Η διάλυση των κυβερνήσεων σε Παρίσι και Βερολίνο, σε συνδυασμό με το υπέρογκο γαλλικό χρέος και τη γερμανική ύφεση, προκαλεί έντονη ανησυχία
Με τον πλανήτη να ετοιμάζεται σε όλα τα επίπεδα για την υποδοχή της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, τη σύγκρουση της Ουκρανίας να έχει κορυφωθεί και να απειλεί σοβαρότερα από κάθε άλλη κρίση τα τελευταία 70 χρόνια την ευρωπαϊκή ασφάλεια και τις ευρωπαϊκές οικονομίες να βρίσκονται αντιμέτωπες με σειρά προκλήσεων, η πολιτικοοικονομική ραχοκοκαλιά της Ευρώπης (ο περίφημος γαλλογερμανικός άξονας) εμφανίζεται πλήρως δυσλειτουργική.
Οι προϋπολογισμοί
Θρυαλλίδα εξελίξεων σε πολιτικό επίπεδο και στις δύο χώρες αποτέλεσε η προσπάθεια των κυβερνήσεων να περάσουν τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. Η τελευταία ευρωπαϊκή κρίση χρέους έφερε πολλές αλλαγές στη σύνταξη των προϋπολογισμών αλλά και στα δημοσιονομικά περιθώρια. Ετσι οι απαντήσεις που έδωσαν στις κρίσεις των τελευταίων ετών (πανδημία, Ουκρανία, ενεργειακό, κόστος ζωής) τόσο ο Μακρόν όσο και οι κυβερνήσεις της Γερμανίας έχουν σοβαρό αντίκτυπο σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Στη χειρότερη κατάσταση από αυτήν την πλευρά είναι η Γαλλία, που είναι αντιμέτωπη με κρίση χρέους. Το χρέος της έχει φτάσει τα 3,2 τρισ. ευρώ, περίπου το 112% του ΑΕΠ, και του χρόνου αναμένεται να φτάσει το 115% του ΑΕΠ, ήτοι 17 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες από το 2018. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ που τοποθέτησε ο Μακρόν πριν από ένα τρίμηνο κατέρρευσε γιατί προσπάθησε να περάσει προϋπολογισμό με περικοπές δαπανών και παράλληλα αύξηση των φόρων. Το ζήτημα δεν αναμένεται να επιλυθεί άμεσα, αφού ο πρόεδρος δεν μπορεί να προκηρύξει άλλες εκλογές για τουλάχιστον εννέα μήνες ακόμη. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει κάπως να κυβερνηθεί μέχρι τότε, παρότι η Εθνοσυνέλευση είναι χωρισμένη σχεδόν ισότιμα στα τρία.
Αντίστοιχα στη Γερμανία, το χρέος συζητείται, αλλά από την ανάποδη, αφού το περίφημο «φρένο» που περιορίζει υποχρεωτικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού σε 0,35% του ΑΕΠ και είχε εισαγάγει στο σύνταγμα της χώρας η Ανγκελα Μέρκελ και ο κανόνας του «μαύρου μηδέν» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που απαγορεύει τη δημιουργία νέου χρέους, θεωρούνται εκ των πραγμάτων ξεπερασμένα σε μια εποχή με αυξημένες ανάγκες, με δεδομένα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κατάρρευση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η γερμανική πολιτική ασχολείται συνέχεια με το ζήτημα αυτό, αφού, παρότι ξεπερασμένα τα όρια αυτά κατά γενική ομολογία, η αποστροφή των Γερμανών προς τη δημιουργία νέου χρέους συνεχίζει να θυμίζει θρησκευτική δοξασία που τηρείται με ευλάβεια. Είναι προφανές ότι αυτό θα απασχολήσει τους ψηφοφόρους στις πρόωρες κάλπες που, όπως όλα δείχνουν, θα στηθούν προς τα τέλη Φεβρουαρίου.
Οι πολιτικοοικονομικές κρίσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ έχουν και κάτι ακόμη κοινό: την άνοδο της ακροδεξιάς. Στο θολό πολιτικό τοπίο και τα πολιτικά αδιέξοδα στα οποία έχουν οδηγηθεί οι δύο χώρες, η ήδη ενισχυμένη ακροδεξιά δεν εμφανίζει σημάδια αποδυνάμωσης – μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Με την ΕΕ να ετοιμάζεται να δημιουργήσει ένα κοινό ταμείο (σε εθελοντική βάση) ύψους 500 δισ. ευρώ για κοινό χρέος, που θα επιτρέπει την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας και την ικανότητα άμυνας των ευρωπαϊκών κρατών, τον Τραμπ να περιμένει στη γωνία και τον Πούτιν να κλιμακώνει τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα ακροδεξιά κόμματα των δύο χωρών μπορούν να «χτίσουν» πάνω στις επιτυχίες που έχουν ήδη, εκμεταλλευόμενα τον φόβο και την ανασφάλεια που φαίνεται ότι γιγαντώνονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο.