιγκτον επιθυμούσε να δώσει εσπευσμένη «λύση πακέτο» στην ειρηνευτική διαδικασία.
Τον Σεπτέμβριο του 2000, σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα από τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις της ειρηνευτικής διαδικασίας και μετά από τη νέα αναβολή ανακήρυξης παλαιστινιακής ανεξαρτησίας, ο ηγέτης του «Λικούντ» Αριέλ Σαρόν, ο εντολέας της σφαγής των γυναικοπαίδων σε Σάμπρα και Σατίλα, μεταβαίνει στην πλατεία του τεμένους Αλ Ακσά, στην πρώτη επίσκεψη που επιτρέπει σε Εβραίο η οποιαδήποτε ισραηλινή κυβέρνηση. Η, ήδη, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εκρήγνυται. Η δεύτερη Ιντιφάντα ξεκινά.
Η δεύτερη Ιντιφάντα
Τον Οκτώβριο του 2000 μετά από ημέρες συγκρούσεων που έχουν αφήσει περισσότερους από 106 Παλαιστινίους νεκρούς, ο ισραηλινός στρατός σφυροκοπά τα αρχηγεία της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα και στη Ραμάλα, με αφορμή το λιντσάρισμα δύο Ισραηλινών πρακτόρων. Τέσσερα χρόνια μετά, ο τότε Παλαιστίνιος πρωθυπουργός, Αχμάντ Κορέι, θα συνόψιζε την κατάσταση μετά το 2000 και την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντα ως εξής: «Το κυριότερο εμπόδιο για την επίτευξη ειρήνης είναι τα ισραηλινά κατασταλτικά μέτρα σε βάρος των Παλαιστινίων, οι κατεδαφίσεις σπιτιών, ο αποκλεισμός, οι δολοφονίες των παιδιών μας, οι δολοφονίες στελεχών παλαιστινιακών οργανώσεων, εδώ και στο εξωτερικό. Αυτή η τρελή πολιτική και η στρατιωτική ισχύς δεν πρόκειται να φέρει ασφάλεια στο Ισραήλ».
Ο Αχμάντ Κορέι κατέληξε σε μια έκκληση και προς τις δύο πλευρές «να επανεξετάσουν την πολιτική και την τακτική που οδήγησε στο τωρινό αιματοκύλισμα». Αλλά εισέπραξε, άμεσα, την απάντηση της ισραηλινής πλευράς, διά στόματος του Ντόρε Γκολντ, συμβούλου του Αριέλ Σαρόν σε θέματα ασφαλείας, ο οποίος επέρριψε το σύνολο της ευθύνης στην παλαιστινιακή πλευρά, κατηγορώντας τη για «πολιτική καταστροφής».