Υπάρχουν οι επίσημες τοποθετήσεις, υπάρχει και η ανεπίσημη φιλολογία. Στο επίσημο επίπεδο, η Άγκυρα επιμένει να στοχοποιεί τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπως προκύπτει και από τις νέες δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου την Τρίτη.
“Οι διεθνείς συνθήκες είναι σαφείς, αλλά η Ελλάδα τις παραβιάζει. Εξοπλίζει τα νησιά. Αν η Ελλάδα δεν σταματήσει αυτή την παραβίαση, η κυριαρχία των νησιών θα τεθεί υπό συζήτηση” δήλωσε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης τύπου με τον ομόλογό του από τη Βόρεια Μακεδονία.
Μάλιστα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέδωσε σε “σύμπλεγμα κατωτερότητας” τις ελληνικές κατηγορίες περί τουρκικού επεκτατισμού, τις οποίες και αντέστρεψε, ισχυριζόμενος ότι η Αθήνα γίνεται επιθετική “επειδή δεν μπορεί να απαντήσεις στις δύο επιστολές της Τουρκίας” προς τον ΟΗΕ, με τις οποίες πέρσι τέθηκε για πρώτη φορά επί τάπητος το ιδεολόγημα της “υπό όρους” απόδοσης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην ελληνική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.
Όμως οι δύο αυτές επιστολές έχουν απαντηθεί με δύο αντίστοιχες της μόνιμης αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, όπου υπογραμμίζεται ότι οι μονομερείς αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς δεν στέκουν νομικά, έχουν καθαρά αναθεωρητικά κίνητρα και τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια.
Όπως και αν έχει η “διασύνδεση” της κυριαρχίας των νησιών με την αποστρατιωτικοποίησή τους έχει πλέον βρεθεί στο επίκεντρο της τουρκικής επιχειρηματολογίας. Και η Τουρκία δεν συνηθίζεται να μην υποστηρίζει τα λόγια της με έργα.
Ήδη η προγραμματισμένη έξοδος του τέταρτου τουρκικού πλωτού γεωτρύπανου “Αλπαρσλάν”, με πλήρωμα 200 ατόμων, για έρευνες σε βάθος 12.200 μέτρων, προοιωνίζεται εντάσεις για το καλοκαίρι. Και με τη ναυτική οδηγία Α1781/22, η Ελλάδα δεσμεύει σε απάντηση πέντε περιοχές από τις 21 Ιουνίου έως τις 7 Σεπτεμβρίου για ασκήσεις του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας.
Αναθεωρητικά οράματα
Αυτά στο επίσημο επίπεδο. Διότι ευρύτερα στην τουρκική δημόσια συζήτηση η φαντασία οργιάζει.
Σε εκπομπή του CNN Türk το βράδυ της Τετάρτης ο πρώην υπουργός Επικρατείας Μασούμ Τουρκέρ μεταξύ άλλων ισχυρίσθηκε ότι “στην Κρήτη, σύμφωνα με τις συμφωνίες, δεν επιτρέπεται η ίδρυση βάσεων” και ότι η τουρκική πλευρά ανέχθηκε στο παρελθόν το γεγονός αυτό, διότι επρόκειτο για αμερικανικές βάσεις. Πρόκειται για τον ίδιο πρώην υπουργό, ο οποίος σε άλλη πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση υποστήριξε πως “το Ναυτικό μας πρέπει να κάνει μια ενέργεια σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου για να σταματήσει την κατάσταση που διαμορφώθηκε εκεί”.
Ομοίως το βράδυ της Τετάρτης, στο κανάλι Haber Türk, ο καθηγητής πανεπιστημίου Ναΐμ Μπαμπούρογλου, δήλωσε ότι, εφόσον παραβιάζονται οι όροι της Συνθήκης της Λωζάνης περί αποστρατιωτικοποίησης, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πρέπει να επιστραφούν στον πρότερο ιδιοκτήτη τους, ήτοι την Τουρκική Δημοκρατία ως διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με άλλα λόγια, η τουρκική κοινή γνώμη εθίζεται σε αντιλήψεις απροκάλυπτου αναθεωρητισμού και οράματα αυτοκρατορικού μεγαλείου, επενδεδυμένα με ρητορική αυτοπροστασίας απέναντι σε σενάρια περικύκλωσης.
Η στάση της αντιπολίτευσης
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στους κυβερνώντες – οι οποίοι, είναι η αλήθεια, βρίσκονται αντιμέτωποι με το ερώτημα της διατήρησής τους στην εξουσία, εν ανάγκη μέσω ανώμαλων καταστάσεων, καθώς έναν χρόνο πριν από τις προγραμματισμένες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές η δημοτικότητά τους κατακρημνίζεται κατά τρόπο ευθέως ανάλογο προς την αγοραστική δύναμη του μέσου τουρκικού νοικοκυριού. Εξίσου ή και περισσότερο προβληματική είναι και η στάση της αντιπολίτευσης, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός αποτελεί πρόβλημα δομικό και όχι διαρθρωτικό.
Υπενθυμίζεται ότι ήταν το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα το οποίο εγκαινίασε την φιλολογία περί “16 νησιών που έχουν καταληφθεί από την Ελλάδα”, ενώ ο ηγέτης του Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου έχει επιλέξει να ασκεί επί του θέματος αντιπολίτευση από θέσεις περισσότερο αδιάλλακτες, κατηγορώντας την κυβέρνηση για “μειοδοσία”.
Με το βλέμμα πέραν του Ατλαντικού
“Οι ΗΠΑ γέμισαν την Ελλάδα με βάσεις. Οι στόχοι τους είναι καθαροί. Ας έρθει στο κοινοβούλιο πρόταση να κλείσουν οι αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Τουρκία και θα την υποστηρίξουμε” δήλωσε πρόσφατα ο Κιλιτσντάρογλου, ενώ σε γραπτή του τοποθέτηση υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ τα εξής: “Η θέση μας είναι σαφής. Είναι επιτακτική ανάγκη να αυξήσουμε την πίεση στη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Η μέθοδος “βγάζω ένα καράβι, το αποσύρω, ελπίζω να μου τηλεφωνήσει ο Μπάιντεν” δεν είναι κατάλληλη. Αν έχετε καρδιά, κάντε το βήμα στα κατειλημμένα και εξοπλισμένα νησιά. Θα το υποστηρίξουμε!”.
Μολονότι ο Κιλιτσντάρογλου δεν χρειάζεται… ερμηνευτή, μερικά πράγματα γίνονται σαφέστερα από τις ανεπίσημες συζητήσεις. Έτσι σε συζήτηση στο CNN Türk ο πολιτικός αναλυτής Χακάν Μπαϊράκτσι παρότρυνε: “Ας πάρουμε μερικά νησιά στο Αιγαίο, να καταρρεύσει η πολιτική της Ελλάδας και των ΗΠΑ”. Αντίστοιχα, ο διευθυντής της εφημερίδας “Hürriyet”, Αχμέτ Χακάν, διερωτήθηκε αν “η Ελλάδα γίνεται πολιτεία των ΗΠΑ”. Επιπλέον υποστήριξε πως “υπάρχει σχέδιο των ΗΠΑ που εκτελείται μέσω της Ελλάδας” και παρέπεμψε στο ερώτημα του Ερντογάν “ποιον θέλουν να απειλήσουν με τόσες βάσεις που χτίζουν”.
Το στοιχείο, συνεπώς, που λειτουργεί ως τομή στην ιστορία των ελληνο-τουρκικών και θέτει σε συναγερμό την Άγκυρα είναι ακριβώς η ελληνο-αμερικανική στρατιωτική σύμπραξη, η οποία, ενώ εντεύθεν του Αιγαίου θεωρείται ως στοιχείο σταθεροποίησης της περιοχής και θωράκισης της χώρας, στην απέναντι ακτή ερμηνεύεται ως κατάλυση του status quo και προπαρασκευή δημιουργίας “κλοιού” εις βάρος της Τουρκίας.
Εκβιάσιμη η Δύση
Εν ολίγοις, οι νέες εντάσεις στα ελληνο-τουρκικά δεν μπορούν να ερμηνευθούν σε αποκλειστικά διμερές πλαίσιο, αλλά θα πρέπει να ενταχθούν στα περίπλοκα συμφραζόμενα των σχέσεων Τουρκίας και Δύσης, σε μία συγκυρία κατά την οποία το καθεστώς Ερντογάν παζαρεύει το βέτο στην εισδοχή Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, απειλεί με νέα στρατιωτική εισβολή στη βόρεια Συρία για να πλήξει την κουρδική ζώνη που έχει δημιουργηθεί με αμερικανική προστασία νοτίως των τουρκικών συνόρων, διατηρεί σχέση εργασίας με τη Μόσχα (όπως έδειξε και η προχθεσινή συνάντηση Τσαβούσογλου-Λαβρόφ) και κλείνει προηγούμενα “μέτωπα” με τα αραβικά κράτη.
Πρόκειται για μία στάση η οποία εδράζεται στην αντίληψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία απενοχοποιεί τις αναθεωρητικές κινήσεις συνολικά, καθιστά τη Δύση εκβιάσιμη και μακροπρόθεσμα λιγότερο συνεκτική. Το τελευταίο γίνεται σαφές στο πεδίο των ευρω-τουρκικών σχέσεων, όπου η ουσιαστική ακύρωση της ενταξιακής προοπτικής της γείτονος συνοδεύεται από την οικοδόμηση προνομιακών διμερών σχέσεων με επιμέρους κράτη-μέλη, όπως λ.χ. η Ιταλία, και την προσπάθεια να “στεγανοποιηθούν” Αθήνα και Λευκωσία από τα κεκτημένα της δικής τους ευρωπαϊκής ένταξης.