Ο Ερντογάν κήρυξε τον πόλεμο. Το ότι αυτός είναι μόνο φραστικός, δεν σημαίνει ότι δεν υπακούει σε πολεμική λογική και δεν μπορεί να αποβεί αποτελεσματικός.
Ο Τούρκος ηγέτης επιμένει να επανέρχεται περίπου κάθε δεύτερη μέρα σε απειλητικές δηλώσεις εναντίον της Ελλάδας, με διατυπώσεις του τύπου “θα έρθουμε νύχτα”, ενώ με περισσότερο επίσημο τρόπο η τουρκική διπλωματία απευθύνεται στον διεθνή παράγοντα συγκεντρώνοντας στις επιστολές που απέστειλε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου προς τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ όλες τις τουρκικές αιτιάσεις και διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας.
Θα είναι λάθος να θεωρήσει κανείς ότι αυτή η ομοβροντία εντάσσεται στην συνήθη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή στις γνωστές μεθόδους του Ερντογάν να γαλαβανίζει το εσωτερικό του ακροατήριο. Η συστηματικότητα και η ένταση των ρητορικών επιθέσεων παραπέμπει σε προσπάθεια αλλαγής του σκηνικού, με προληπτική νομιμοποίηση των όποιων επόμενων βημάτων δια της επίκλησης της “αυτοάμυνας” της Τουρκίας απέναντι στην “ελληνική επιθετικότητα και αυθαιρεσία”. Το αν η αλλαγή σκηνικού θεωρείται εφικτή μόνο με πολιτικά μέσα ή το “μείγμα” προβλέπει αξιοποίηση και της σκληρής ισχύος (αδιευκρίνιστο σε ποια κλίμακα) είναι το μέγα ερώτημα των επόμενων εβδομάδων και μηνών. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι σε πολλές πρωτεύουσες τίθεται αυτό το ερώτημα, χωρίς να είναι δυνατό να απαντηθεί τι έχουν κατά νου οι ιθύνοντες της Άγκυρας, δημιουργεί από μόνο του αποτελέσματα.
Οι εκκλήσεις από ευρωπαϊκής πλευράς να αποφευχθεί οποιαδήποτε κλιμάκωση, είναι η πίσω όψη του συμπεράσματος, το οποίο ο Ερντογάν θέλει να εμπεδωθεί διεθνώς: ότι η escalation dominance ανήκει στην Τουρκία.
Προς την Ελλάδα το μήνυμα που απευθύνεται έχει πολλά σκέλη: ότι αυτή δεν είναι ισότιμη με την Τουρκία, ότι στην παρούσα φάση δεν αναγνωρίζεται ως συνομιλητής, ότι έχει “κακομάθει” να κάνει κατάχρηση της συμμετοχής της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, ότι έχει τεθεί στην υπηρεσία δολίων σχεδιασμών τρίτων κατά του γείτονά της, ο οποίος όμως δεν θα διστάσει, αν χρειαστεί, να προσφύγει σε κινήσεις “εκτός συνταγολογίου”.
Με τρόπο δε που θυμίζει τον μηχανισμό της “προβολής” στην ψυχανάλυση, η ρητορική της Άγκυρας ανακαλύπτει στην ελληνική περίπτωση μιαν “επεκτατική” δύναμη, η οποία υπονομεύει την ενότητα της Δύσης, λ.χ. με την φερόμενη χρήση των συστημάτων S-300 της Κρήτης για το “κλείδωμα” τουρκικών μαχητικών.
Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο Ερντογάν εκτονώνει τις εντάσεις σε όλα τα μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πλην του ελληνικού, περιοδεύει στα Δυτικά Βαλκάνια και επαίρεται ότι η χώρα του θα αποφύγει, χάρη στις σχέσεις της με την Ρωσία, την ενεργειακή κρίση της Ευρώπης, τα ισχυρότερα μηνύματα αφορούν όμως την ίδια τη Δύση. Αυτήν που, όπως θεωρεί ο ίδιος ο Τούρκος ηγέτης, δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την εταιρική και συμμαχική της σχέση με την Ελλάδα.
Διαβλέποντας τις ευκαιρίες που γεννούν οι ευρύτερες, σεισμικές εξελίξεις, ο Ερντογάν διεκδικεί την καθιέρωση ενός ρόλου εντός του ΝΑΤΟ που πολύ θα απέχει από το παλιό μοντέλο της τυπικής ισότητας των κρατών-μελών και της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής ηγεσίας. Ενός ρόλου που θυμίζει την “συναλλακτική” αντίληψη του Ντόλαλντ Τραμπ περί συμμαχιών ή την α λα καρτ συμμόρφωση της Πολωνίας προς τους κανόνες της Ε.Ε. και αντιστοιχεί στην χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό εντός του ΝΑΤΟ, την μόνη που καλλιεργεί αντίβαρα και εκτός του κοινού στρατοπέδου.