H Ελληνική Tραγωδία στο Eυρωπαϊκό Θέατρο: Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ύφεσης

1979
Ύφεση

Του Ιωάννη Θεοδοσίου

Πρόλογος: Καπιταλισμός και Νεοκλασική Οικονομία 1

Λέγεται ότι ο Robert Lucas, ο αρχιερέας του νεοκλασικού/νεοφιλελεύθερου δόγματος είχε πει στους φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο ότι «χρειάζεται να ασχοληθούμε μόνο δέκα λεπτά με τον Keynes· ξέρουμε ότι η θεωρία του δεν λειτουργεί».
Αυτό δεν είναι μια μεμονωμένη θέση αλλά η γενικευμένη αντίληψη που κυριαρχεί δογματικά στην νεοκλασική παράδοση και διαμορφώνει τη συζήτηση σχετικά με την οικονομική πολιτική. Για τον Lucas η μόνη οικονομική λειτουργία που μπορεί να εξασφαλίσει οικονομική ευημερία είναι αυτή των ανεμπόδιστων αγορών. Οι οικονομολόγοι της γενεάς μου και όσοι ακολούθησαν αργότερα έχουν εκπαιδευτεί άριστα στο «θαύμα» των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς και της ικανότητάς της να εξασφαλίζει την ευημερία. Οι ιδέες και η ανάλυση του Keynes σε ένα μεγάλο ποσοστό έχουν διαγραφεί από τη διδασκαλία των οικονομικών επιστημών και τη δημόσια συζήτηση για την οικονομική πολιτική.
Αντίθετα με τα παραπάνω, το Σχήμα 1 δείχνει καθαρά ότι οι επιπτώσεις των ανεμπόδιστων αγορών στον πλούτο και την ευημερία του πληθυσμού, δεν συνάδουν με κανένα τρόπο με τη σταθερότητα και την ευημερία του.
Σχήμα 1: Ποσοστά ανεργίας 1880-2009 για το Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Δανία και Αυστραλία

Συγκεκριμένα απεικονίζει τη διακύμανση των δεικτών ανεργίας τεσσάρων οικονομιών με διαφορετικούς βαθμούς αποτελεσματικότητας των μηχανισμών της αγοράς. Αυτό το «μοτίβο» είναι παρόμοιο για τις περισσότερες, κύριες, δυτικές οικονομίες. Εκτός από μια σχετικά σύντομη περίοδο μεταξύ του 1945 και της δεκαετίας του ’70 που χαρακτηρίστηκε από μια ενεργή κυβερνητική παρέμβαση και ρυθμισμένες αγορές, ο καπιταλισμός παρουσιάζει μια έντονη αστάθεια στο πέρασμα του χρόνου, με έντονες διακυμάνσεις τόσο ως προς τις παραγωγικές δυνατότητες, όσο και ως προς τα αντίστοιχα επίπεδα απασχόλησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι κάθε περίοδος ύφεσης στον οικονομικό κύκλο συνδέεται με αυξημένη ανεργία, απόγνωση και φτώχεια για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού και το μέγεθος της ύφεσης απεικονίζει τον όγκο της απελπισίας του πληθυσμού.
Αν και το ιερατείο του νεοκλασικού δόγματος βλέπει αυτήν την απελπισία με την ψυχρή αδιαφορία ουδέτερων στατιστικών αριθμών, η ανεργία έχει τόσο οικονομικό όσο και ανθρώπινο κόστος. Στοιχίζει υπό τη έννοια του χαμένου προϊόντος που θα είχε παραχθεί από τους ανέργους αν απασχολούνταν, καθώς και λόγω του κόστους του επιδόματος ανεργίας. Επίσης, στοιχίζει στην κυβέρνηση χαμένα φορολογικά έσοδα και τις συνεισφορές των εργαζομένων στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Αλλά αυτά δεν είναι καν ολόκληρη η καταστροφή. Υπάρχει μια πολύ μεγαλύτερη ζημία στους ίδιους τους ανέργους: πρώτον, το οικονομικό κόστος που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του επιδόματος ανεργίας και της δυνατής αμοιβής τους εάν θα ήταν πλήρως απασχολούμενοι, και, δεύτερον, η απώλεια της ψυχολογικής και της φυσικής υγείας καθώς και της εμπιστοσύνης στον εαυτό τους.
Εντούτοις, αντίθετα προς την πεποίθηση του Lucas ότι το «κεντρικό πρόβλημα για την πρόληψη της ύφεσης έχει λυθεί» 2, όταν η οικονομία κατέρρευσε το 2008-9 οι ασύδοτες πολιτικές της ελεύθερης αγοράς δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μια και, σχεδόν δέκα έτη μετά από τα καταστροφικά γεγονότα του 2008, οι δυτικές οικονομίες και ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, βρίσκονται σε μια «παρατεταμένη κατάσταση συνθηκών ημι-ύφεσης ή τουλάχιστον υποτονικής ευημερίας» 3 παρόμοια με αυτήν της δεκαετίας του 1920. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, ακολουθώντας το νεοκλασικό δόγμα, συνεχίζει να εφαρμόζει πολιτικές λιτότητας στην ΕΕ και στην Ελλάδα, επίσης γνωστές και ως πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, ως τον μοναδικό δρόμο προς τη μακροοικονομική ανάκαμψη.
 

Λιτότητα ή Εσωτερική Υποτίμηση· Ορισμοί

Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης σημαίνουν μια πολιτική μείωσης των τιμών και των εισοδημάτων των πολιτών μιας χώρας σε σχέση με άλλες, έτσι ώστε να οδηγούν στην αλλαγή της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα, η εσωτερική υποτίμηση μειώνει την αναλογία μεταξύ του όγκου του νομίσματος μιας χώρας της Ευρωζώνης και της αγοραστικής δύναμής του νομίσματος. Αυτό οδηγεί στην αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του νομίσματος της συγκεκριμένης χώρας μέλους συγκριτικά με άλλες χώρες μέλη, σε όρους εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, η προσδοκία είναι ότι τα αγαθά της συγκεκριμένης χώρας γίνονται ανταγωνιστικότερα σχετικά με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και σχετικά με άλλες χώρες του κόσμου.
Η αποπληθωριστική πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης είναι ένα πρόγραμμα μειώσεων των δαπανών, μειώσεων των δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών και περιορισμών των μισθών, και των εισοδημάτων, ακόμη και κατά τη διάρκεια περιόδων ύφεσης. Οι υπέρμαχοι αυτών των οικονομικών πολιτικών υποστηρίζουν ότι η οικονομική πίεση θα έπρεπε να αποφέρει μια πτώση των ονομαστικών μισθών, η οποίοι με τη σειρά τους θα μειώσουν το κόστος διαβίωσης. Κατά συνέπεια, στο τέλος αυτής της διεργασίας, οι πραγματικοί μισθοί αναμένονται να επανέλθουν στο αρχικό επίπεδο.
Αυτή η πολιτική δεν είναι καινούρια. Είναι ο θεμέλιος λίθος της κλασσικής οικονομικής θεωρίας. Όταν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης ο Α.C. Pigou κλήθηκε να εξηγήσει στην επιτροπή Macmillan 4 γιατί η ανεργία ήταν τόσο υψηλή, η απάντησή του αποκάλυψε τις βαθύτατα εδραιωμένες απόψεις που διαμορφώνουν τις οικονομικές πολιτικές λιτότητας του σήμερα. Η απάντηση του Pigou έχει καταγραφεί ως εξής:
Πρόεδρος: Πραγματικά πιστεύατε ότι θα δημιουργούσατε θέσεις εργασίας… μέσα από τη μείωση των μισθών;
Pigou: Νομίζω ναι, σε κάποιο βαθμό.
Πρόεδρος: Εάν μειώνονταν οι μισθοί, θεωρείτε ότι θα υπήρχε μια αυξημένη ζήτηση εργασίας [από τους εργοδότες];
Pigou: Νομίζω ότι, τότε ναι, θα υπήρχε μια αυξημένη ζήτηση εργασίας.
Γενικά ο Pigou δεν ήταν αντιδραστικός αλλά αντίθετα υποστήριζε την ισότητα. Όμως η πεποίθηση ότι οι μειώσεις μισθών, ακόμη και σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, είναι σε θέση να προτρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις να προσλάβουν περισσότερα άτομα και ότι καμία επιχείρηση δεν πρόκειται να απολύσει εργαζομένους ήταν μια ισχυρή πεποίθηση. Ήταν η αξιόπιστη οικονομική άποψη της εποχής και συνεχίζει να είναι και σήμερα για εκείνους που είναι μυημένοι στα οικονομικά θαύματα της «ελεύθερης αγοράς».
Φυσικά, κάποιος μπορεί να αντιδράσει στην παραπάνω θεωρία, όπως έκανε ο Keynes, με το να αναπτύξει την άποψη ότι εάν ένας εργοδότης μειώσει τους μισθούς, τότε, εφ’ όσον κανείς άλλος εργοδότης δεν κάνει το ίδιο, αναμένεται ότι ο αυτός ο εργοδότης θα αυξήσει την παραγωγή του και το μερίδιό του στην αγορά. Εντούτοις, εάν οι μισθοί μειωθούν από όλους τους εργοδότες, η αγοραστική δύναμη της κοινότητας θα μειωθεί ισόποσα με την μείωση του κόστους εργασίας [για τους εργοδότες]. Συνεπώς, κανένας εργοδότης δεν θα απολαύσει αύξηση της ζήτησης για τα παραγόμενα προϊόντα.
Ο Keynes επισήμανε επίσης ότι, ακόμα και αν η παραπάνω πολιτική συνταγή του Pigou υλοποιούνταν και ακόμα κι αν τελικά πετύχαινε, θα ανέμενε κανείς ότι θα προκαλούσε ευρεία αδικία. Θα αυξανόταν κατά πολύ η ανισότητα, λόγω του ότι οι πιο αδύναμες ομάδες και βιομηχανίες θα ζημιώνονταν σε σχέση τις ισχυρότερές τους.
Ωστόσο, ο Keynes είχε πειστεί για το μάταιο αυτών των πολιτικών μείωσης μισθών. Αφιέρωσε την έρευνα του κυρίως στο να θέσει τέρμα στο παραπλανητικό «κλασικό» δόγμα που υποστήριζε ότι η οικονομία των ανταγωνιστικών αγορών εξασφαλίζει πάντα την πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Στην πραγματικότητα, ο Keynes απέρριψε την ύπαρξη των αυτοδιορθωτικών μηχανισμών της αγοράς, ακόμα και αν ισχύουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να εξαλείψουν πλεονάσματα είτε στην προσφορά εργασίας είτε σε άλλους συντελεστές παραγωγής. Ουσιαστικά, ο Keynes δεν υποστήριξε ότι οι μηχανισμοί των ανταγωνιστικών αγορών παραλύουν εξαιτίας παράλογων κυβερνητικών παρεμβάσεων, όπως η νομοθεσία για τον κατώτατο μισθό, ή εξαιτίας ιδιωτικών ενεργειών και συμπεριφορών, όπως η δύναμη των εργατικών συνδικάτων ή τα βιομηχανικά μονοπώλια. Αντίθετα ο Keynes αμφισβήτησε την κεντρική ιδέα της παραπλανητικής «κλασικής ορθοδοξίας» ότι, ο ανταγωνισμός είναι σε θέση να προσαρμόσει τις τιμές των προϊόντων και των συντελεστών παραγωγής έτσι ώστε να εξαλειφθούν πλεονάζουσες προσφορές στις αγορές προϊόντων και εργασίας. Δεν υποστήριζε ότι η διαδικασία της ρύθμισης μπορεί να είναι χρονοβόρα, αλλά ότι δεν λειτουργεί καθόλου.
 

Πάροδος: Τα Θαύματα των Νεοκλασικών Οικονομικών Πολιτικών

Λαμβάνοντας υπόψη την πνευματική κληρονομιά που άφησε ο Keynes, αυτό το δοκίμιο δίνει έμφαση στους λόγους για τους οποίους κάποιος θα ανέμενε ότι οι πολιτικές της «κλασικής ορθοδοξίας», όπως η εσωτερική υποτίμηση, είναι ανώφελες και στην ουσία αντιπαραγωγικές όσον αφορά την αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας. Αλλά πριν από αυτό θα είναι χρήσιμο για την συζήτηση που ακολουθεί να περιγράψουμε εν συντομία τα τρέχουσα αποτελέσματα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης στην ΕΕ και την Ελλάδα, σχεδόν μία δεκαετία μετά από τα  γεγονότα του 2008.


1 Στην αρχαία Ελληνική Τραγωδία: Πρόλογος: διακριτό τμήμα της τραγωδίας, πριν από την πάροδο του χορού, που εισάγει κυρίως τον θεατή στην υπόθεση του δράματος. Πάροδος: το πρώτο χορικό που τραγουδά ο χορός.  Επεισόδιο: διακριτό μέρος της τραγωδίας που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δύο χορικά.  Στάσιμον: Τραγούδι του χορού, χωρίς όμως αναπαίστους και τροχαίους.  Έξοδος: διακριτό τμήμα της τραγωδίας, μετά το οποίο δεν υπάρχει χορικό.
2 Lucas R. E (2003) ‘Macroeconomic Priorities’, American Economic Review, 1-41, p. 1
3 Keynes J. M. 1931; The Economic Analysis of Unemployment
4 Committee on Finance and Industry, Minutes of Evidence (London, H.M.S.O, 1931, II, p48)

ΜΕΡΟΣ 2ο

Επεισόδιο 1: Το Ευρωπαϊκό Θέατρο
Κάποιος θα συνόψιζε την οικονομική επίδοση της Ευρωζώνης (στις 13 χώρες της ΕΕ πριν το 2007) στην καλύτερη περίπτωση ως απογοητευτικές.

Το ΑΕΠ της Ευρώπης είναι κατά προσέγγιση όσο ήταν το 2007 και το αποπληθωρισμένο κατά κεφαλήν εισόδημά της έχει πέσει. Ακόμη και η Γερμανία, η πιο ισχυρή οικονομία της Ευρώπης, έχει παρουσιάσει οικονομική μεγέθυνση 6.8% από το 2007 που ισοδυναμεί με ένα αναιμικό 0.8% ετησίως, πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ιαπωνίας, μιας χώρας που βρίσκεται σε σημαντική ύφεση τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτή η ασθενική οικονομική επίδοση της Γερμανίας συνέπεσε με την ολοκλήρωση ισχυρών πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν στην αρχή του 21ου αιώνα. Συμπεριλάμβαναν αυστηρές περικοπές στο δίχτυ ασφαλείας της Γερμανίας, στασιμότητα των πραγματικών μισθών και μεταφορά του εισοδήματος από τα φτωχά και μεσαία στρώματα της κοινωνίας στα ανώτερα επίπεδα της κατανομής εισοδήματος. 1
Ακόμα κι αν μερικές χώρες της Ευρωζώνης έχουν παρουσιάσει μια μέτρια αύξηση στους πραγματικούς μισθούς από το 2007, η αύξηση πραγματικών μισθών στην ΕΕ είναι απογοητευτική. Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει συνολικά ανά χώρα τους ρυθμούς αύξησης των πραγματικών μισθών για το διάστημα από το 2007 ως το 2015, όπως αυτές υπολογίστηκαν από τον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). 2 Για σχεδόν μια δεκαετία, για τις περισσότερες χώρες οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν, καθώς είτε παρέμειναν στάσιμοι, είτε αυξήθηκαν αλλά το πολύ κατά 1% ετησίως, ενώ σε μερικές χώρες μειώθηκαν σημαντικά (ειδικότερα στην Ελλάδα, το Η.Β. και στην Πορτογαλία).
Πίνακας 1: Ποσοστό επί τοις εκατό (%) αλλαγής πραγματικών μισθών και ποσοστό επί τοις εκατό (%) αλλαγής απασχόλησης από το 2007

Πραγματικός Μισθός Απασχόληση
Αύξηση μισθού Μείωση απασχόλησης
Ελλάδα -10,4 -9
Πορτογαλία -3,7 -5
Μείωση μισθού Αύξηση απασχόλησης
Ηνωμένο Βασίλειο -10,4 0,6
Αύξηση μισθού Μείωση απασχόλησης
Ιταλία 0,9 -2,3
Ιρλανδία 1,6 -7,9
Ισπανία 2,8 -8,5
Ολλανδία 3,4 -1,7
Φινλανδία 4,3 -3,8
Βέλγιο 4,4 -0,7
Σλοβενία 7,2 -4,3

Σημείωση: Πραγματικοί μισθοί όπως υπολογίζονται από τον ΟΟΣΑ (διαιρώντας τους συνολικούς μισθούς με τις ώρες εργασίας σε πραγματικές τιμές χρησιμοποιώντας σαν
αποπληθωριστή την οικιακή κατανάλωση). Πηγή: G. Tily (2016) ToUChstone blog.org.uk
Όπως σημειώνει ο Tily (2016), η νεοκλασική πεποίθηση είναι ότι η προς τα κάτω προσαρμοστικότητα των μισθών δημιουργεί πάντα αύξηση της απασχόλησης. Ωστόσο, ο Πίνακας 1 δείχνει ότι αυτό προφανώς δεν ισχύει. Στο Η.Β., παρά τη μεγάλη και διαρκούσα πτώση των πραγματικών μισθών, που όμοια της δεν έχει υποστεί η χώρα από το 1830, υπήρξε εντυπωσιακά μικρή αύξηση της απασχόλησης. Επίσης οποιαδήποτε ευελιξία πραγματικών μισθών στην Ελλάδα δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, οι χώρες των οποίων οι εργαζόμενοι απόλαυσαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις πραγματικών μισθών είναι επίσης μεταξύ εκείνων των χωρών με τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης. Εν συντομία, σε όλη την ΕΕ η αύξηση πραγματικών μισθών είναι αναιμική και η αύξηση της απασχόλησης, εφόσον υπάρχει, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αδύναμη. Επιπλέον, αυτή η επίδοση της αγοράς εργασίας συνδυάστηκε με τη σοβαρή επιδείνωση των συνθηκών απασχόλησης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με τη χειροτέρευση των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την αυξανόμενη εργασιακή αβεβαιότητα και την επικράτηση των “συμβάσεων μηδενικών ωρών” σε όλη την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Οι “συμβάσεις μηδενικών ωρών” είναι γνωστές επίσης ως «Flexicurity», (ευελιξία με ασφάλεια), που περιλαμβάνουν κυρίως ένα μέγιστο ποσοστό ευέλικτης εργασίας, αλλά με μηδαμινή διασφάλιση για τον εργαζόμενο.
Σε πείσμα τέτοιων επιδεινούμενων συνθηκών απασχόλησης, η ανεργία στην Ευρωζώνη είναι πρωτοφανής στη σύγχρονη ιστορία φτάνοντας κατά μέσο όρο το 11% το 2015, ενώ στις χώρες της κρίσης έχει αγγίξει το διπλάσιο ποσοστό και στην Ελλάδα κυμαίνεται περίπου στο 26%. Ως μέτρο σύγκρισης, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης το ποσοστό ανεργίας ήταν περίπου 11% στο Η.Β. και 20% στις ΗΠΑ. Συνοπτικά, η EUROSTAT υπολογίζει ότι 20,97 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες στην ΕΕ-28, και 16,33 εκατομμύρια στη ζώνη του ευρώ (ΕΕ-19) ήταν άνεργοι τον Αύγουστο του 2016. Επιπλέον, 4,20 εκατομμύρια νεαρά άτομα (κάτω από 25) ήταν άνεργοι στην ΕΕ-28, και 2,93 εκατομμύρια στη ζώνη του ευρώ. 3 Αυτό είναι μια καταθλιπτική επίδοση.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι πιο αποκαλυπτικό για τις οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ από τις εξελίξεις στο μέτωπο της φτώχειας. Περισσότεροι από 120 εκατομμύρια άνθρωποι (24% του πληθυσμού της ΕΕ) είτε είναι φτωχοί, είτε ζουν στα όρια της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού και οι αριθμοί τους έχουν αυξηθεί σε σχέση με το 2011. Αυτό περιλαμβάνει το 27% όλων των παιδιών στην Ευρώπη και 20,5% των ατόμων άνω των 65 ετών. Το 9% του πληθυσμού της ΕΕ είναι φτωχοί εργαζόμενοι και το 10% ζουν σε οικογένειες όπου κανένας δεν έχει δουλειά. 4 Ο πλούτος κατανέμεται έντονα ασύμμετρα σε βάρος των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Μια πρόσφατη έκθεση της Oxfam αποκαλύπτει ότι το πιο πλούσιο 1% του πληθυσμού της EΕ 28 κατέχει το 31% του πλούτου, ενώ το πιο πλούσιο 10% κατέχει το 69% του πλούτου. Από την άλλη, το φτωχότερο 40% του πληθυσμού κατέχει μόνο το 1% του πλούτου. 5
Για να διατηρήσει η κοινωνία κάποιο αποδεκτό βιοτικό επίπεδο κάτω από συνθήκες συνεχώς επιδεινούμενου επιπέδου εισοδημάτων-μισθών και αγοραστικής δύναμης έχει προσφύγει στο δανεισμό. Ενδεικτικά, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το χρέος του ιδιωτικού τομέα – το απόθεμα των στοιχείων του παθητικού (stock of liabilities) που κατέχουν οι μη χρηματιστηριακές εταιρίες, τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών – είναι 133% του ΑΕΠ στην ΕΕ. 6 Αλλά καθώς η εσωτερική υποτίμηση επιδεινώνει τις δυνατότητες εισοδήματος του πληθυσμού σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια (κόκκινα δάνεια) αυξάνονται με ρυθμό της τάξεως των 50 δισ. € ετησίως. Αυτό το πρόβλημα είναι σοβαρότερο στη νότια Ευρώπη.
Αντιμέτωποι με τα δυσμενή αποτελέσματα των πολιτικών τους προτιμήσεων, αυτοί που χαράσσουν την πολιτική στην ΕΕ κατέφυγαν σε μια ευτελή νομισματική πολιτική, γνωστή και ως Ποσοτική Χαλάρωση, προκειμένου να διεγείρουν τη στάσιμη οικονομία της ΕΕ. Σχεδόν εννέα έτη Ποσοτικής Χαλάρωσης έχουν οδηγήσει σε ιστορικά χαμηλά επιτόκια, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις και αρνητικά. Παρά τα χαμηλά επιτόκια και την επέκταση της νομισματικής βάσης, η μεγέθυνση της οικονομίας της ΕΕ είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Συνολικά, η αγορά ομολόγων αξίας ενός τρισεκατομμυρίου Ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν παρείχε κανένα αξιόλογο όφελος στην οικονομία. Προφανώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βλέπει τα όρια της Ποσοτικής Χαλάρωσης και έχει χάσει τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης, καθώς οι πρωτοβουλίες τύπωσης χρήματος και τα χαμηλά επιτόκια δεν έχουν προκαλέσει οικονομική μεγέθυνση. Αντίθετα η Ευρώπη βυθίζεται στην Κεϋνσιανή «παγίδα ρευστότητας».
Επιπλέον, η ποσοτική χαλάρωση έχει τουλάχιστον δύο πρόσθετα αποπληθωριστικά αποτελέσματα, τα οποία δεν θα προβλέπονταν από τη νεοκλασική ανάλυση. Κατ’ αρχάς, ασκεί σημαντική πίεση στα συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς αυτά στηρίζονται σε καλές αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών επενδύσεων τους για να πληρώσουν τις συντάξεις. Επιπλέον δημιουργεί δυσμενείς προσδοκίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους που φυσιολογικά περιορίζουν την τρέχουσα κατανάλωσή τους. Δεύτερον, τέτοια χαμηλά επιτόκια δίνουν κίνητρα στους εργοδότες να δανειστούν προκειμένου να χρηματοδοτήσουν μηχανισμούς εξοικονόμησης εργασίας, κάτι το οποίο σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούνταν μη επικερδές. Αυτό αυξάνει την ανεργία σε μία περίοδο οικονομικής στασιμότητας.
Αυτή η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων προκάλεσε νέες πιέσεις για τις τράπεζες. Από την οικονομική κρίση του 2008, οι τράπεζες έχουν επενδύσει σε κρατικά ομόλογα, τα οποία υποτίθεται ότι είναι «χαμηλού κινδύνου». Το 2007 μια τράπεζα που αγόραζε ένα κρατικό ομόλογο στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να έχει απόδοση της τάξεως του 4,5%. Το 2016, ένα τέτοιο κρατικό ομόλογο αναμένεται να δώσει μηδενική ή ακόμα και αρνητική απόδοση. Για παράδειγμα, στις 13 Ιουλίου 2016, η Γερμανική κυβέρνηση εξέδωσε ένα ομόλογο δέκα ετών με μία απόδοση της τάξεως του -0.05%. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τις τράπεζες μια και η κατοχή αυτών των ομολόγων μειώνει τα χρηματοπιστωτικά τους αποτελέσματα. Ωστόσο, δεν μπορούν να μεταφέρουν αυτές την ζημίες στους πελάτες τους, καθώς εκείνοι, βλέποντάς τις καταθέσεις τους να ελαττώνονται, μπορεί να τις αποσύρουν και να προτιμήσουν την κατοχή ρευστού. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες ανησυχώντας για τη ρευστότητά τους αρνούνται να επεκτείνουν το δανεισμό στους πελάτες τους. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει τα επιτόκια των καταθέσεων που τηρούν σε αυτήν οι εμπορικές τράπεζες στο -0,4%, προκειμένου να αποθαρρύνουν τις τράπεζες από το να συσσωρεύουν αποθεματικά και να δώσουν κίνητρα να αυξήσουν την έκδοση δανείων προς το κοινό. Αλλά δεδομένου ότι η οικονομία είναι στάσιμη, η ζήτηση για αυτά τα δάνεια είναι ανύπαρκτη. Ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια. Τα επίπεδα χρέους στην ΕΕ είναι πάρα πολύ υψηλά για να αντέξουν υψηλότερα επιτόκια.
Η μόνη σημαντική επίδραση των ενεργειών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν η πρόκληση πληθωρισμού στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η αύξηση της νομισματικής βάσης παρείχε υπερβολική ρευστότητα για αγοραπωλησίες μετοχών, κρατικών ομολόγων και ακινήτων, εκτοξεύοντας έτσι τις τιμές αυτών των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς όμως καμιά σημαντική συνεισφορά στην παραγωγική βάση των χωρών της ΕΕ. Πράγματι, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (ΑΕΠΚ) ως ποσοστό του ΑΕΠ για την ΕΕ-13, οι οποίες αποδίδουν την επενδυτική δραστηριότητα, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 2, έχουν υποστεί μια σχεδόν ομοιόμορφη πτώση στην πρόσφατη περίοδο. Εξετάζοντας τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση του 2008 η επιβράδυνση της επενδυτικής δραστηριότητας είναι ακόμη πιο αισθητή. Ως μέτρο σύγκρισης, ας λάβουμε υπόψη ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου της Κίνας ήταν 25,7 το 1990, αυξήθηκαν το 2007 σε 38,8, και έφθασαν το 2014 στο 44,3.
Πίνακας 2: Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου (ΑΕΠΚ) σε επιλεγμένες χώρες της ΕΕ

1990 2007 2015
Γερμανία 24,4 20,1 20
Γαλλία 23,3 23,1 21,5
Ολλανδία 23,5 21,8 19,5
Αυστρία 25,5 21,4 22,1
Φιλανδία 29,7 24,2 20,3
Βέλγιο 24,1 23,2 23,3
Ιρλανδία 19,2 28,7 19,2
Ισπανία 25,9 31 20,4
Πορτογαλία 26,7 22,5 15
Ελλάδα 24,8 26 11,7

Σημείωση: Οι Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου (ΑΕΠΚ-GFCF) αναφέρονται στην καθαρή αύξηση στα περιουσιακά στοιχεία (επένδυση μείον τις εκχωρήσεις) κατά τη διάρκεια της περιόδου. Δεν λαμβάνει υπόψη την κατανάλωση (απόσβεση) παγίου κεφαλαίου και επίσης δεν περιλαμβάνει τις αγορές γης.
Θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει την ανωτέρω ζοφερή απόδοση των ευρωπαϊκών οικονομιών στο ίδιο πνεύμα που ο Keynes περιέγραψε την κατάσταση της Ευρώπης της εποχής του. Σήμερα, όπως τότε, «ο παρηκμασμένος διεθνής καπιταλισμός της απληστίας, τον οποίο υφιστάμεθα, δεν είναι μια επιτυχία. Δεν είναι ευφυής, δεν είναι όμορφος, δεν είναι δίκαιος και δεν είναι ενάρετος –δεν είναι καν αποτελεσματικός. Εν ολίγοις, τον αντιπαθούμε και αρχίζουμε να τον απεχθανόμαστε. Αλλά όταν αναρωτιόμαστε με τι να τον υποκαταστήσουμε, βρισκόμαστε σε μεγάλη σύγχυση». 7
Αυτές είναι οι σκέψεις του Keynes ως προς την αποτυχία του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της εποχής του να αντιμετωπίσει τη Μεγάλη Ύφεση. Ισχύουν εξίσου και για τα τρέχοντα γεγονότα.


1 Stiglitz (2016) The Euro, p.14
2 The OECD uses figures derived from national accounts information, dividing total wages by hours worked and put into real terms with the household consumption deflator.
3http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Unemployment_statistics
4 Poverty and social exclusion, Employment Social Affairs and Inclusion, European Commission, http://ec.europa.eu/social/main.jsp?catId=751
5 Hardoon Deborah, Oxfam GB. D. Hardoon (2015),http://policy-practice.oxfam.org.uk/publications/background-data-for- oxfam-briefing-a-europe-for-the-many-not-the-few-exploring-575925, based on data from Credit Suisse.
6http://ec.europa.eu/eurostat/web/products-datasets/-/tipspd20
7 Keynes J. M (1933) National Self –Sufficiency’ New Statesman July
Πηγή : http://www.erensep.org

Διαβάστε το Πρώτο Μέρος εδώ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας