Δευτέρα, 18 Νοέ 2024

Η μαρτυρία του Μανώλη Γλέζου για τη σύλληψή του από τη χούντα

791

Οβετεράνος της Εθνικής Αντίστασης και εμβληματική προσωπικότητα της Αριστεράς, Μανώλης Γλέζος, ο τελευταίος παρτιζάνος, «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα, 30 Μαρτίου το 2020, σε ηλικία 98 ετών.

Δημοσιεύεται απόσπασμα της μαρτυρίας του, από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου, «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση» (Εκδόσεις Εστία).

«Μετά τις εκλογές του 1958, ήμουν διευθυντής της Αυγής, και τι διαπιστώνω; Να πουλάμε ως τότε στο Αίγιο, παραδείγματος χάριν, τέσσερα φύλλα και ξαφνικά να ξεφοβηθεί ο κόσμος μας και η εφημερίδα να πάει στα 79 φύλλα. Έφτασε να έχει η Αυγή τότε κάπου 78.000 -79.000 φύλλα κυκλοφορία. Επειδή λοιπόν θέώρησαν ότι εγώ είχα κάνει τα πολιτικά ανοίγματα που μας έφεραν αξιωματική αντιπολίτευση με 24%, με καταδικάζουν για κατασκοπεία. Στις εκλογές του 1961 εκλέγομαι βουλευτής στη φυλακή. Αλλά ακυρώθηκε η εκλογή μου, όπως και το 1951. Έβαλε πάλι η Ασφάλεια έναν και έκανε ένσταση εναντίον της εκλογιμότητάς μου, και το Εκλογοδικείο ακύρωσε την εκλογή μου. Αποφυλακίζομαι υστερα από 4 ολόκληρα χρόνια φυλακή. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1958 με έπιασαν, 15 Δεκεμβρίου του 1962 με άφησαν.

Στις εκλογές του 1963, ο Γεώργιος Παπανδρέου πλειοψήφισε,αλλά δεν ήθελε να στηρίζεται σε ψήφους δικούς μας στη Βουλή, και επαναπροκήρυξε εκλογές το 1964. Πήρα ενεργό μέρος στην προεκλογική εκστρατεία, πρώτα μια περιοδεία στην Κρήτη, μετά στην Πελοπόννησο και η τρίτη περιοδεία σε όλους τους νομούς της Ανατολικής Ρούμελης, όλης της Θεσσαλίας, στη Δυτική Μακεδονία και από εκεί έφθασα μέχρι και τις Σέρρες.

Καθόλη την περιοδεία μας, πήγαιναν μπροστά και πίσω από ένα αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Μας παρέδιδαν στην Ασφάλεια του κάθε νομού για να μας παρακολουθούν. Πριν φθάσουμε στην Φλώρινα,οι τοπικές εφημερίδες έγραφαν: «Να μη πατήσει το πόδι του ο Γλέζος στη πόλη. Θα του το κόψουμε». Οι σύντροφοι μου ανησύχησαν και ο Τάκης Μπενάς είπε να ματαιώσουμε το ταξίδι στη Φλώρινα. Του λέω «αφού Τάκη με ξέρεις. Ακόμη κι αν δεν είχαμε σκοπό να πάμε, τώρα θα πάμε οπωσδήποτε». Πάλι τα αυτοκίνητα της Ασφάλειας μπροστά, οπότε στο δρόμο για τη Φλώρινα, βλέπουμε στο δρόμο κομμένους κορμούς δέντρων από αριστερά και δεξιά. Φωνάζουμε την αστυνομία, γίνονται ολόκληρες διαβουλεύσεις, τελικά τούς αναγκάζουν να τα αποσύρουν. Ταυτόχρονα, όπως πληροφορηθήκαμε, υπήρχε σχέδιο για να με δολοφονήσουν. Στη Φλώρινα μπαίνοντας, ήταν γραμμένοι οι τοίχοι, «’Εξω από τη Φλώρινα ο Γλέζος» αλλά εμείς πήγαμε κατευθείαν στην πλατεία. Τα είχαμε έτσι οργανώσει, να πάμε κατευθείαν να μιλήσουμε και να φύγουμε σε άλλη πόλη. Στην πλατεία, οι δικοί μας είχαν στήσει μια εξέδρα πανύψηλη.

Ήταν γύρω μερικοί της αστυνομίας, μετά ήταν οι δικοί μας, και προς τιμήν τους κατέβηκαν κάποιες γυναίκες με τις εθνικές τους ενδυμασίες. Πιο πίσω, όμως, ήταν αντιφρονούντες να κραυγάζουν συνεχώς εναντίον μου και εναντίον της ΕΔΑ. Ο λόγος μου έγινε με συνεχές πετροβολητό. Μετακινούμουν συνέχεια, για να αποφύγω τις πέτρες που έριχναν εναντίον μου. Από πίσω, είχαν υψώσει ένα τείχος από ξύλα, για να μην μπορούν να με πετροβολούν. Αλλά μπροστά…

Έγινε ολόκληρη μάχη εκεί, αλλά επιμέναμε. Ο Τάκης Μπενάς κατάφερε να πείσει την πυροσβεστική να έρθει να τους διαλύσει με το νερό. Την ώρα που κατέβαινα από τη σκάλα τής εξέδρας, τραβάει ένας ένα στιλέτο να με καρφώσει από πίσω. Αλλά τον είδε κάποιος δικός μας και μ’ ένα γαλλικό κλειδί του δίνει μια πάνω στο κεφάλι και δεν έπεσε η μαχαιριά σε μένα. Έγιναν φοβερά επεισόδια τότε. Όταν βρισκόμουν εξορία επί χούντας, ένας αξιωματικός της χωροφυλακής με πλησιάζει και με ρωτάει, «θυμάσαι τα επεισόδια της Φλώρινας, τις απόπειρες δολοφονίας;». Λέω «ναι, θυμάμαι». «Υπήρχε» λέει «και άλλη, αλλά δεν μπορώ να σου πω ακόμα τίποτα».

Πολλά χρόνια μετά, την δεκαετία του 1990, σε μια εκδήλωση που έκανε ένας Πολιτιστικός Σύλλογος στην αίθουσα Εικαστικών Τεχνών της Φλώρινας, μου ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά απέναντί μου τότε. Και πολλοί φίλοι εκεί μου είπαν, «θα σου κάνουμε μία έκπληξη». Μου έφεραν τον άνθρωπο ο οποίος αποπειράθηκε να με δολοφονήσει. Ήρθε, όντως, με γνώρισε και μου ζήτησε συγνώμη. Είχε προσχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ, εν τω μεταξύ. Και μας σταματούσαν στο δρόμο και μας έλεγαν ότι τότε τους είχαν δώσει εντολή να φωνάζουν εναντίον του «Εαμοβούλγαρου», του «προδότη», του «κατάσκοπου» κλπ.

Από εκεί φύγαμε, πήγαμε στο Κιλκίς, μας πετροβόλησαν και εκεί. Και μετά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη όπου αποπειράθηκαν να με δηλητηριάσουν στο φαγητό. Σώθηκα γιατί άκουσε τον γδούπο από την πτώση μου ο Τάκης Μπενάς. Με πήραν και μου έγινε πλύση στομάχου και επέζησα.

Στις 21 Απριλίου 1967, ήμουν τότε διευθυντής της ΑΥΓΗΣ, κι έφυγα μια η ώρα περίπου τα μεσάνυχτα από την εφημερίδα. Φτάνω στο σπίτι μου στην Κυψέλη, έφαγα και μόλις πήγα να κοιμηθώ χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Ρωτάω ποιος είναι, και προσπαθώ να δω από το παραθυράκι, αλλά αυτός είχε κολλήσει το κεφάλι του στο παραθυράκι για να μην δω ποιοι άλλοι ήταν μαζί. «Ποιος είναι;». Μου λέει: «Ένας φίλος σού φέρνει ένα μήνυμα από τον Αντώνη Μπριλάκη». Ο Αντώνης Μπριλάκης ήταν συνεργάτης μου στην ΕΔΑ, και αυτός προσπαθούσε έτσι να με παραπλανήσει. Δεν άνοιξα, σπάσανε την πόρτα με τους υποκόπανους, μπήκανε μέσα, με συνέλαβαν με τις πιτζάμες και με πήραν σηκωτό, γιατί αντιπάλευα. Με κατεβάσανε με τα πόδια από τα σκαλιά και μας περίμεναν τρία φορτηγά αυτοκίνητα του στρατού. Με βάλανε στο μεσαίο από αυτά και φύγαμε. Ρωτάω τον επικεφαλής αξιωματικό που ήταν έφεδρος, γιατί τα κάνουν όλα αυτά και μου λέει: «Για την ασφάλειά σας κύριε Γλέζο». Λέω: «Τι ασφάλεια; Με συλλαμβάνετε για την ασφάλειά μου;». Μου λέει επιμένοντας: «Για την ασφάλειά σας», οπότε ξαφνικά στην Πατησίων ακούω το χαρακτηριστικό ήχο από τις ερπύστριες των τανκς και του λέω: «Ποια ασφάλεια; Εδώ βλέπω άρματα μάχης». Κατάλαβα εκείνη την ώρα ότι έγινε δικτατορία.

Φτάσαμε στο Γουδί και με βάλανε στο πρώτο θάλαμο όπου εκπαιδεύονταν στα άρματα μάχης οι υπαξιωματικοί. Εκεί είδα και τον Λεωνίδα Κύρκο και πιάσαμε κουβέντα. Υπήρχε ένας σκοπός στα παράθυρα του θαλάμου και στον μέσα θάλαμο ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι ο Γεώργιος Παπανδρέου. Σε λίγο φέρνουνε και τους δύο Κατσωτέους, πατέρα και γιο. Έπειτα από λίγο φέρνουνε τον Κώστα Μητσοτάκη με τις πιτζάμες και αυτόν, φέρνουν τον Κόκκα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φέρνουν τον Ψαθά, φέρνουνε τον Πουρνάρα, που έβγαζε τον ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ. Όλοι εμείς ήμασταν οι πρώτοι συλληφθέντες.

Παρ’ ότι μας το είχαν απογορεύσει αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε και ύστερα από λίγο πήγαμε και στο θάλαμο που ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Έκανα μια κουβέντα μαζί του, χαμηλόφωνα διότι φοβόμασταν μήπως μας ακούνε με ακουστικά. Ο Γ. Παπανδρέου βρισκόταν σε μεγάλο κέφι. Εκείνη την ώρα που κουβεντιάζαμε μαζί λέει: «Είδες, ο Παναγιωτάκης ο Κανελλόπουλος δεν κατάφερε πάλι να κλείσει μήνα ως πρωθυπουργός». Αυτοί οι δύο βρισκόντουσαν πάντοτε σε αντιπαράθεση στα πολιτικά πράγματα και τον Κανελλόπουλο τον «κυνηγούσε» που δεν είχε καταφέρει ποτέ να κάνει πρωθυπουργός πάρα πάνω από ένα μήνα κάθε φορά.

Προσπαθούσαμε να δούμε την έκτασή του πραξικοπήματος, ποιοι το είχαν οργανώσει. Με τον Μητσοτάκη κάναμε μια πολύ μεγάλη κουβέντα για να βρούμε τις αιτίες. Προσπαθήσαμε να κοιτάξουμε όταν ανοιγόκλεινε η πόρτα και ανακαλύψαμε ότι στον άλλο θάλαμο είχαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Παπαληγούρα, τον Ράλλη, τους επικεφαλείς στρατηγούς της ΚΥΠ και τον Γιάννη Αλευρά. Το απογευματάκι, μπαίνει μέσα ένας αξιωματικός με μπότες και στολή. Μας λέει, «σχηματίστηκε κυβέρνηση κι εγώ είμαι ο υπουργός Εσωτερικών». Έφυγε από εμάς και πάει μέσα στον Γεώργιο Παπανδρέου να κάνει μια κουβέντα μαζί του, αλλά δεν ακούσαμε τι ειπώθηκε. Πέρασε και από τους Κατσωτέους, κάτι είπανε και μετά πέρασε από μπροστά μας. Του λέμε, θέλουμε τουλάχιστον τα ρούχα μας, γιατί ήμασταν με τις πυτζάμες εγώ και ο Κώστας Μητσοτάκης. Λέει: «Θα σας τακτοποιήσουμε» και φεύγει. Ρωτάω τον Κώστα: «Ποιος είναι αυτός; Τον ξέρεις;» Μου λέει: «Ναι, ο Παττακός. Ειναι επικεφαλής των τεθωρακισμένων». Του λέω: «Και ποιος τον έβαλε σε αυτή την θέση;». Μου λέει: «Εμείς τον βάλαμε», δηλαδή οι κυβερνήσεις των αποστατών. Και του απαντώ, «Και ρωτάς τώρα, γιατί έγινε το πραξικόπημα.»!

Όταν νύχτωσε, μας πήρανε από το Γουδί με συνοδεία αρμάτων μάχης, μας βάλανε σε μικρά τζιπ και μας πήγανε σε ένα ξενοδοχείο στο Πικέρμι. Εκεί, με κλείσανε σε ένα δωμάτιο με τον Λεωνίδα τον Κύρκο και από το φωταγωγό της τουαλέτας είδαμε ότι στο διπλανό δωμάτιο είχαν κλείσει τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Γιάννη Αλευρά. Μας φύλαγαν δυο ταγματάρχες και αξίωσα να κάνουμε Πάσχα, να τσουγκρίσουμε μαζί αυγά. Έτσι, την ημέρα του Πάσχα, ήρθαν όλοι οι άλλοι στο δικό μας το δωμάτιο και τσουγκρίσαμε. Τον Γεώργιο Παπανδρέου όμως τον είχαν πάει στο νοσοκομείο γιατί ήταν άρρωστος. Μείναμε εκεί αρκετές ημέρες. Ερχόντουσαν το πρωί με την καμαριέρα να στρώσουνε το κρεβάτι. Εμείς, βέβαια, το είχαμε στρώσει νωρίτερα. Ακούγαμε που λέγανε, «δεν χρειάζεται να περνάμε από εδώ. Αυτοί θα τα έχουν στρώσει τα κρεβάτια τους. Μη σε νοιάζει». Εννοούσε εμάς τους δύο, που ήμασταν εκεί οι μοναδικοί κομουνιστές και συνηθισμένοι από τις φυλακές να στρώνουμε μόνοι το κρεββάτι μας.

Κάποια μέρα, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Παττακός με πολιτικά, ακολουθούμενος από ένα πλήθος αξιωματικών. Οπότε πριν προλάβει να μιλήσει, του λέω: «Με ποιο δικαίωμα κάνατε τη δικτατορία;». Λέει: «Διότι η χώρα βρισκόταν σε κίνδυνο εξ αιτίας σας, και βρήκαμε στα γραφεία σας όπλα». Λέω: «Μπορείς να με πας αυτή τη στιγμή στα γραφεία να μου δείξεις τα όπλα που βρήκατε; Αυτή τη στιγμή!». Και επιμένω: «Με ποιο δικαίωμα κάνατε τη δικτατορία». «Και αν αύριο σηκωθεί κάποιος άλλος», λέω «και κάνει δικτατορία εν ονόματι των άλλων;». Ήταν μια προφητική κουβέντα, γιατί ύστερα ο Ιωαννίδης έκανε πραξικόπημα εναντίον τους. Οπότε τα χάνει και άρχισε να ουρλιάζει: «Είμαστε και εμείς παλικάρια… Είμαστε και εμείς παλικάρια» και βγήκε έξω. Δεν κατάλαβα ποτέ μου, γιατί τον έπιασε αυτή η μανία να τονίζει στη διαπασών ότι είναι παλικάρι.

Έφυγε και έπειτα από λίγο με χωρίζουν από τον Λεωνίδα Κύρκο και με βάζουν στο δωμάτιο όπου είχαν νωρίτερα τον Γεώργιο Παπανδρέου. Με πάνε εκεί κι ένα πρωινό κτυπάει η πόρτα, μπαίνει ο ταγματάρχης και λέει: «Κύριε Γλέζο διαδόθηκε ότι σας έχουμε εκτελέσει και φέραμε τους δημοσιογράφους να δείξουμε ότι είστε εν ζωή». Απαντάω αμέσως: «Εδώ έχετε εκτελέσει ολόκληρη την Δημοκρατία και ο Γλέζος είναι το πρόβλημα;». Οπότε λέει: «Πίσω, πίσω», τους σπρώχνει και φεύγουνε. Αλλά προλάβανε οι φωτογράφοι και πήρανε φωτογραφίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν την άλλη μέρα στον Τύπο της δικτατορίας. Και μάλιστα, επειδή έτυχε να έχω τα χέρια μου πίσω στην πλάτη, νομίζανε μετά οι φίλοι στο εξωτερικό ότι με είχανε κρατούμενο με χειροπέδες.

Τη μεθεπόμενη ημέρα κατάφερε η αδελφή μου και μου έφερε να δω τη μικρή μου κόρη, γιατί εν τω μεταξύ είχανε συλλάβει και τη γυναίκα μου, κι έτσι τα δύο μου παιδιά είχαν μείνει ολόκληρη μέρα μόνα τους στο σπίτι. Τρομοκρατημένη η γειτονιά δεν τολμούσε να πλησιάσει στο σπίτι. Πήγε ένας αδελφός τού πατέρα μου και τα πήρε τα δύο παιδιά -δυόμισι χρονών η κόρη μου, δέκα χρονών ο γιος μου- και τα φιλοξένησαν. Όταν ήρθε όμως να με δει, το παιδί ήταν εντελώς τρομοκρατημένο. Έβλεπε τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς με τις στολές, είχε δει όσα είχαν συμβεί στο σπίτι με τις συλλήψεις και ήταν πραγματικά σε απελπιστική κατάσταση. Μόλις έφυγε, καταφέρνει ο Μητσοτάκης να του κάνουν το χατίρι να τον φέρουν στο δωμάτιο όπου έμενα. Όμως μόλις πήγαμε να πιάσουμε κουβέντα για τα πολιτικά, έρχεται ο ταγματάρχης από τον οποίο είχε πάρει την άδεια και του λέει: «Φύγε, γιατί έρχεται η αστυνομία».

Η αστυνομία ήρθε και με παρέλαβε εμένα και τον Λεωνίδα για να μας πάνε στη Γενική Ασφάλεια. Μείναμε καμία εβδομάδα και μετά μας πήγανε με ένα φορτηγό στου Σκαραμαγκά, μας φόρτωσαν σε ένα από αυτά τα μεγάλα μεταγωγικά στρατού, μαζί και με άλλους κρατουμένους. Μας απομόνωσαν εμάς ειδικά σε ένα μέρος και φέρανε,για να περάσουμε τάχα μου καλύτερα, τον Νίκο Κιτσίκη και μια γυναίκα την Ρόη, που ήταν έγκυος. Βγήκαμε νύχτα στη Γυάρο και εμάς τους τέσσερις μας πήγαν σε ένα δωμάτιο, σε αυτό το δήθεν νοσοκομείο της Γυάρου. Εκεί, σιγά-σιγά ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν  άλλοι κρατούμενοι. Επειδή μας είχαν σε απομόνωση, εγώ αναγκάστηκα μόνος μου και έκανα τρεις μέρες απεργίας πείνας. Και πράγματι έσπασε η απομόνωση και μας βάλανε με άλλους κρατουμένους. Μετά από λίγο μας βάλανε στη φυλακή της Γυάρου, όλους μαζί σε μια ακτίνα. Και ύστερα από μερικούς μήνες μας πήραν και μας πήγαν στη Λέρο».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας