Οι δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν που υποδείκνυαν τον στόχο της αλλαγής καθεστώτος στη Ρωσία προκάλεσαν την αντίδραση του Εμανουέλ Μακρόν για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν το ίδιο το περιεχόμενό τους, καθώς μια τέτοια φραστική κλιμάκωση (που δεν μπορεί να μείνει μόνο φραστική) απέναντι σε μία πυρηνική δύναμη ενέχει ανυπολόγιστους κινδύνους – τουλάχιστον για την Ευρώπη, η οποία δεν θεάται τα τεκταινόμενα από γεωγραφική απόσταση ασφαλείας.
Ο δεύτερος λόγος, όμως, είναι ότι οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν επί πολωνικού εδάφους. Και το Παρίσι δεν είναι διόλου αδιάφορο σε ό,τι αφορά της φιλοδοξίες της Βαρσοβίας, που μπορούν να ανατρέψουν τους ενδο-ευρωπαϊκούς συσχετισμούς.
Το ότι οι ίδιες οι ΗΠΑ έσπευσαν να αναιρέσουν τις εκτός χειρογράφου δηλώσεις Μπάιντεν δεν αναιρεί τις επιπτώσεις που είχε και μόνη η εκφώνησή τους. Επιπτώσεις που αφορούν την παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, εφόσον η ρωσική ηγεσία, αλλά πέραν αυτής πλέον και η κοινή γνώμη, προσλαμβάνει το διακύβευμα ως “υπαρξιακό”. Για τον Εμανουέλ Μακρόν, που αντιλαμβάνεται το συμφέρον της Ευρώπης ως συνδεδεμένο με τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών μέσω συνομιλιών, η βλάβη από τις δηλώσεις Μπάιντεν είναι μεγάλη.
Πόσο μάλλον που το ευρωπαϊκό μείγμα πιέσεων προς τη Ρωσία μέσω κυρώσεων, διπλωματικών πρωτοβουλιών σαν αυτές στις οποίες πρωταγωνιστή ο (συχνός συνομιλητής του Πούτιν) Μακρόν και ενισχύσεων προς την Ουκρανία με την αποστολή στρατιωτικού υλικού είναι εξ ορισμού ασταθές και κάποιοι απειλούν να ανατρέψουν εντελώς τη δοσολογία του.
Κάποιοι λ.χ. σαν τον Πολωνό πρωθυπουργό Ματέους Μοραβιέτσκι, ο οποίος με άρθρο του στο Politico στις 25 Μαρτίου έκανε γνωστό ότι η χώρα του έχει επεξεργαστεί, μαζί με τη Σλοβενία και την Τσεχική Δημοκρατία, μία δέσμη δέκα νέων προτεινόμενων κυρώσεων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την αποβολή όλων των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα Swift, την διακοπή κάθε χερσαίας και θαλάσσιας επικοινωνίας με τη Ρωσία, την αφαίρεση της βίζας από όλους τους Ρώσους πολίτες και την αποβολή της χώρας του Πούτιν από όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Αυτονόμηση
Το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ότι ο ηγετικός τους ρόλος στα ευρωπαϊκά πράγματα παρακάμπτεται και ότι η κοινή ατζέντα κινδυνεύει να γραφτεί από αυτονομημένους “ακραίους”, οι οποίοι εμπνέονται όχι μόνο από αθεράπευτα ιστορικά σύνδρομα, αλλά ενδεχομένως και από τα ενθαρρυντικά μηνύματα μερίδας της αμερικανικής ηγεσίας.
Πόσο μάλλον που η παρουσία του Τζο Μπάιντεν στη Βαρσοβία μετά τις Συνόδους του ΝΑΤΟ, της G7 και της Eυρωπαϊκής Ένωσης (που δεν υπήρξαν ιδιαίτερα παραγωγικές) γεννά φόβους για πιθανό αμερικανικό “πράσινο φως” στα κατατεθειμένα σχέδια για πολωνική ανθρωπιστική επέμβαση στη Δυτική Ουκρανία, με την επίκληση του προσφυγικού κύματος που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή. Ως χώρα που βρίσκεται στην “πρώτη γραμμή” και έχει υποδεχθεί πάνω από δύο εκατομμύρια Ουκρανούς, η Πολωνία έχει τα επιχειρήματα για κάτι τέτοιο. Αλλά ως η χώρα στην οποία προπολεμικά ανήκε η περιοχή της Γαλικίας, γύρω από το Λβιβ, έχει και το ιδιοτελές κίνητρο για μιαν ιστορική “ρεβάνς”.
Η ειρωνεία του πράγματος έγκειται, βέβαια, στο ότι ένα τέτοιο εγχείρημα μάλλον διευκολύνει την ρωσική πλευρά, η οποία δεν έχει τη θέληση και τη δυνατότητα να προχωρήσει στρατιωτικά μέχρι το δυτικό άκρο της Ουκρανίας, που αποτελεί την κατεξοχήν εστία του ουκρανικού εθνικισμού. Και το ότι η ρωσική επέμβαση κρατά απασχολημένο στα ανατολικά το πιο μαχητικό τμήμα των Ουκρανών ενόπλων, μειώνει τα ρίσκα για μία πολωνική παρεμβολή. (Η προβολή στην κρατική πολωνική τηλεόραση ντοκυμαντέρ για τις ωμότητες του Τάγματος Αζόφ δεν θα πρέπει από αυτή την άποψη να θεωρηθεί τυχαία).
Το ότι μια τέτοια κίνηση ενδεχομένως θα παρακινούσε την Ουγγαρία και την Ρουμανία να διεκδικήσουν αντιστοίχως τα εδάφη της Υπερκαρπάθιας Ρουθηνίας και της Βόρειας Βουκοβίνας, όπου και η ουγγρική και η ρουμανική μειονότητες της Ουκρανίας, εξηγεί και τον πρόσφατο φραστικό πόλεμο της Βαρσοβίας με την κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν, για την απροθυμία της τελευταίας να κλιμακώσει τις κυρώσεις.
Η πολωνική αυτονόμηση έχει και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, όπως γνωρίζουμε ήδη από την σύγκρουση της κυβέρνησης Μοραβιέτσκι με τις Βρυξέλλες για τα ζητήματα σεβασμού του κράτους δικαίου. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν άμβλυνε αυτή τη διάσταση. Ίσα ίσα ο αντιπρόεδρος της πολωνικής κυβέρνησης, Πιότρ Γκλίνσκι, σε μακρά συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Telegraph, υποστήριξε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις κατέδειξαν τον “ουτοπικό” χαρακτήρα της επιδίωξης ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους και της δημιουργίας ευρωστρατού και την υπεροχή αξιών όπως της πατρίδας και της οικογένειας.
Οι μεταμοντέρνες ιδέες και η κυριαρχία εκδοχών του Μαρξισμού στους Ευρωπαίους διανοουμένους άφησαν την Ευρώπη ανοχύρωτη απέναντι στην εξ Ανατολών απειλή, υποστήριξε χαρακτηριστικά για να καταλήξει: “Νομίζαμε ότι η ετοιμότητα να θυσιάσεις τη ζωή σου για κάτι ανήκε πλέον στα μουσεία και όχι στην πραγματική ζωή. Αυτό αλλάζει”.