Η αποδυνάμωση Τσάνταλη-Μπουτάρη-Κουρτάκη ανέτρεψε το τοπίο του ελληνικού κρασιού

635

Δραστική αλλαγή ισορροπιών στο τοπίο της αγοράς του κρασιού έχει φέρει τα τελευταία χρόνια η αποδυνάμωση μεγάλων και παραδοσιακών παικτών της αγοράς όπως ο Τσάνταλης, ο Μπουτάρης και ο Κουρτάκης. Στην πράξη, το γεγονός ότι ο Μπουτάρης αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα τα προηγούμενα χρόνια πριν καταλήξει στην ιδιοκτησία της Ελληνικά Οινοποιεία των Θωμά και Ηλία Γεωργιάδη και Γιάννη Αντετοκούμπο, ότι ο Τσάνταλης έχει διακόψει τη λειτουργία του από τον Αύγουστο του 2023 και ο Κουρτάκης χάνει διαρκώς μερίδια από χρονιά σε χρονιά, έχουν ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο οινοποιητικός κλάδος ένα μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής του ισχύος. Επί της ουσίας οι τρεις μεγάλοι ήταν αυτοί που άνοιγαν την αγορά με κρασιά που διατηρούσαν ισχυρό brand name, με χαρακτηριστική περίπτωση να αποτελεί το Lac de Roches του Μπουτάρη, των οποίων η διάθεση σε σημεία εστίασης “κρατούσε” τις τιμές των κρασιών σε σταθερά επίπεδα και ταυτόχρονα, είχε δημιουργηθεί μία μεσαία κατηγορία κρασιών με αποδεκτές τιμές από τους θαμώνες των εστιατορίων.

Στην αγορά του HoReCa η μεγαλύτερη κατανάλωση

Η μεγαλύτερη κατανάλωση κρασιών πραγματοποιείται κυρίως μέσω του καναλιού HoReCa (εστίαση – ξενοδοχεία) και λιγότερο στο σπίτι, με εξαίρεση τη διετία 2020-2021, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί σε σημαντικό βαθμό καθότι αφενός η αποδυνάμωση των μεγάλων, αφετέρου η είσοδος μικρότερων παικτών στην αγορά του κρασιού με μικρότερες παραγωγές και ακριβότερα κρασιά, είχε ως αποτέλεσμα στις περισσότερες λίστες κρασιών της εστίασης να φιλοξενούνται πλέον κρασιά με υψηλότερες τιμές. Κάτι που σύμφωνα με πηγές της αγοράς έχει περιορίσει την κατανάλωση στα σημεία εστίασης, καθότι κάποιος δυσκολότερα θα επιλέξει να δαπανήσει 50 ή 60 ευρώ για μία φιάλη κρασί, σε σχέση με τα κρασιά που θα κόστιζαν σε τιμή εστιατορίου μεταξύ 25 έως και 35 ευρώ η φιάλη.

Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος της αγοράς έχει πλέον μεταφερθεί στα δίκτυα διανομής, σε εμπορικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τη διάθεση των κρασιών στα εστιατόρια και όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, απώτερος σκοπός τους είναι να αποκομίσουν υπεραξίες και όσο το δυνατόν μεγαλύτερα περιθώρια ανά προϊόν, αυξάνοντας όσο μπορούν τις τιμές. Παράγοντας που επίσης οδήγησε σε άνοδο των τιμών είναι και οι πληθωριστικές συνθήκες των τελευταίων ετών.

Ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας έχει και το γεγονός ότι αρκετές οινοποιητικές επιχειρήσεις έχουν αυξημένη διείσδυση στις εξαγωγές τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με τη ζήτηση σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, γεγονότα που επίσης συνέτειναν στην αύξηση των τιμών στην εσωτερική αγορά.

Σημειώνεται ότι οι εξαγωγές, σε ποσότητα, παρουσίασαν αύξηση 6,6% το 2022 σε σχέση με το 2021 σύμφωνα με τη Stochasis και πλησίασαν τα επίπεδα του 2017. Το μερίδιο των εξαγωγών επί της εγχώριας παραγωγής διαμορφώθηκε σε 14,1% το 2022 (2021: 11,4%), ενώ το 40% των εξαγωγών, σε ποσότητα το 2022, είχε ως προορισμό τη Γερμανία.

Η σημαντική αύξηση της μέσης τιμής των εξαγωγών τα τελευταία έτη, λόγω της
αύξησης των εξαγωγών επώνυμων ποιοτικών κρασιών αποτελεί θετικό στοιχείο των εξαγωγικών επιδόσεων του κλάδου, γεγονός ωστόσο που όπως προαναφέραμε επηρεάζει την εγχώρια αγορά σε επίπεδο αύξησης τιμών, κάτι που με τη σειρά του αποτυπώνεται στη μείωση της κατανάλωσης.

Έντονος ανταγωνισμός

Ταυτόχρονα, έρευνα τις Stochasis για τον κλάδο του κρασιού δείχνει ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος σε μία αγορά, η οποία παρουσιάζει μείωση τη χρονική περίοδο 2014/15-2022/23 κατά -4,1%, καθώς η αύξηση του μεριδίου αγοράς μίας επιχείρησης πραγματοποιείται εις βάρος των μεριδίων αγοράς των ανταγωνιστών της.

Η ένταση του ανταγωνισμού αυξάνεται κυρίως μεταξύ των υφιστάμενων επιχειρήσεων, ίσης δυναμικότητας και μεγέθους. Ο ανταγωνισμός στον κλάδο εστιάζεται στη διαφοροποίηση των προϊόντων και την τιμολογιακή πολιτική. Η ένταση του ανταγωνισμού διαμορφώνεται και από την υψηλή διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών και των πελατών, ενώ σημειώνεται ότι ο κλάδος επηρεάζεται και από τα υποκατάστατα προϊόντα (π.χ. μπύρα, ούζο, τσίπουρο).

1.600 οινοποιεία ανά την Επικράτεια

Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 1.600 οινοποιεία, τα οποία διακρίνονται σε:

– Μεγάλα: ολιγάριθμες οινοποιητικές μονάδες με πλήρως αυτοματοποιημένα
συστήματα σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και δυνατότητα
παραγωγής μεγαλύτερη από 100 χιλ. εκατόλιτρα ετησίως.

– Μεσαία: μονάδες με δυνατότητα παραγωγής από 30 έως 100 χιλ. εκατόλιτρα ετησίως.

– Μικρά: οικογενειακές, συνήθως, επιχειρήσεις με περιορισμένη παραγωγική
δυνατότητα (μικρότερη από 30 χιλ. εκατόλιτρα) και ιδιόκτητους αμπελώνες.

– Συνεταιρισμούς: παράγουν και διακινούν κρασί, ως επί το πλείστον σε τοπικό επίπεδο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας