Σίγουρα δεν πρωτοτυπώ διαπιστώνοντας ότι στην πατρίδα μας συμβαίνουν, κατά συρροή, τα εντελώς, αδιανόητα. Όπως, ανάμεσα και σε πολλά άλλα, οι «φίλοι μας Γερμανοί», ενθαρρυμένοι και από την πρόσφατη επικύρωση του διάτρητου νομοσχεδίου, από το 2019, περί Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας, άρχισαν τα πάνε-έλα μαθητών, από και προς τη Γερμανία, τις ανταλλαγές από δωράκια και πάνω απ’όλα τις εκλεπτυσμένες μεθοδεύσεις καταδίκης των δήθεν προκαταλήψεων και των δήθεν ξενοφοβικών καταστάσεων, με στόχο να περάσουν στη λήθη οι βαρβαρότητες των Ναζί, στην κατοχή και να φκιασιδωθεί η μαύρη τους ιστορία στα ελληνικά σχολικά βιβλία.
- Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Παρόμοιες ανοχές θα ήταν αδιανόητες σε κράτος σεβόμενο την ιστορία του και τα μαρτυρικά θύματα των Γερμανών κατακτητών. Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση, όπως είναι γνωστό, στα δεινά της κατοχής προστέθηκαν, μετά το 2010, και τα εγκληματικά Μνημόνια, στη σύνταξη των οποίων πρωτοστάτησε η Γερμανία. Όπως είχα το θλιβερό καθήκον να αναφερθώ πλειστάκις σε αυτά, αποτελούν την καταδίκη της χώρας μας σε μακρόχρονη ή και οριστική καταστροφή, αν δεν αναθεωρηθούν ορισμένοι απάνθρωποι όροι τους (Βλ. Αρθρο μου της 21.10.2024, στη «Δημοκρατία»).
Υπενθυμίζω, και πάλι εδώ, την όντως απίστευτη τραγωδία του εξαναγκασμού της Ελλάδας να αποδεχθεί και να υπογράψει «μη συμψηφισμό χρεών», κατά την υπογραφή των Μνημονίων, παρότι τα δικά μας χρέη, για τη διασφάλιση των οποίων επιστρατεύτηκε (άκουσον-άκουσον) και το ΔΝΤ, ανήρχοντο σε 270Ε δις, ενώ τα γερμανικά κατοχικά χρέη προς την Ελλάδα υπολογίζονταν με τους τόκους 80 ετών σε πάνω από 2 τρισεκατομμύρια.
Αν είχε ακολουθηθεί ο άλλωστε, απολύτως επιβεβλημένος, παρότι ασυγχώρητα καθυστερημένος συμψηφισμός χρεών, είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν θα συρόταν η Ελλάδα σε Μνημόνια και στο ΔΝΤ, θα είχε αποφύγει τη μιζέρια που κινδυνεύει να την εξαφανίσει από το χάρτη των κυρίαρχων κρατών και θα είχε την άνεση να εξετάσει τις διάφορες διαστάσεις φιλίας με τους Γερμανούς, οι οποίοι επιτέλους θα είχαν τακτοποιήσει τις χρονίζουσες, υλικές τουλάχιστον, υποχρεώσεις τους.
Αλλά, πως να δικαιολογήσει κανείς σύναψη φιλικών δεσμών με τη Γερμανία, και ακόμη περισσότερο, δημιουργία Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας ενόσω, και πριν ακόμη από ελάχιστες ημέρες από σήμερα, ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, ών στην Ελλάδα για να ζητήσει ανέξοδη συγνώμη από τα θύματα μιας από τις πολλές περιοχές που μαρτύρησαν από τους Ναζί στην κατοχή, δήλωσε αφ’υψηλού ότι το θέμα του γερμανικού χρέους προς τη χώρα μας «έχει λήξει». Προφανώς, διότι έτσι αποφάσισαν οι Γερμανοί.
Αλλά, με τη διαιώνιση ανάλογων συνθηκών, τι είδους φιλία μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε θύτη και θύμα; Και, ακόμη, ποιος έχει το δικαίωμα, από όποια θέση και αν κατέχει, να καλλιεργήσει αυτής της υφής τη φιλία, η οποία καταδικάζει το σύνολο του ελληνικού λαού σε παράταση μαρτυρίων, αλλά και να καταπατεί τη μνήμη των θυμάτων των Ναζί, που επί 80 και πλέον χρόνια αναμένουν κάποιας μορφής δικαίωση;
Τα γερμανικά κατοχικά χρέη, και να το καταλάβουμε επιτέλους, αποτελούν το υπ’αριθμόν 1 πρόβλημά μας, με την έννοια ότι η επίλυσή του θα διευκολύνει την αντιμετώπιση και όλων των υπολοίπων. Συνεπώς, η συχνή επαναφορά του θέματος των γερμανικών χρεών επιβάλλεται, για όσο χρόνο αυτή δεν βρίσκει λύση, αλλά και για όσο διάστημα ξεπηδούν πάσης φύσεως προκλήσεις, όπως συζητήσεις περί σύναψης φιλίας και σαφείς κίνδυνοι αλλοίωσης της ιστορίας.
Όπως το έχω πολλές φορές αναγνωρίσει, το πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στην απροκάλυπτη πια απροθυμία των Γερμανών να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους προς την Ελλάδα, αλλά και στις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις των 80 τελευταίων ετών, που δεν θέτουν το μέγα αυτό θέμα με την αποφασιστικότητα, την επιμονή και τη μεθοδικότητα που απαιτείται.
Και εφόσον το πρόβλημα των γερμανικών χρεών παραμένει άλυτο είναι, θα έλεγα, φυσικό, να ανακινούνται ελπίδες επίλυσής του, κάθε φορά που εισβάλουν ανατροπές στην ελληνική, την ευρωπαϊκή ή την παγκόσμια σκηνή. Ακριβώς, όπως τώρα. Με τη θριαμβευτική επικράτηση του Ντόναλντ Τράμπ στις αμερικανικές εκλογές προβλέπονται εγκάρσιες μεταβολές σε πολλά επίπεδα. Αυτές, καταρχήν δεν αποκλείουν, αλλά και ενδεχομένως διευκολύνουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης των γερμανικών χρεών προς την Ελλάδα, κάτω από καλύτερους οιωνούς των όσων επικρατούσαν μέχρι σήμερα. Υπάρχει, βέβαια, στον ορίζοντα ένα αποθαρρυντικό στοιχείο για την πιθανή επίλυση του ελληνικού προβλήματος τώρα.
Πρόκειται για τη δεδηλωμένη αδιαφορία του νέου πλανητάρχη, σε ότι αναφέρεται στην Ευρώπη, που δικαιολογείται από την αρχή του «ο καθένας στη χώρα του και για τη χώρα του», ή άλλως «τέρμα σε μια καταστρεπτική παγκοσμιοποίηση», που και εγώ τη χαρακτηρίζω «συνωμοτική» στο σχετικό μου σύγγραμμα που μεταφράστηκε σε 4 γλώσσες. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει, παράλληλα, και αχτίδα ελπίδας, επειδή ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει δώσει πολυάριθμα δείγματα της απαίτησής του, η κάθε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ να καλύπτει τις υποχρεώσεις της και να μην απαιτεί να τις επωμίζονται άλλοι αντ’ αυτής. Δηλαδή, ο νέος πλανητάρχης είναι οπαδός των καλών λογαριασμών. Υπάρχουν και άλλα ενθαρρυντικά στοιχεία, τα οποία ενισχύουν την ελπίδα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ πιθανόν να ενδιαφερθεί για την ελληνική περίπτωση και να θελήσει να συμβάλλει στη δικαιωση της, έτσι που να λήξει η πολύχρονη καταστροφή μας.
Σκέπτομαι, εν προκειμένω, ότι ενδεχομένως είμαστε ενώπιον μιας ευκαιρίας, που ενδέχεται να αποδειχτεί σωτήρια. Γι’ αυτό, και επιβάλλεται η διεθνοποίηση του προβλήματος των κατοχικών γερμανικών χρεών, η προσπάθεια πρόσβασης στη διατύπωση του σχετικού αιτήματος βοήθειας από τον νέο πλανητάρχη, και φυσικά η όσο γίνεται μεγαλύτερη κινητοποίηση του ελληνικού λαού. Μακάρι να ευαισθητοποιηθούν και οι αρμόδιοι.
ΠΗΓΗ newsbreak