Από την αρχή της συριακής κρίσης μέχρι σήμερα, ο Ερντογάν εμφανιζόταν σε διάφορες εκδόσεις. Τη μια φορά ως Σουλτάνος που θα αναστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την άλλη ως δημοκράτης που θα τερμάτιζε την αιώνια κουρδοτουρκική διαμάχη και θα ερχόταν σε σοβαρή συμφωνία με τον φυλακισμένο Αμπντουλάχ Οτσαλάν.
Μετά άλλαξε πάλι τη στάση του και έλεγε πως θα έρθει σε συμφωνία με τη Ρωσία, το Ιράν και τη συριακή ισλαμική αντιπολίτευση, αλλά ακολούθησε πολιτική γενοκτονίας, μέσω δημογραφικών αλλαγών στο Δυτικό Κουρδιστάν (Ροζάβα). Μετά από αυτήν την πολιτική περιπλάνηση, ο καθεστωτικός ηγέτης Ερντογάν προσπαθεί να γυρίσει στην αρχή, όταν είχε υπογράψει με το συριακό καθεστώς συμφωνία στα Άδανα, μετά την παράδοση Οτσαλάν από την κυβέρνηση Σημίτη, με βασικό σκοπό να καταπολεμήσει το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα. Στη «σουλτανική φάση» του Ερντογάν υπήρξε μια ρήξη της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας με τη Συριακή Αρχή, τον Αύγουστο του 2011, αλλά στη συνέχεια υιοθετήθηκε η αμερικανική μέθοδος, με την ίδρυση του «Συριακού Εθνικού Συμβουλίου», που γεννήθηκε υπό την Τουρκία και την «αιγίδα», τότε, των λεγόμενων δίδυμων ισλαμιστών.
Σε όλο αυτό συμμετείχαν η «Μουσουλμανική Αδελφότητα» και φιλελεύθεροι από τη «Διακήρυξη της Δαμασκού», υποδηλώνοντας ότι υπήρχε η πρόθεση των Αμερικανών να επαναληφθεί το σενάριο της Λιβύης στη Συρία, μέσω της σύστασης τοπικού συμβουλίου της αντιπολίτευσης, που ζητούσε εξωτερική στρατιωτική επέμβαση για την προστασία των αμάχων. Κάτι που θα νομοθετείτο μέσω ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τουρκικό ρόλο στην καθοδήγηση αυτής της στρατιωτικής επιχείρησης, παρόμοιο με τον γαλλικό ρόλο στην επιχείρηση στη Λιβύη κατά του καθεστώτος Καντάφι και την «αφ’ υψηλού» αμερικανική ηγεσία, όπως την είχε θέσει ο Μπαράκ Ομπάμα. Η Μόσχα απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη στις 4 Οκτωβρίου του 2011 με ένα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, όταν ένα ψήφισμα σχετικά με τη Συρία παρουσιάστηκε εκεί δύο ημέρες αφότου το Συμβούλιο της Κωνσταντινούπολης ανακοίνωσε ότι δεν θα επαναληφθεί σενάριο Λιβύης στη Συρία.
Αυτός ο αμερικανοτουρκικός συντονισμός στη Συρία συνέπεσε με τη «χορηγία» των Αμερικανών στη διαδικασία εγκατάστασης της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας», ως αντικαταστάτριας της Ουάσινγκτον για τα καταρρέοντα, τότε, καθεστώτα στην Τυνησία και στην Αίγυπτο αλλά και ως εταίρου σε νέα καθεστώτα που ακολούθησαν την πτώση των ηγεμόνων στη Λιβύη και στην Υεμένη, καθώς και ως εταίρου στη διακυβέρνηση με τον βασιλιά μέσω μιας εκλογικής διαδικασίας που έλαβε χώρα στο Μαρόκο, όταν οι ισλαμιστές ανέλαβαν την προεδρία της κυβέρνησης στα τέλη του 2011. Εδώ, η διαδικασία συγκρότησης του Συμβουλίου της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν εκτός αυτού του πλαισίου για τον Ερντογάν και ισοδυναμούσε με τη θέση των ισλαμιστών φονταμενταλιστών της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας» στη Δαμασκό, ως ηγεμόνων υποταγμένων σε αυτόν, με την έγκριση της Ουάσινγκτον, αλλά και με τους σιίτες, ισλαμιστές φονταμενταλιστές από το Κόμμα Ντάουα, που έχουν ιδιαίτερες σχέσεις με το Ιράν. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η Άγκυρα ενθάρρυνε και υποστήριζε τη βία της συριακής αντιπολίτευσης και διευκόλυνε την οικονομική χρηματοδότηση που ερχόταν από το Κατάρ. Την ίδια χρονική περίοδο, η συμμαχία της Μόσχας με την Τεχεράνη και τη Συριακή Αρχή ενάντια στο σχέδιο Ομπάμα – Ερντογάν για τη Συρία οδήγησε στην αποτυχία του σχεδίου αυτού και ώθησε τη συριακή κρίση σε άλλη τροχιά, επιτρέποντας να γίνει η Συρία τόπος σύγκρουσης για τις διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από το φθινόπωρο του 2011 και έπειτα. Το 2013 τα πράγματα άλλαξαν μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, με τους Αμερικανούς να αποχωρούν από τη συμμαχία τους με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, κάτι που έγινε σαφές το καλοκαίρι του ίδιου έτους με την πτώση της ισλαμικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, με αδήλωτη αλλά απτή αμερικανική υποστήριξη. Τότε, η τάση στις ΗΠΑ ήταν να υπάρξει συντονισμός με τη Μόσχα όσον αφορά τη Συρία, μέσω μιας συμφωνίας με τους Ρώσους σχετικά με τα συριακά χημικά όπλα (14 Σεπτεμβρίου 2013), θέμα που παρήγαγε το Διεθνές Ψήφισμα 2018, το οποίο ζητούσε τη διάσκεψη «Γενεύη 2» και την ενεργοποίηση της δήλωσης «Γενεύη 1», και στη συνέχεια την αμερικανορωσική συμφωνία για την είσοδο του Ρωσικού Στρατού στη Συρία (30 Σεπτεμβρίου 2015). Ήταν επίσης τότε που ένοπλοι ισλαμιστές, οι οποίοι ενθαρρύνονταν από την Άγκυρα, εισέβαλαν στο κυβερνείο της Ιντλίμπ και στην πεδιάδα Al-Ghab, φτάνοντας στα περίχωρα της Λαττάκειας, της Χάμα και της Χομς. Εκείνη την περίοδο είχαμε το Διεθνές Ψήφισμα 2254 καθώς και τη διάσκεψη «Γενεύη 3», μεταξύ της Συριακής Αρχής και της Επιτροπής Διαπραγματεύσεων, μια διάσκεψη που απέτυχε λόγω της υπονόμευσης του Ερντογάν, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε διαφωνία τόσο με τον Ομπάμα όσο και με τον Πούτιν. Μάλιστα, τότε, ενθάρρυνε την επίθεση του μετώπου Αλ Νούσρα στο Χαλέπι, το καλοκαίρι του 2016, αλλά και την επέκταση του ISIS εντός του συριακού εδάφους, ενώ δύο χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2014, υπήρξε ένας συνασπισμός κατά του ISIS υπό την αιγίδα της Ουάσινγκτον, μετά από ηρωική αντίσταση του κουρδικού λαού στο Κομπάνι, την κατάληψη του οποίου περίμενε διακαώς ο Ερντογάν, κάνοντας τα χατίρια του ISIS. Ήταν η περίοδος που η Άγκυρα εμπόδισε τις ένοπλες οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης να συμμετάσχουν στη διεθνή προσπάθεια κατά του ISIS, ενώ οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), δηλαδή η κουρδική πολιτοφυλακή, και στη συνέχεια οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) ήταν οι μόνες συριακές ένοπλες ομάδες που συμμετείχαν στη διεθνή προσπάθεια κατά του ISIS. Μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον του στις 15 Ιουλίου 2016 άρχισαν οι συναντήσεις του Ερντογάν με τον Πούτιν, «πουλώντας» εν μία νυκτί την ένοπλη αντιπολίτευση στη Γούτα, στη Βόρεια Χομς και στη Χουράν.
Επίσης, με ρωσική έγκριση, παγιώθηκε τουρκικός στρατιωτικός έλεγχος στη γραμμή Jarabulus – Al-Bab – Azaz (Αύγουστος 2016 – Φεβρουάριος 2017), στην πόλη Afrin (Ιανουάριος – Μάρτιος 2018) και σε Tal Abyad – Ras al-Ayn (Serekaniye) τον Οκτώβριο του 2019. Όταν ξέσπασαν μάχες στο κυβερνείο της Ιντλίμπ, στις αρχές του 2020, μεταξύ των συριακών αρχών και της ένοπλης αντιπολίτευσης, οι Ρώσοι προωθήθηκαν για να ηρεμήσουν την κατάσταση και ήθελαν η Ιντλίμπ να είναι η τέταρτη ζώνη αποκλιμάκωσης, παρόμοια με τη Βόρεια Χομς και τη Γούτα και τελικά ο Πούτιν συνήψε τη συμφωνία με τον Ερντογάν στις 5 Μαρτίου 2020 στη Μόσχα. Το κείμενο της συμφωνίας όριζε το άνοιγμα της γραμμής (M4) που συνδέει τη Λαττάκεια με το Χαλέπι μέσω της επαρχίας Ιντλίμπ al-Sham, ενώ έλεγε ότι η Αλ Νούσρα ήταν τρομοκρατική οργάνωση που πρέπει να αφοπλιστεί. Όμως ο Ερντογάν, όπως είναι η πάγια τακτική του, δεν εφάρμοσε τη συμφωνία του με τον Πούτιν και οι εξελίξεις των τελευταίων τεσσάρων ετών υποδηλώνουν ότι τα σχέδια του καθεστωτικού Ερντογάν για τις συριακές περιοχές που ελέγχει τώρα περιλαμβάνουν πλήρη «τουρκοποίηση» της οικονομίας και της εκπαίδευσης, απαγόρευση της κουρδικής γλώσσας, εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στην εκπαίδευση, ισλαμοποίηση της κοινωνίας, επιβάλλοντας ταυτόχρονα άμεσο τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο με διοικητικές «παρεμβάσεις», όπως η «κυβέρνηση της Σωτηρίας» στην Ιντλίμπ και η «Προσωρινή Κυβέρνηση» βόρεια του Χαλεπίου, με στενή τουρκική συνεργασία με τον Αλ Τζουλάνι. Αυτά τα σχέδια για την υποταγή των συριακών περιοχών που ελέγχονται από τους Τούρκους θυμίζουν ό,τι συνέβη και με την Κύπρο το 1974. Ο Ερντογάν σήμερα έχει δύο στόχους: Πρώτον, να παραμείνει στην εξουσία και, δεύτερον, να πολεμήσει το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα, που αγωνίζεται για τη δημιουργία του κουρδικού κράτους. Όμως, λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο, αφού η συμμαχία που έχει με το συριακό καθεστώς δεν είναι καθόλου εύκολη, αφού πρόκειται για συμμαχία μεταξύ καθεστώτων που «σαπίζουν»…
ΙΕΜΠΡΑΧΕΜ ΜΟΥΣΛΕΜ Καρδιολόγου, Εκπρόσωπου PYD
ΣΗΜ: Οι απόψεις του κειμένου του φίλου και αξιότιμου εκπροσώπου του PYD στην Ελλάδα Ιεμπραχέμ Μουσλέμ δεν συμπίπτουν όλες κατ’ ανάγκη με τις θέσεις της Iskra , η οποία αγωνίζεται με συνέπεια για τα δίκαια του Κουρδικού λαού που αντιμετωπίζει ηρωικά τη μάστιγα του ανελέητου Τουρκικού καθεστώτος